|
00:01 - 19/12/23 |
|
|
Μισθοί
Ο
εργαζόμενος στην Ελλάδα είναι ο μοναδικός στην Ευρώπη που
εξακολουθεί να έχει χαμηλότερο ονομαστικό μισθό σε σχέση με
πριν από μια 10ετία. Αν συγκρίνουμε μάλιστα με τα προ
μνημονίων επίπεδα, οι απώλειες φθάνουν στο 17% χωρίς να
λαμβάνεται υπόψη η όποια ζημιά έχει προκαλέσει ο
πληθωρισμός.
Όπως
σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, ακόμη και το 2013 –εν
μέσω μνημονιακής θύελλας– η Ελλάδα εξακολουθούσε να διατηρεί
τη 14η θέση στην Ευρώπη με βάση τις μέσες ετήσιες αποδοχές
του εργαζομένου με πλήρη απασχόληση. Σήμερα κατατάσσεται
στην 5η θέση από το τέλος μεταξύ των 27 χωρών-μελών.
Ξεπερνάμε μόνο τη Βουλγαρία, την Ουγγαρία και τη Ρουμανία,
ενώ με την Πολωνία οι διαφορές είναι πλέον ελάχιστες.
Αποκλίνουμε
συνεχώς
Η απόκλιση
με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες συνεχίζεται, καθώς ακόμη
και την τελευταία 2ετία που οι μισθοί ξεκίνησαν και πάλι να
ανεβαίνουν, η… ταχύτητα είναι η 2η μικρότερη στην Ε.Ε.
Μείζον πρόβλημα αποτελεί η υστέρηση στην ανταγωνιστικότητα
της εργασίας, οι κρατήσεις στους μισθούς –το λεγόμενο μη
μισθολογικό κόστος– που παραμένουν υψηλές, παρά τις μειώσεις
των τελευταίων ετών, αλλά και οι πολύ χαμηλοί μισθοί που
δίνουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα.
To ύψος των
μισθών και η χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας
αναδεικνύεται στο νούμερο ένα πρόβλημα των νοικοκυριών.
Ειδικά μετά την πληθωριστική έκρηξη, το γεγονός ότι η Ελλάδα
κατατάσσεται στην προτελευταία θέση με βάση την
παραγωγικότητα της εργασίας, ενώ έχει εκατοντάδες χιλιάδες
μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δίνουν πολύ χαμηλούς μισθούς,
καθιστά ακόμη πιο δύσκολη την προσπάθεια ανάκτησης της
χαμένης αγοραστικής δύναμης.
1. Την
τελευταία 10ετία η Ελλάδα είχε αρνητικό πρόσημο στην
παραγωγικότητα της εργασίας, με αποτέλεσμα να αποκλίνει από
την Ε.Ε. Ο δείκτης με βάση τα στοιχεία της Ε.Ε. παίρνει
σχεδόν την ίδια τιμή με το 2015, όταν ο δείκτης για την
Ευρωζώνη και την Ε.Ε. είναι 12%-14% πάνω από τα συγκεκριμένα
επίπεδα.
2. Ο μέσος
μηνιαίος μισθός στον ιδιωτικό τομέα διαμορφώνεται στα 1.038
ευρώ μεικτά τον μήνα με βάση τα στοιχεία του περασμένου
Φεβρουαρίου. Φτάνουν στα 1.251 ευρώ για την πλήρη απασχόληση
και στα 430 ευρώ για τη μερική απασχόληση.
Παρατηρείται
πολύ μεγάλη απόκλιση μεταξύ των μικρών και των μεγάλων
επιχειρήσεων. Στις εταιρείες με περισσότερα από 10 άτομα
προσωπικό, ο μέσος μισθός φτάνει στα 1.159 ευρώ (1.343 ευρώ
για την πλήρη απασχόληση και 468 ευρώ για τη μερική
απασχόληση), ενώ για τις εταιρείες με λιγότερα από 10 άτομα
προσωπικό, ο μέσος μισθός πέφτει μόλις στα 686 ευρώ: 373
ευρώ για τη μερική απασχόληση και 898 ευρώ για την πλήρη
απασχόληση. |
|
|
|
Απογοητευτική η σύγκριση
Σε ένα θέμα
που έχουμε αναφερθεί πάρα πολλές φορές. Όπως έγραφε η
Καθημερινή, τα στοιχεία της Eurostat για την εξέλιξη του
μέσου ετήσιου μισθού που καταβάλλεται σε έναν εργαζόμενο
πλήρους απασχόλησης αποτυπώνουν την εικόνα όπως αυτή είχε
διαμορφωθεί στο τέλος του 2022. Κριτήριο σύγκρισης, οι
μεικτές ετήσιες αποδοχές για τον εργαζόμενο πλήρους
απασχόλησης. Αυτό «ωραιοποιεί» την ελληνική πραγματικότητα,
καθώς αν συνυπολογιστούν και οι εκατοντάδες χιλιάδες μερικώς
απασχολούμενοι, ο μέσος όρος στην Ελλάδα υποχωρεί ακόμη
χαμηλότερα.
Στο τέλος
του 2022 οι μέσες ετήσιες αποδοχές εργαζομένου πλήρους
απασχόλησης στην Ελλάδα ανήλθαν στα 16.661 ευρώ. Στο ποσό
συμπεριλαμβάνεται και ο 13ος και ο 14ος, ενώ τα ποσά είναι
τα μεικτά, μαζί με τις ασφαλιστικές εισφορές. Η Ελλάδα
έπιασε… πάτο την περίοδο 2018-2020, όταν ο μέσος μισθός
υποχώρησε στα 15.740 έως 15.829 ευρώ. Μετά και το τέλος της
πανδημίας, άρχισε η ανοδική πορεία. Και πάλι, όμως, ο ρυθμός
είναι πολύ μικρότερος σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές
χώρες. Ετσι, από το 2020 μέχρι το 2022 οι μέσες αποδοχές
στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 5,86%, που είναι και το 2ο
χαμηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε. για τη συγκεκριμένη περίοδο
(σ.σ. το μικρότερο είναι της Σουηδίας με 5,37%, η οποία όμως
έχει τριπλάσιες μέσες αποδοχές από την Ελλάδα). Στο τέλος
του 2022 οι μέσες ετήσιες αποδοχές διαμορφώθηκαν σε 16.661
ευρώ.
Η μεγαλύτερη
διαφορά
Ποτέ ξανά
τις τελευταίες 10ετίες δεν είχαμε τόσο μεγάλη διαφορά σε
σχέση με τον μέσο όρο της Ε.Ε. Το 2013 η διαφορά ήταν 11.561
ευρώ (17.358 ευρώ η Ελλάδα και 28.919 ευρώ ο μέσος όρος της
Ε.Ε.) και στο τέλος του 2022 η απόσταση έφτασε σε 18.668
ευρώ (16.661 ευρώ η Ελλάδα και 35.329 ευρώ η Ευρωζώνη).
Χώρες που είχαν πολύ χαμηλότερες ετήσιες αποδοχές από την
Ελλάδα (Σλοβακία, Κροατία, Λετονία, Τσεχία, Πορτογαλία,
Εσθονία, Λιθουανία) πλέον έχουν ξεπεράσει τη χώρα μας και
προσφέρουν καλύτερους μισθούς. |
|
|
|
Ελληνική
Οικονομία
Πάμε τώρα σε
μια ενδιαφέρουσα άποψη – άρθρο το οποίο έγραψε στο Βήμα,
ο κ.
Φίλιπο Ταντέι (ανώτερος οικονομολόγος της Goldman Sachs για
την Ευρώπη):
Η Ελλάδα θα
έχει καλύτερες επιδόσεις από την υπόλοιπη Ευρωζώνη και το
2024. Οι προοπτικές για την Ευρώπη το 2024 είναι πιθανό να
βελτιωθούν λόγω της αύξησης του πραγματικού διαθέσιμου
εισοδήματος, της εξασθένησης της πιστωτικής επιβάρυνσης που
θα υπερκαλύψει την αντίρροπη τάση της δημοσιονομικής
πολιτικής και θα διαμορφωθεί σε ρυθμό ανάπτυξης 0,8% σε
ολόκληρη τη ζώνη για το επόμενο έτος.
Κατά την
άποψή μας, η ελληνική οικονομία θα έχει αύξηση των μισθών
και του πληθωρισμού σύμφωνα με τον μέσο όρο της ζώνης του
ευρώ. Αυτό θα επιτρέψει στην Ελλάδα να επωφεληθεί από μια
παρατεταμένη ανάκαμψη που θα καθοδηγείται από την
κατανάλωση, σύμφωνα με την υπόλοιπη Ευρώπη. Αλλά με τη
διαφορά ότι σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρωζώνη, η χώρα θα
βιώσει επίσης την ευκαιρία για μια σημαντική αύξηση των
κεφαλαιουχικών δαπανών χάρη στην υπερμεγέθη ευρωπαϊκή
στήριξη.
Καθώς ο
ευρωπαϊκός πληθωρισμός θα ομαλοποιηθεί το επόμενο έτος,
αναμένουμε επίσης ότι ο κύκλος μείωσης των επιτοκίων της ΕΚΤ
θα ξεκινήσει τον Απρίλιο και θα συνεχιστεί με σταθερό ρυθμό
μίας μείωσης ανά συνεδρίαση έως το τέλος του έτους.
Ενα τέτοιο
περιβάλλον μείωσης των επιτοκίων θα συμβάλει σε ένα
ιδιαίτερα φιλικό προς τις επενδύσεις μείγμα πολιτικής για το
2024 και μετά. Σε αντίθεση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές
χώρες, η Ελλάδα βρίσκεται σε μια μοναδική θέση για να
εμπλακεί στο πρώιμο στάδιο της επενδυτικής ανάκαμψης χάρη
στην εξαιρετική στήριξη των ευρωπαϊκών προγραμμάτων. Σε
σύγκριση με την Ιταλία και την Ισπανία, η Ελλάδα μπορεί να
βασίζεται σε στήριξη από το Ταμείο Ανάκαμψης, η οποία είναι
περίπου 1,5% του ΑΕΠ υψηλότερη από ό,τι στην υπόλοιπη Νότια
Ευρώπη.
Με μέσο
κόστος χρέους κάτω από τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά επίπεδα και
ενώ τα ελληνικά κρατικά ομόλογα θα επανέλθουν στους διεθνείς
δείκτες αναφοράς χρέους από τον Ιανουάριο του 2024, η χώρα
έχει την ευκαιρία να τηρήσει την υπόσχεσή της μέσω της
σταθερής εφαρμογής του Ταμείου Ανάκαμψης. Μπορεί να το κάνει
αυτό διατηρώντας παράλληλα μια σταθερή πορεία προς τη μείωση
του χρέους.
Η Ευρωζώνη
πρέπει να στραφεί από μια ανάκαμψη με γνώμονα την κατανάλωση
σε μια ανάπτυξη με γνώμονα τις επενδύσεις, προκειμένου να
καλύψει το επενδυτικό της χάσμα με την οικονομία των ΗΠΑ. Η
Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει ένα δικό της χάσμα
κεφαλαιουχικών δαπανών σε σχέση με τον μέσο όρο της
Ευρωζώνης, το οποίο φτάνει το 5% του ΑΕΠ. Μπορεί να καλύψει
το χάσμα και, ταυτόχρονα, να βρεθεί στην πρώτη γραμμή της
διαρθρωτικής αλλαγής που απαιτείται για την ευρωπαϊκή
οικονομία. |
|
|
|
Θλιβερή
πρωτιά
Είχε βγει η
συγκεκριμένη είδηση εδώ και καιρό …. Αλλά την είχαμε
κρατήσει, κακά τα ψέματα μια θλιβερή πρωτιά για τη χώρα μας
…. Tα στοιχεία της ευρωπαϊκής στατιστικής Αρχής, Eurostat,
για το 2022 καταγράφουν αρνητική πρωτιά της Ελλάδας στις
ανάγκες για ιατρικές εξετάσεις που μένουν ακάλυπτες.
Σύμφωνα με
τα στοιχεία της Eurostat την περυσινή χρονιά, σε επίπεδο
Ευρωπαϊκής Ένωσης, το ποσοστό των ανθρώπων που έπρεπε να
κάνουν ιατρικές εξετάσεις και δεν μπορούσαν για οικονομικούς
λόγους, επειδή υπήρχαν μεγάλες λίστες αναμονής ή λόγω
απόστασης ήταν 3,3%.
Συγκριτικά,
τα μεγαλύτερα ποσοστά καταγράφηκαν στην Ελλάδα με 16,7%, τη
Φινλανδία, που ακολουθεί με αισθητή διαφορά με 9,6%, τη
Ρουμανία με 7,9% και στη Λετονία με 7,1%.
Στο άλλο
άκρο, βρίσκονται η Γερμανία, όπου το ποσοστό των ακάλυπτων
αναγκών για ιατρικές εξετάσεις ήταν μόλις 0,5%, η Τσεχία με
το ακόμη χαμηλότερο 0,3% και η Κύπρος με ποσοστό μόλις 0,1%.
Το ποσοστό
των ατόμων στην ΕΕ που διατρέχουν κίνδυνο φτώχειας και
ανέφεραν τέτοιες ανεκπλήρωτες ανάγκες ήταν 6,1%, διπλάσιο
από το ποσοστό εκείνων που δεν κινδυνεύουν από φτώχεια
(2,8%).
Παρόμοια
μοτίβα ήταν ορατά σε όλη την ΕΕ, με εξαιρέσεις την Ισπανία
(όπου το 2,0% των ατόμων που δεν κινδυνεύουν από φτώχεια
ανέφεραν ανεκπλήρωτες ανάγκες έναντι 1,6% των ατόμων που
κινδυνεύουν) και την Ολλανδία (0,8% των ατόμων που δεν
κινδυνεύουν και 0,6% εκείνων που κινδυνεύουν από φτώχεια).
Στην Ελλάδα,
το αναφερόμενο ποσοστό ήταν 14,5 ποσοστιαίες μονάδες
υψηλότερο μεταξύ εκείνων που κινδυνεύουν από φτώχεια (28,8%)
σε σύγκριση με εκείνους που δεν κινδυνεύουν (14,3%).
Υψηλές
αποκλίσεις εμφανίστηκαν επίσης στη Ρουμανία, όπου η διαφορά
ήταν 9,4 π.μ. (15,5% έναντι 6,1%) και στην Πορτογαλία, με
8,5 π.μ. (11,7% έναντι 3,2%). |
|
|
|
Οι
γκιουλενιστές και το κόκκινο τηλέφωνο με τον Ιμπραχίμ Καλίν
Όπως έγραψε
ο “Βηματοδότης” … Μπορεί να πέρασε απαρατήρητο, αλλά εκείνο
το μεσημέρι στο Μέγαρο Μαξίμου, στο
γεύμα Μητσοτάκη – Ερντογάν, υπήρξαν δύο αποκαλύψεις:
Η πρώτη
αφορά την αυξημένη ζήτηση και ενίοτε χορήγηση ασύλου σε
τούρκους πολίτες (ανάμεσά τους και πρώην ένστολοι). Ηταν ένα
θέμα που έβαλε στο τραπέζι των συζητήσεων ο τούρκος
πρόεδρος, αφού τους περισσότερους που ζητούν άσυλο στη χώρα
μας τους χαρακτήριζε «τρομοκράτες» ή γκιουλενιστές.
Με την πρώτη
αποκάλυψη συνδέεται σε έναν βαθμό και η δεύτερη, η οποία
αφορά το «κόκκινο τηλέφωνο», δηλαδή την απευθείας τηλεφωνική
σύνδεση που έχουν οι αρχηγοί των μυστικών υπηρεσιών των δύο
χωρών. Τόσο ο διοικητής της ΕΥΠ πρέσβης Θεμιστοκλής
Δεμίρης όσο και ο αρχηγός της ΜΙΤ Ιμπραχίμ
Καλίν συνεργάζονται για θέματα αντιμετώπισης τρομοκρατίας,
όπως ειπώθηκε.
Ο Καλίν
πάντως, ο οποίος ήταν βασικός υποψήφιος για τη θέση του
υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας, δεν ήλθε τελικά στην Αθήνα
μαζί με τον Ερντογάν, παρότι
είχε συμπεριληφθεί στα μέλη της τουρκικής αποστολής που
είχαν λάβει άδεια εισόδου στο Μέγαρο
Μαξίμου. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο παραμένει ένας
από τους εξ απορρήτων του τούρκου προέδρου. |
|
|
|