|
00:01 - 20/12/23 |
|
|
Χρέος
Σε οκτώ
χρόνια, καθώς θα τελειώνει το 2032 και θα μπαίνει το 2033, η
Ελλάδα θα βρεθεί αντιμέτωπη με ένα πρόβλημα που ανάγεται στο
μνημονιακό παρελθόν της: το δημόσιο χρέος θα επιβαρυνθεί
ξαφνικά με ένα ποσό της τάξης των 25 δισ. ευρώ ή 8% του ΑΕΠ
που υπολογίζεται ότι θα έχει η χώρα τότε, καθώς θα
προστεθούν σε αυτό οι τόκοι δανείων του 2013, που «πάγωσαν»
για δύο δεκαετίες σχεδόν, στο πλαίσιο ρυθμίσεων ελάφρυνσης
του χρέους με τους Ευρωπαίους δανειστές της.
Όπως
σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, αυτό σημαίνει ότι τα
επόμενα χρόνια, μετά το 2032, η χώρα θα πληρώνει αυξημένα
τοκοχρεολύσια, για την εξόφληση αυτού του νέου χρέους, ενώ
παράλληλα το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της θα
επιβαρύνεται και εξαιτίας της μετάβασης από τα χαμηλά
επιτόκια των δανείων του επίσημου τομέα (1,5%) σε αυτά της
αγοράς, στην οποία καταφεύγει ήδη όλο και περισσότερο.
Η
προειδοποίηση
Ο διοικητής
της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας έχει αποφασίσει
να χτυπήσει εγκαίρως το «καμπανάκι» για να αποτραπούν ή να
περιοριστούν οι κίνδυνοι. Επεσήμανε ήδη το πρόβλημα σε
συνεντεύξεις του και αναμένεται να το επαναλάβει και την
Τετάρτη, στην Ενδιάμεση Εκθεση για τη Νομισματική Πολιτική
της τράπεζας. Η θέση που θα υποστηρίξει είναι ότι
προκειμένου να μη δημιουργήσει πρόβλημα η προσθήκη αυτού του
χρέους, πρέπει να διασφαλισθεί η αποπληρωμή του σε μεγάλο
χρονικό διάστημα, με κάποια συμφωνία ρύθμισης με τους
δανειστές. Για να επιτευχθεί, όμως, μια τέτοια συμφωνία,
πρέπει να ακολουθείται συνετή δημοσιονομική πολιτική, με
συνεχή πρωτογενή πλεονάσματα 2% του ΑΕΠ τουλάχιστον. Οπως
λέει, το δημόσιο χρέος πρέπει να μειώνεται όχι μόνο ως
ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά και σε απόλυτα μεγέθη (όπως
προβλέπεται να συμβεί για πρώτη φορά από το 2024, όταν θα
μειωθεί στα 356 δισ. ευρώ από 357 δισ. ευρώ φέτος). Στόχος
είναι να διατηρηθούν οι χρηματοδοτικές ανάγκες περίπου στα
σημερινά επίπεδα.
Σημειώνεται
ότι σήμερα η Ελλάδα πληρώνει για τόκους και χρεολύσια κάτω
από 10% του ΑΕΠ της, μεσοσταθμικά, σύμφωνα με τα στοιχεία
του ΟΔΔΗΧ. Το όριο βιωσιμότητας του χρέους, όπως έχει
οριστεί από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είναι το 15% του
ΑΕΠ, όμως για μια χώρα όπως η Ελλάδα, με τεράστιες ανάγκες
για επενδυτικές αλλά και για κοινωνικές δαπάνες, ένα τέτοιο
άλμα θα ήταν καταστροφικό. Αυτό προφανώς θέλει να προλάβει ο
διοικητής της κεντρικής τράπεζας. Το σημαντικό, όπως
προειδοποιεί, είναι να αποφύγει η χώρα να πληρώνει τόκους
και χρεολύσια πολύ υψηλότερα από σήμερα.
Τα 25 δισ.
ευρώ δεν είναι, βεβαίως, «κρυφό χρέος» – το Διεθνές
Νομισματικό Ταμέιο μάλιστα το υπολογίζει στις δικές του
εκτιμήσεις. Η Eurostat το βάζει «κάτω από τη γραμμή», αλλά
γνωρίζει κι αυτή φυσικά ότι υπάρχει και θα το προσθέσει
στους επίσημους υπολογισμούς της το 2033. Ομως, αυτό δεν
απαλείφει μια ανησυχία, που αποτυπώνεται άλλωστε και στην
έκθεση βιωσιμότητας χρέους της Κομισιόν, σύμφωνα με την
οποία μεσοπρόθεσμα οι κίνδυνοι είναι αυξημένοι (Ιούλιος
2023).
Στην
πραγματικότητα, η Κομισιόν εξετάζει ήδη (σχετική παραδοχή
υπάρχει στην ανάλυσή της για τη βιωσιμότητα του ελληνικού
χρέους) ότι θα γίνει νέα ρύθμιση για την εξόφληση του νέου
αυτού χρέους σε ορίζοντα 20ετίας. Αυτό, όμως, θα αποφασιστεί
τότε και οι καλύτερες δημοσιονομικές επιδόσεις ασφαλώς θα
βοηθήσουν σε μια καλύτερη ρύθμιση. Στον ΟΔΔΗΧ, πάντως, δεν
ανησυχούν για σημαντική επιβάρυνση, αντιθέτως, περιμένουν
ότι –με βάση την αναμενόμενη ρύθμιση– θα είναι της τάξης του
1-2 δισ. ευρώ ετησίως.
Επιπλέον, το
θέμα έχει ληφθεί υπόψη ακόμη και στον νέο σχεδιασμό του
Συμφώνου Σταθερότητας. Δεδομένου ότι θα απαιτείται σταθερή
μείωση του δημοσίου χρέους, στο πλαίσιο των συμβολαίων των
κρατών-μελών με την Κομισιόν, το ECOFIN της προηγούμενης
εβδομάδας, όπου συζητήθηκε το θέμα, αποφάσισε ότι ειδικά για
την Ελλάδα το «σημαντικό ποσό» των αναβαλλόμενων πληρωμών
τόκων που θα λήξουν το 2033 «δεν θα ληφθεί υπόψη στην
εφαρμογή του δείκτη βιωσιμότητας χρέους». Είναι μια
σημαντική ρύθμιση, που αφαιρεί τουλάχιστον το άγχος της
παραβίασης του νέου Συμφώνου. |
|
|
|
Πώς
δημιουργήθηκε
Όπως
αναφέρονταν στο πολύ ενδιαφέρον άρθρο της Καθημερινή, όλα
ξεκίνησαν από ένα δάνειο του EFSF 130 δισ. ευρώ του 2013,
για μέρος του οποίου, 97 δισ. ευρώ, αποφασίστηκε να
«παγώσει» η πληρωμή τόκων έως το 2022. Πριν, όμως, λήξει η
προθεσμία και καθώς η χώρα έβγαινε από το μνημόνιο, τον Μάιο
του 2018, στο πλαίσιο της ρύθμισης χρέους που έγινε τότε,
αποφασίστηκε να παραταθεί το «πάγωμα» για άλλα δέκα χρόνια,
έως το τέλος του 2032. Οι «παγωμένοι» τόκοι, που θα είχαν
φτάσει το 2022 στα 11 δισ. ευρώ, εκτιμάται ότι θα ανέλθουν
έως το 2032 περίπου στα 25 δισ. ευρώ (26,7 δισ. ευρώ
αναφέρουν οι εκτιμήσεις της κεντρικής τράπεζας)
Σύμφωνα με
τον προϋπολογισμό, το χρέος θα διαμορφωθεί στα 357 δισ. ευρώ
ή 160,3% του ΑΕΠ φέτος και θα υποχωρήσει στα 356 δισ. ευρώ ή
152,3% του ΑΕΠ το 2024, εμφανίζοντας για πρώτη φορά μείωση
σε απόλυτους όρους. Το χρέος θα μειώνεται τα επόμενα χρόνια
και μέσω της σταδιακής μείωσης του «μαξιλαριού» των 37 δισ.
ευρώ, που προβλέπεται να περιοριστεί σταδιακά σε 12-13 δισ.
ευρώ. |
|
|
|
Ξένες
επενδύσεις
Συνεχίζοντας
με την ελληνική οικονομία και σε ένα άλλο ζήτημα. Σημαντική
είναι η μείωση των ξένων
άμεσων επενδύσεων (ΞΑΕ) στην Ελλάδα.
Στο 9μηνο του 2023, εμφανίζεται υποχώρηση της τάξης του 40%
και, από 6,4 δισ. ευρώ που ήταν πέρυσι, φέτος ανήλθαν σε
3,85 δισ. ευρώ. Και σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, η διαφορά
αυτή δεν είναι πλέον ικανή να καλυφθεί μέσα στους τρεις
τελευταίους μήνες του έτους, παρά την ανάκαμψη του ξένου
επενδυτικού ενδιαφέροντος στο δ’ τρίμηνο για τις ελληνικές
τράπεζες.
Όπως ανέφερε
το The Power Game, τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος,
κατέδειξαν μια μεγάλη υστέρηση των ξένων άμεσων επενδύσεων
στη χώρα μας, ειδικά στο α’ εξάμηνο του 2023. Και αυτό, παρά
το γεγονός ότι οι ξένες επενδύσεις σε ακίνητα διευρύνθηκαν
την ίδια περίοδο κατά 40%.
Συγκεκριμένα
οι δαπάνες μη κατοίκων Ελλάδας για ακίνητα στο α’ εξάμηνο
του 2023 ανήλθαν σε 1,1 δισ. ευρώ, από 0,78 δισ. ευρώ που
ήταν την αντίστοιχη περίοδο του 2022. Το μέγεθος αυτό
συνιστά ιστορικό υψηλό από το 2002 που η Τράπεζα της Ελλάδος
διατηρεί σχετικά στοιχεία. Όλα δείχνουν ότι για το σύνολο
του έτους, για
πρώτη φορά οι δαπάνες για ακίνητα στην Ελλάδα από μη
κατοίκους της θα ξεπεράσουν τα 2 δισ. ευρώ.
Πέρυσι οι
δαπάνες αυτές ανήλθαν σε 1,98 δισ. ευρώ και το 2021 σε 1,2
δισ. ευρώ. Η μεγάλη αύξηση των δαπανών πέρυσι για ακίνητα
από αλλοδαπούς εκτιμάται ότι προκλήθηκε από την αναγγελία
του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στη ΔΕΘ το Σεπτέμβριο
του 2022, ότι θα αυξηθεί το όριο της απόκτησης της «Χρυσής
Βίζας» από τις 250.000 ευρώ στις 500.000 ευρώ. Έτσι, τόσο
στο β’ εξάμηνο του 2022, όσο και στο α’ εξάμηνο του 2023,
υπήρξε μεγάλη κινητικότητα από ξένους στη αγορά ακινήτων,
προκειμένου να προλάβουν την αύξηση του ορίου απόκτησης της
«Χρυσής Βίζας».
Παρά όμως,
τη μεγάλη αύξηση των εισροών για ακίνητα, δεν συνέβη το ίδιο
για την απόκτηση άλλων περιουσιακών στοιχείων (π.χ.
συμμετοχών κ.λπ.), ή και εισαγωγές κεφαλαίων για νέες
επενδύσεις. Σύμφωνα με τηn Τράπεζα της Ελλάδος, οι
υποχρεώσεις των κατοίκων εξωτερικού προς τη χώρα, στο 9μηνο
διαμορφώθηκαν σε 3,85 δισ. ευρώ, έναντι 6,4 δισ. ευρώ που
ήταν την αντίστοιχη περίοδο του 2022. Σημειώθηκε έτσι
υποχώρηση των εισερχόμενων ΞΑΕ κατά 39,3%.
Μάλιστα οι
επενδύσεις που έγιναν από ξένους στη χώρα μας φέτος στο
9μηνο είναι χαμηλότερες και από το 2021. Τη χρονιά εκείνη,
σύμφωνα με την ΤτΕ οι υποχρεώσεις των ξένων προς τη χώρα
ανήλθαν σε 4,2 δισ. ευρώ.
Καθοριστικό
ρόλο στη σημαντική αυτή υποχώρηση, διαδραμάτισε ασφαλώς η
πολιτική αβεβαιότητα που παρατηρήθηκε κυρίως στο α’ εξάμηνο
του 2023. Η αβεβαιότητα σχετίζονταν με την πολιτική
ρευστότητα λόγω του εκλογικού συστήματος της απλής
αναλογικής, μια αβεβαιότητα που επιδεινώθηκε λόγω του
σιδηροδρομικού δυστυχήματος των Τεμπών. Έτσι μεγάλες
συμφωνίες πήγανε πίσω, ειδικά στον τομέα των
αποκρατικοποιήσεων.
Παράλληλα
φέτος είχαμε λιγότερες, επιθετικές ή/και αμυντικές συμφωνίες
εξαγορών και συγχωνεύσεων (Ε&Σ). Για παράδειγμα το 2022
είχαμε πολλές «αμυντικές» συμφωνίες Ε&Σ στον τραπεζικό τομέα
που υλοποιήθηκαν, όπως ήταν οι διαθέσεις προς ξένους
επενδυτές, των δραστηριοτήτων των τραπεζών που αφορούσαν τις
πιστωτικές κάρτες και τα POS. Οι κινήσεις αυτές επιβλήθηκαν
από τον ESM με στόχο την περαιτέρω βελτίωση της κεφαλαιακής
επάρκειας του εγχώριου τραπεζικού συστήματος.
Επίσης,
πέρυσι είχαμε πολύ μεγάλες «επιθετικές» συμφωνίες Ε&Σ που
έλαβαν σάρκα και οστά, όπως για παράδειγμα η εξαγορά του 49%
του ΔΕΔΔΗΕ Α.Ε. από τη Spear WTE Investments Sarl, συνολικού
ύψους άνω των 1,32 δισ. ευρώ, την πώληση του 100% της ΔΕΠΑ
Υποδομών Α.Ε. στον ιταλικό όμιλο Italgas SpA, με τίμημα 733
εκατ. ευρώ κ.ά.
Φέτος μέχρι
σήμερα δεν είχαμε τόσο μεγάλες συμφωνίες να υλοποιούνται,
τουλάχιστον μέχρι τον Σεπτέμβριο. Στο τελευταίο τρίμηνο
είχαμε τις μεγάλες διαθέσεις των συμμετοχών του ΤΧΣ στις
ελληνικές τράπεζες (Εθνική, Alpha), οι οποίες αναμένεται ν’
αυξήσουν τις ροές εισερχόμενων ΞΑΕ. Ωστόσο εκτιμάται ότι δεν
θα επιτρέψουν αυτές να επανέλθουν στα επίπεδα του 2022.
|
|
|
|
Μπράβο
Έχουνε
περάσει δύο ημέρες, αλλά έχοντας πάρα πολλές φορές αναφερθεί
στο κρίσιμο ζήτημα της επιστροφής της χώρας στα σχετικά
υψηλά πλεονάσματα από το 2024. Δε μπορούμε να μην πούμε ένα
πολύ μεγάλο μπράβο για τα τελευταία στοιχεία από την
εκτέλεση του προϋπολογισμού. Στοιχεία που παρά τις όποιες
προκλήσεις, τα οποία δείχνουνε πως είναι τελικά πιο εύκολη η
επιστροφή στα πλεονάσματα από ότι πιστεύαμε μήνες πιο πριν,
όταν και συνεχώς ανήσυχοι αναφερόμασταν στο ζήτημα της
επιστροφής στη δημοσιονομική πειθαρχία.
Συνεχίστηκε
η εντυπωσιακή πορεία των φορολογικών εσόδων, καθώς σύμφωνα
με τα προσωρινά στοιχεία εκτέλεσης του
κρατικού προϋπολογισμού από το ΥΠΟΙΚ σε τροποποιημένη
ταμειακή βάση, για την περίοδο του Ιανουαρίου - Νοεμβρίου
2023, παρουσιάζεται έλλειμμα στο ισοζύγιο του κρατικού
προϋπολογισμού ύψους 1.004 εκατ. ευρώ έναντι στόχου για
έλλειμμα 3.001 εκατ. ευρώ που έχει περιληφθεί για το
αντίστοιχο διάστημα του 2023 στην εισηγητική έκθεση του
Προϋπολογισμού 2024 και ελλείμματος 5.648 εκατ. ευρώ το
αντίστοιχο διάστημα του 2022.
Το πρωτογενές αποτέλεσμα διαμορφώθηκε σε πλεόνασμα ύψους
5.854 εκατ. ευρώ, έναντι στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα
3.771 εκατ. ευρώ και πρωτογενούς ελλείμματος 1.091 εκατ.
ευρώ για την ίδια περίοδο το 2022.
Το
σημαντικότερο μέρος της διαφοράς οφείλεται στον
ετεροχρονισμό πληρωμών των δαπανών, που εμφανίζονται
μειωμένες κατά 1.775 εκατ. ευρώ έναντι του στόχου. |
|
|
|
|
|
|
|