Ενδιαφέρον
Σε αυτό το σημείο και σε σχέση με την όλη συζήτηση γύρω από
τα ενεργειακά, τον πληθωρισμό και τα πακέτα στήριξης. Αρκετά
ενδιαφέρον βρήκαμε το άρθρο των κ.
Μάνου
Ματσαγγάνη και Γιώργου
Μάναλη στον Οικονομικό Ταχυδρόμο, με τίτλο: «Ακρίβεια:
Στοχευμένες εισοδηματικές ενισχύσεις ή οριζόντιες
επιδοτήσεις τιμών;»
Ειδικότερα:
Με τον πληθωρισμό να εκτιμάται ότι θα παραμείνει σε υψηλά
επίπεδα για ολόκληρο το 2022, οι οικονομικοί αναλυτές
προσανατολίζονται σε προτάσεις πολιτικής για την καλύτερη
διαχείριση των επιπτώσεων στο κόστος ζωής των νοικοκυριών.
Ειδικότερα στην Ευρώπη όπου οι πληθωριστικές πιέσεις
οφείλονται στην εκτόξευση του κόστους ενέργειας, οι
κυβερνήσεις έχουν υιοθετήσει μέχρι στιγμής διάφορα μέτρα
οικονομικής ενίσχυσης των πολιτών: οριζόντιες επιδοτήσεις,
μειώσεις φορολόγησης καυσίμων, ελέγχους τιμών, με στόχο τη
μείωση της επιβάρυνσης των νοικοκυριών.
Όπως διαπιστώνει πρόσφατη
έρευνα του ΔΝΤ, οι οριζόντιες επιδοτήσεις
επιβραδύνουν την προσαρμογή στις αυξημένες τιμές, ενώ
ταυτόχρονα επιβαρύνουν υπερβολικά τους κρατικούς
προϋπολογισμούς. Για αυτό, προτείνει την πλήρη μεταφορά του
κόστους στους καταναλωτές, ώστε να μειωθεί η ζήτηση, με
αποτέλεσμα τη σημαντική εξοικονόμηση ενέργειας.
Νέα επιβάρυνση του κόστους ζωής
Βέβαια, αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα νέα επιβάρυνση του
κόστους ζωής. Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, η επιβάρυνση από
τις αυξημένες τιμές ενέργειας είναι ήδη σημαντική: το μέσο
Ευρωπαϊκό νοικοκυριό θα πληρώσει 7% περισσότερο από ό,τι
προβλεπόταν στις αρχές του 2021 (δηλ. πριν τη ρωσική εισβολή
στην Ουκρανία). Η αύξηση οφείλεται τόσο στις υψηλότερες
τιμές για ενέργεια και καύσιμα, όσο και στην επακόλουθη
αύξηση τιμών σε αγαθά και υπηρεσίες. Στις περισσότερες χώρες
της Ευρώπης, οι αυξήσεις αυτές θα είναι μεγαλύτερες για τα
φτωχότερα νοικοκυριά (βλ. γράφημα). Στην Εσθονία και το
Ηνωμένο Βασίλειο η αύξηση του κόστους ζωής στο φτωχότερο 20%
του πληθυσμού είναι σχεδόν διπλάσια από ό,τι στο πλουσιότερο
20%.
Η Ελλάδα βρίσκεται στην 5η θέση αναφορικά με την αύξηση του
κόστους ζωής, ενώ δεν αποτελεί εξαίρεση του κανόνα που θέλει
τα φτωχότερα νοικοκυριά να επηρεάζονται περισσότερο από τον
πληθωρισμό. Συγκεκριμένα, η επιβάρυνση εξαιτίας των αυξήσεων
του κόστους της ενέργειας αντιστοιχεί σε 8,5% του
οικογενειακού προϋπολογισμού των ευπορότερων νοικοκυριών (όσων
ανήκουν στο υψηλότερο 20% της κατανομής εισοδήματος), και
10,1% του οικογενειακού προϋπολογισμού των φτωχότερων
νοικοκυριών (όσων ανήκουν στο χαμηλότερο 20%).
Οι στοχευμένες εισοδηματικές ενισχύσεις
Σύμφωνα λοιπόν με τους ερευνητές του ΔΝΤ, η διαφοροποίηση
της επίπτωσης του πληθωρισμού ανάλογα με το εισόδημα
ενισχύει το επιχείρημα υπέρ της αντικατάστασης των
οριζόντιων επιδοτήσεων τιμών από στοχευμένες εισοδηματικές
ενισχύσεις προς τα ευάλωτα νοικοκυριά. Στην Ελλάδα, σύμφωνα
με τη μελέτη, η ολοκληρωτική κάλυψη του κόστους των αυξήσεων
για το φτωχότερο 20% του πληθυσμού θα στοίχιζε στο δημόσιο
ταμείο μόλις 0,66% του ΑΕΠ, ενώ εάν η κάλυψη αφορούσε το
φτωχότερο 40% το δημοσιονομικό κόστος θα έφτανε το 1,57% του
ΑΕΠ. Αντίθετα, οι οριζόντιες
επιδοτήσεις τιμών κοστίζουν πολύ περισσότερο: στην
Ελλάδα, όπου οι επιδοτήσεις αφορούν όλες τις παροχές κύριας
και μη κύριας κατοικίας, για το σύνολο της μηνιαίας
κατανάλωσης, χωρίς εισοδηματικά κριτήρια, το τελικό κόστος
προβλέπεται να είναι πολλαπλάσιο. (Σημειώνεται ότι το
μεγαλύτερο μέρος θα καλυφθεί από το Ταμείο Ενεργειακής
Μετάβασης, ενώ το υπόλοιπο θα επιβαρύνει τον κρατικό
προϋπολογισμό).
Οι εθνικές ιδιαιτερότητες
Φυσικά, η πρόταση του ΔΝΤ για αντικατάσταση των οριζόντιων
επιδοτήσεων τιμών από στοχευμένες εισοδηματικές ενισχύσεις
προς τα ευάλωτα νοικοκυριά θα πρέπει να προσαρμόζεται στις
εθνικές ιδιαιτερότητες. Σε χώρες με μεγάλη φοροδιαφυγή, όπως
η Ελλάδα, ο σχεδιασμός των στοχευμένων εισοδηματικών
ενισχύσεων θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη πιο σύνθετα κριτήρια
(π.χ. περιουσίας). Επίσης, στο βαθμό που προκρίνονται
οριζόντιες επιδοτήσεις τιμών, αυτές θα μπορούσαν να αφορούν
μόνο την πρώτη κατοικία, μόνο τις πρώτες Χ κιλοβατώρες
κατανάλωσης ενέργειας ετησίως, με το πλαφόν να κλιμακώνεται
ανάλογα με τον αριθμό μελών νοικοκυριού και την τοποθεσία (όχι
το μέγεθος) της πρώτης κατοικίας, ώστε να λαμβάνονται υπόψη
οι ανάγκες των πιο πολυάριθμων οικογενειών, καθώς και όσων
κατοικούν σε περιοχές με ψυχρότερο κλίμα.
* Μάνος Ματσαγγάνης, Κύριος Ερευνητής,
Επικεφαλής του Παρατηρητηρίου Ελληνικής και Ευρωπαϊκής
Οικονομίας, Υπότροφος της Έδρας «Σταύρος Κωστόπουλος»,
Καθηγητής, Politecnico di Milano
* Γιώργος Μανάλης, Μεταδιδακτορικός
Ερευνητής, Υπότροφος της Ερευνητικής Έδρας Α. Γ. Λεβέντη,
Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ)
Πρώτη δημοσίευση στον Οικονομικό Ταχυδρόμο |
Πολύ σοβαρό θέμα
Με τη Γερμανία να έχει τεράστιες ευθύνες για την ενεργειακή
κρίση που ζούμε, με την Α. Μέρκελ να είναι αυτή που τις
τελευταίες περίπου 2 δεκαετίες οδήγησε με τις πολιτικές της
αποφάσεις στην πλήρη εξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία. Πολύ
σοβαρά και αποκαλυπτικά θα λέγαμε πως είναι και τα όσα
έγραψε προσφάτως η εφημερίδα «Confindustria», που διατηρεί
ισχυρές διασυνδέσεις με την ομώνυμη Ένωση Ιταλών Βιομηχάνων:
«Η Γερμανία θα αγοράζει τώρα φυσικό αέριο από μη Ρώσους
προμηθευτές σε τιμές υψηλότερες από αυτές που είναι
εγγεγραμμένες στο TTF», γράφει η ιταλική
εφημερίδα,καταγγέλλοντας το Βερολίνο ότι υπονομεύει την
ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. «Μια πραγματικότητα που διαλύει
ευρωπαϊκές ιδεολογίες και ψεύτικους μύθους», τονίζει η
Confindustria.
Με απλά λόγια, για να σωθεί η ίδια η Γερμανία και έχοντας
την οικονομική δυνατότητα ως ατμομηχανή της ΕΕ, αγοράζει
αέριο με οποιοδήποτε κόστος στις διεθνείς αγορές. Σε τιμές
ακόμη υψηλότερες από τις τρελές τιμές, που καταγράφονται τις
τελευταίες ημέρες. Με το φυσικό αέριο να διαπραγματεύεται
πλέον 10-15 φορές παραπάνω από ότι πριν από 18 μήνες.
Πρόκειται για επίπεδα που δεν είναι συμβατά με την επιβίωση
της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, αλλά ποιος νοιάζεται στο
Βερολίνο; Αρκεί να σωθεί η γερμανική βιομηχανία. |
Τραγικό
Και να κλείσουμε με μερικά πραγματικά τραγικά στατιστικά. Τι
άλλο να σχολιάσουμε όταν διαβάζουμε πως υπερδιπλασιάστηκε
μέσα σε μόλις τρία χρόνια ο αριθμός των ανθρώπων παγκοσμίως
που υποφέρουν από οξεία πείνα λόγω της πανδημίας,
των πολεμικών
συγκρούσεων και της κλιματικής
αλλαγής.
Από 135 εκατομμύρια το 2019, ο αριθμός των ανθρώπων που
αντιμετωπίζουν οξεία επισιτιστική ανασφάλεια έφτασε φέτος τα
245 εκατομμύρια, σύμφωνα με το Παγκόσμιο Επισιτιστικό
Πρόγραμμα του ΟΗΕ.
Πριν από την κρίση του κορωνοϊού, 135 εκατομμύρια υπέφεραν
από οξεία πείνα παγκοσμίως, δήλωσε στο Reuters η Κορίν
Φλάισερ, περιφερειακή διευθύντρια του WFP. Οι αριθμοί έχουν
αυξηθεί έκτοτε και αναμένεται να αυξηθούν περαιτέρω λόγω της
κλιματικής αλλαγής και των συγκρούσεων.
«Ο κόσμος δεν μπορεί να το αντέξει αυτό»
Ο αντίκτυπος των περιβαλλοντικών προκλήσεων είναι ένας άλλος
αποσταθεροποιητικός παράγοντας που μπορεί να οδηγήσει σε
έλλειψη τροφίμων και να πυροδοτήσει συγκρούσεις και μαζική
μετανάστευση, κάτι που ήδη συμβαίνει.
«Ο κόσμος απλώς δεν μπορεί να το αντέξει αυτό», δήλωσε η
Φλάισερ. «Βλέπουμε τώρα 10 φορές περισσότερους εκτοπισμούς
παγκοσμίως λόγω της κλιματικής αλλαγής και των συγκρούσεων,
παραγόντων που φυσικά είναι αλληλένδετοι. Ανησυχούμε
πραγματικά για το επιπτώσεις που έχουν συνδυαστικά ο
κορωνοϊός, η κλιματική αλλαγή και ο πόλεμος στην Ουκρανία»,
δήλωσε.
Στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, ο αντίκτυπος της
κρίσης στην Ουκρανία είχε
τεράστιες επιπτώσεις, δήλωσε η Φλάισερ, υπογραμμίζοντας τόσο
την εξάρτηση της περιοχής από τις εισαγωγές όσο και την
εγγύτητά της στη Μαύρη Θάλασσα.
«Η Υεμένη εισάγει το 90% των αναγκών της σε τρόφιμα. Και
πήραν περίπου το 30% από τη Μαύρη Θάλασσα», πρόσθεσε.
Αύξηση του κόστους
Το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα υποστηρίζει 13 από τα 16
εκατομμύρια ανθρώπους που έχουν ανάγκη από επισιτιστική
βοήθεια. Όμως η συνδρομή τους τους καλύπτει μόνο τις μισές
καθημερινές ανάγκες ενός ατόμου, λόγω έλλειψης κεφαλαίων.
Το κόστος του προγράμματος έχει αυξηθεί κατά 45% κατά μέσο
όρο λόγω των οικονομικών δυσκολιών που προκάλεσαν στους
δυτικούς υποστηρικτές του προγράμματος ο κορωνοϊός και ο
πόλεμος στην Ουκρανία. |