|
00:01 - 26/08/24 |
|
|
Ελληνική
Οικονομία
Συνεχίζοντας με την ελληνική
οικονομία. Τα αυξημένα έσοδα από τον τουρισμό και τις λοιπές
εξαγωγές υπηρεσιών υπερκάλυψαν τη μείωση των εξαγωγών
προϊόντων στο πρώτο εξάμηνο του 2024, συμβάλλοντας στην
αναπτυξιακή τροχιά της ελληνικής οικονομίας.
Σύμφωνα με στοιχεία της
Τράπεζας της Ελλάδος για το ισοζύγιο πληρωμών, τα έσοδα από
τον τουρισμό αυξήθηκαν κατά 755 εκατ. ευρώ σε σχέση με το
πρώτο εξάμηνο του 2023, φθάνοντας τα 6,9 δις. ευρώ.
Συνολικά, οι εισπράξεις από εξαγωγές υπηρεσιών - που
περιλαμβάνουν τις μεταφορές, με κυρίαρχο το ναυτιλιακό
συνάλλαγμα - αυξήθηκαν κατά σχεδόν 1,5 δισ. ευρώ στα 7,2
δισ. ευρώ, ενώ οι εξαγωγές προϊόντων μειώθηκαν κατά 743
εκατ. ευρώ στα 24,7 δις. ευρώ.
Αναδεικνύεται έτσι ο όλο και
πιο σημαντικός ρόλος του τουρισμού και συνολικά των άδηλων
πόρων για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, ακόμη και
σε μία περίοδο που η οικονομία της Ευρωζώνη κινείται σε
συνθήκες στασιμότητας. Οι συνθήκες αυτές έχουν συμβάλει στη
μείωση των ελληνικών εξαγωγών προϊόντων μετά την εντυπωσιακή
εκτίναξή τους στη διετία 2021-2022, όταν σχεδόν
διπλασιάστηκαν, φθάνοντας στα 53,8 δισ. ευρώ από 28,9 δισ.
ευρώ το 2020 (το 2019, πριν τον κορονοϊό, ανέρχονταν σε 32,4
δισ, ευρώ).
Τα έσοδα από τις εξαγωγές
υπηρεσιών ανέρχονταν το πρώτο εξάμηνο του 2024 στο 87% των
εξαγωγών προϊόντων έναντι 78% στο πρώτο εξάμηνο του 2023. Με
δεδομένο ότι οι εισπράξεις από τον τουρισμό είναι συνήθως
διπλάσιες στο δεύτερο εξάμηνο του έτους - καθώς ο
μεγαλύτερος όγκος τουριστών έρχεται τον Ιούλιο και τον
Αύγουστο - το ποσοστό αυτό αναμένεται να είναι σημαντικά
υψηλότερο για το σύνολο του έτους και πιθανόν να ξεπεράσει
το 100%. Ενδεικτικά, πέρυσι το αντίστοιχο ποσοστό έφθασε στο
99,3%.
Οι εξαγωγές προϊόντων
μειώθηκαν στο α' εξάμηνο περισσότερο σε σταθερές τιμές απ'
ό,τι σε τρέχουσες (κατά 5,9% έναντι 2,9%), υποδηλώνοντας μία
αύξηση των τιμών τους κατά περίπου 3%. Αντίθετα, οι
εισαγωγές προϊόντων αυξήθηκαν 3,4% σε τρέχουσες τιμές στα
42,2 δις. ευρώ και κατά 3,8% σε σταθερές τιμές, κάτι που
σημαίνει ότι οι τιμές τους ήταν ελαφρά μειωμένες σε σχέση με
το α' εξάμηνο του 2023.
Οι αυξημένες εισαγωγές
εξηγούνται από την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας - στο
α' τρίμηνο εφέτος το ΑΕΠ αυξήθηκε 2,1% σε ετήσια βάση έναντι
αύξησης 0,4% στην Ευρωζώνη - ενώ είναι πιθανό ότι σημειώθηκε
κάποια υποκατάσταση εγχώριων προϊόντων σε μία περίοδο που ο
πληθωρισμός οδήγησε σε μεταβολές των σχετικών τιμών.
Οι εισαγωγές υπηρεσιών -
δηλαδή πληρωμές που κάνουν οι Έλληνες για τουρισμό στο
εξωτερικό ή για μεταφορικές και άλλες υπηρεσίες - αυξήθηκαν
κατά 900 εκατ. ευρώ στο πρώτο εξάμηνο, φθάνοντας τα 14,1
δις. ευρώ.
Το πλεόνασμα στο ισοζύγιο
υπηρεσιών αυξήθηκε κατά περίπου 550 εκατ. ευρώ στα 7,2 δις.
ευρώ καλύπτοντας ποσοστό άνω του 40% του ελλείμματος στο
ισοζύγιο προϊόντων. Χάρη σε αυτό, περιορίστηκε σημαντικά και
το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στα 8,8 δις.
ευρώ, το οποίο αποτελεί έναν δείκτη που λαμβάνουν υπόψη οι
επενδυτές και οι οίκοι αξιολόγησης.
Το έλλειμμα στο ισοζύγιο
τρεχουσών συναλλαγών καλύφθηκε από εισροές κεφαλαίων, κυρίως
για επενδύσεις σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου και αγορά
μετοχών ελληνικών επιχειρήσεων. |
|
|
|
Ακίνητα
Έχοντας πάρα πολλές φορές
αναφερθεί στην υπερβολή που παρατηρείται στις τιμές πώλησης
και ενοικίασης των κατοικιών. Αρκετά ενδιαφέροντα τα
παρακάτω νούμερα, που περιγράφουνε την άνοδο που έχει
συντελεστεί κατά τα τελευταία χρόνια, μετά ομολογουμένως από
μια περίοδο κατακόρυφης πτώσης των τιμών τα χρόνια της
κρίσης….
Το 2013 λοιπόν στον Νέο Κόσμο
ημιυπόγεια γκαρσονιέρα 26 τ.μ. πωλούνταν μόλις προς 6.000
ευρώ, ενώ στο Παγκράτι γκαρσονιέρα 27 τ.μ. είχε τιμή πώλησης
9.500 ευρώ. Επίσης, το 2011, στο Μετς μεζονέτα 110 τ.μ.
(τριών επιπέδων, κατασκευής 1987), με απεριόριστη θέα
ενοικιαζόταν προς 1.200 ευρώ.
Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της
Καθημερινής, οι αξίες αυτές σήμερα είναι ανύπαρκτες, έχοντας
αυξηθεί, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤΤΕ), από το
2017 έως το α΄ τρίμηνο της φετινής χρονιάς κατά 66,4%, ως
απόρροια της βελτίωσης των ρυθμών ανάπτυξης της οικονομίας
και των θετικών προσδοκιών που δημιουργεί ο τουρισμός.
Ωστόσο, όπως έχει αναφέρει σε πρόσφατη ανάλυσή της η ΤΤΕ, η
πορεία των τιμών ακινήτων είναι δυσανάλογη σε σχέση με την
αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος.
Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά
τη δεκαετία 2012-2022, στην Ελλάδα καταγράφηκε η χαμηλότερη
αύξηση του μέσου μισθού, σε ονομαστικούς όρους, μεταξύ των
κρατών-μελών του ΟΟΣΑ, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα. Με τα
δεδομένα αυτά γίνεται αντιληπτό ότι η απόκτηση ακινήτου
παραπέμπει σε ηράκλειο άθλο, ιδίως για νέα νοικοκυριά που
δεν διαθέτουν συσσωρευμένες αποταμιεύσεις ή πρόσβαση σε
χρηματοδότηση.
Σύμφωνα με πρόσφατη ανάλυση
της συμβουλευτικής εταιρείας Cerved Property Services,
απαιτούνται μισθοί 11,5 ετών σήμερα για την αγορά ενός
διαμερίσματος επιφάνειας 60 τ.μ. και ηλικίας 20-30 ετών,
λόγω του τριπλάσιου ρυθμού αύξησης των τιμών πώλησης
κατοικιών, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο ρυθμό ανόδου των
μισθολογικών απολαβών. Συγκεκριμένα, από το 2018 και μέχρι
το τέλος του 2023 ο μέσος μισθός στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά
19,5%, από 1.070 ευρώ σε 1.250 ευρώ. Στην πράξη, όμως, η
αύξηση αυτή δεν είχε αντίκρισμα, γιατί αντισταθμίστηκε από
τον υψηλό πληθωρισμό και το κύμα ακρίβειας που έχει πλήξει
σχεδόν το σύνολο των αγαθών (π.χ. τρόφιμα) και των υπηρεσιών
τα τελευταία χρόνια, παρότι πλέον οι αυξήσεις είναι
περιορισμένες. Την ίδια περίοδο (2018-2023), η μέση τιμή
πώλησης κατοικίας στην Ελλάδα έχει σημειώσει αύξηση κατά
57%, αγγίζοντας τις 274.830 ευρώ, από 175.000 ευρώ το 2018.
Αυτό σημαίνει ότι πλέον απαιτούνται 11,5 χρόνια για την
απόκτηση ενός διαμερίσματος 60 τ.μ. Μόλις πριν από τρία
χρόνια, το 2021, απαιτούνταν μισθοί 8,5 ετών για την
απόκτηση του ίδιου ακινήτου (60 τ.μ., 30 ετών), διάστημα που
ήταν εναρμονισμένο με τον διεθνή μέσο όρο.
Βάσει ανάλυσης της εταιρείας
Green Estate, πέρυσι για την απόκτηση κατοικίας στις 20
περιοχές της Αττικής με την υψηλότερη αύξηση τιμών (Βάρη –
Βούλα – Βουλιαγμένη, Γλυφάδα, Κηφισιά, Ελληνικό κ.λπ.)
προστέθηκαν 2,8 και 1,9 έτη εργασίας για μισθωτούς με
μηνιαίες απολαβές 800 και 1.250 ευρώ αντίστοιχα. Για την
εξασφάλιση στέγης σε 20 από τις φθηνότερες περιοχές, δηλαδή
με τη μικρότερη άνοδο αξιών (π.χ. Μάνδρα, Φυλή, Ιλιον κ.ά.),
απαιτούνται από πέρυσι από 5,5 έως 8 μήνες επιπρόσθετης
εργασίας. |
|
|
|
Εισοδήματα
Η Ελλάδα στη μετα-πανδημική
εποχή κατέγραψε μια ισχυρή οικονομική ανάκαμψη
εξασφαλίζοντας μια από τις καλύτερες επιδόσεις
στην ευρωζώνη. Πριν από μερικούς μήνες (Απρίλιος 2024) ο
οίκος αξιολόγησης S&P ήταν ο τελευταίος που έπλεξε το
εγκώμιο της χώρας, καθώς αναθεώρησε τις προοπτικές της
χώρας σε «θετικές».
Όπως έγραφε το in.gr σε
πρόσφατο άρθρο του. Aυτό συνέβη λόγω της ανάληψης από τις
ελληνικές αρχές «μιας ευρείας κλίμακας ατζέντας διαρθρωτικών
μεταρρυθμίσεων (…)» η οποία ενίσχυσε την ανάπτυξη πάνω από
τον μέσο όρο της ευρωζώνης και είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση
του λόγου χρέους προς ΑΕΠ. Όμως, οι εργαζόμενοι δεν
καρπώθηκαν στο μέτρο που τους αναλογεί την ανάκαμψη αυτή.
Οι αριθμοί ευημερούν… οι
άνθρωποι;
Τα τελευταία ενθαρρυντικά για
την ελληνική οικονομία στοιχεία θα περίμενε κανείς να είχαν
αντίκτυπο και στο βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων. Όμως, τα
στοιχεία δείχνουν πως η πρόοδος ήταν αναιμική, σε σχέση με
τον μέσο όρο της ΕΕ, τα τελευταία δύο χρόνια και όχι αρκετά
για να μας βγάλει από τη θέση τους φτωχότερου συγγενή της
ευρωζώνης, έγραφαν προ ολίγων μηνών οι Financial Times σε
εκτενή αναφορά τους στη χώρα μας.
Πώς συμβαδίζει η ισχυρή
ανάκαμψη και η φτώχεια;
Η Ελλάδα πληρώνει ακριβά τη
μνημονιακή εποχή και τη βάναυση λιτότητα που επέβαλαν οι
δανειστές της μέσω των «προγραμμάτων διάσωσης». Οι ελληνικές
δαπάνες περικόπηκαν και οι φόροι αυξήθηκαν για να
εξασφαλιστεί η «διάσωση» της από το Διεθνές Νομισματικό
Ταμείο και την ΕΕ, συμπιέζοντας τις επιχειρήσεις και τα
νοικοκυριά και κατεδαφίζοντας την οικονομία. Η έκταση της
οικονομικής ζημίας ήταν εξαιρετική μεγάλη εν καιρώ ειρήνης.
Η ελληνική οικονομία είναι
σήμερα συρικνωμένη κατά περίπου 19% από το 2007 ενώ η
οικονομία της ΕΕ στο σύνολό της έχει αυξηθεί κατά 17%
Η ελληνική οικονομία
συρρικνώθηκε κατά σχεδόν 30%. Το 2016, οι καταναλωτικές
δαπάνες μειώθηκαν κατά 24% σε σχέση με το 2007, οι κρατικές
δαπάνες μειώθηκαν κατά 20% και οι επενδύσεις κατέρρευσαν
κατά 65%. Την ίδια περίοδο, η μεταποιητική δραστηριότητα
μειώθηκε σχεδόν στο μισό, το λιανικό εμπόριο και η
επαγγελματική δραστηριότητα συρρικνώθηκαν σχεδόν κατά το ένα
τρίτο. Η ανεργία εκτοξεύθηκε στο υψηλότερο επίπεδο όλων των
εποχών.
Ως αποτέλεσμα, η ελληνική
οικονομία είναι σήμερα συρικνωμένη κατά περίπου 19% από το
2007 – παρά την ισχυρή ανάκαμψη της χώρας μετά την πανδημία
– ενώ η οικονομία της ΕΕ στο σύνολό της έχει αυξηθεί κατά
17%.
Οι FT μιλούν για ένα
πρωτοφανές πλήγμα στη σύγχρονη εποχή και βάζουν κάτω τα
μισθολογικά στοιχεία για τους εργαζομένους που μειώνονται
σταθερά μέχρι το 2022 αφήνωντας τη χώρα μας με έναν από τους
χαμηλότερους μέσους μισθούς μεταξύ των ανεπτυγμένων
οικονομιών. |
|
|
|
Μισθοί στα
τάρταρα
Σήμερα, έξι χρόνια από την
ημέρα που η τρόικα μας απάλλαξε από την παρουσία της η χώρα
συνεχίζει την προσπάθεια για να ορθοποδήσει αλλά τα στοιχεία
είναι απογοητευτικά. Σύμφωνα με ειδική ανάλυση που
δημοσιεύεται στο τελευταία τεύχος του οικονομικού
δελτίου του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών
(ΚΕΠΕ) οι Έλληνες εργαζόμενοι βρίσκονται σε χειρότερη θέση
και από τους εργαζόμενους στη Βουλγαρία και έχουν πλέον τη
μεγαλύτερη απόσταση στα μέσα ωρομίσθια από τον μέσο όρο της
Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από την ανάλυση των δεδομένων η
επιδείνωση αυτή οφείλεται στο ότι κατά τα δύο πρώτα χρόνια
οικονομικής ανάκαμψης μετά την πανδημία, οι εργοδότες
επέβαλαν επιμήκυνση των ωρών εργασίας χωρίς αντίστοιχη
αύξηση αμοιβών.
Το 2009 ξεκινά η καθοδική
πορεία
Σύμφωνα με ειδική ανάλυση που
δημοσιεύεται στο τελευταία τεύχος του οικονομικού δελτίου
του ΚΕΠΕ («Σχετική θέση του μέσου ωρομισθίου και εργαζόμενοι
φτωχοί στην Ελλάδα», Βλάσης Μισσός) στη διάρκεια των
δεκαπέντε ετών που έχουν μεσολαβήσει από το ξέσπασμα της
οικονομικής κρίσης «η ελληνική οικονομία κατέχει πλέον την
τελευταία θέση του μέσου μισθού ανά δεδουλευμένη ώρα
εργασίας υπολογισμένου σε όρους κοινής αγοραστικής δύναμης».
Το Κέντρο Προγραμματισμού και
Οικονομικών Ερευνών σημειώνει πως από το 1995 έως και το
2008, η σχετική αγοραστική δύναμη του μέσου καταβεβλημένου
ωρομισθίου στην Ελλάδα υπολογίζεται σε πάνω από το 60% του
μέσου όρου των χωρών της ΕΕ 27 και την υποσημείωση πως η
συγκεκριμένη επίδοση δεν αντικατοπτρίζει κάποιο ιδιαίτερα
υψηλό, συγκριτικό επίπεδο αποδοχών.
Η ασθενής ανοδική τάση
φαίνεται ότι ανακόπτεται σταδιακά, ήδη πριν από το ξέσπασμα
της οικονομικής κρίσης. Συγκεκριμένα, από την περίοδο
2007-2008 η αγοραστική δύναμη των μισθών ανά ώρα εργασίας
παραμένει στάσιμη, ενώ, από το 2009 και ύστερα, η πορεία
τους είναι καθοδική. Ιδιαίτερα, το 2020, έτος κατά το οποίο
η πανδημία επέδρασε έντονα στη διεθνή οικονομία, η
αγοραστική δύναμη του ωρομισθίου στην Ελλάδα συγκλίνει με
εκείνο της Βουλγαρίας και, έκτοτε, η απόσταση μεταξύ τους
διευρύνεται.
Από το 2020, οπότε και
καταγράφηκε καθίζηση των συνολικών ωρών εργασίας σε όλη την
ΕΕ λόγω των μέτρων περιορισμού της πανδημίας, έως και το
2023, η μέση αύξηση των ωρών εργασίας ανά εργαζόμενο στην
ΕΕ27 εκτιμάται σε 3,4%, έναντι 9,25% στην Ελλάδα – δηλαδή,
τριπλάσια του μέσου όρου. Είναι ενδεικτικό ότι για το 2023,
μεταξύ των χωρών της ΕΕ, η Ελλάδα εμφανίζει τη δεύτερη
υψηλότερη επίδοση σε ώρες εργασίας ανά εργαζόμενο.
Παράλληλα, στη διάρκεια της δεκαπενταετούς περιόδου που
μεσολάβησε από την κρίση του 2009, η χώρα μας παρουσιάζει τη
μεγαλύτερη μείωση στο ύψος των πραγματικών ωρομισθίων
(-23,7%), με δεύτερη την Ουγγαρία (-15%).
Χαμηλότερες αποδοχές και
περισσότερες ώρες εργασίας
Η μελέτη του ΚΕΠΕ, μεταξύ
άλλων καταλήγει: «Δεν χωράει αμφιβολία ότι, σε σύγκριση με
τις χώρες της ΕΕ (27), η Ελλάδα έχει διέλθει μια μακρά
περίοδο περικοπών και στασιμότητας των αμοιβών εργασίας. Οι
νέες θέσεις εργασίας που δημιουργούνται αντιστοιχούν σε
χαμηλότερες αποδοχές και σχετικά, περισσότερες ώρες
εργασίας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, κατά το 2022, το 23,1%
των εργαζομένων (περίπου 1 στους 4) να υπολογίζεται ότι
διαβιοί με διαθέσιμο εισόδημα χαμηλότερο του κατωφλιού
φτώχειας του 2009». |
|
|
|
Γιατί πωλούν
τα VIP κυβερνητικά αεροπλάνα;
Ο βασικός λόγος που η
κυβέρνηση και συγκεκριμένα ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Νίκος
Δένδιας επιθυμεί να πωλήσει τα δύο από τα τρία κυβερνητικά
αεροσκάφη (ένα Εμπραέρ και ένα Gulfstream), είναι ότι
χρειάζονται τα λεφτά. Να εξεύρουν δηλαδή μια νέα πηγή
χρημάτων για διάφορους λόγους.
Όπως τώρα έγραφε ο
Βηματοδότης, πρώτον για να μπορέσουν να βρουν οικονομικούς
πόρους, ώστε να εξαφανιστούν τα αντικίνητρα για την εισαγωγή
σπουδαστών στις παραγωγικές σχολές των Ενόπλων Δυνάμεων,
γιατί έως τώρα τα κίνητρα που δίνονται είναι σχεδόν
αποτρεπτικά. Να σκεφτείτε ότι ο σπουδαστής των παραγωγικών
σχολών (Ευελπίδων, Σχολή Ικάρων και Ναυτικών Δοκίμων)
αμείβεται με 200 ευρώ μηνιαίως, ενώ ο σπουδαστής των Σχολών
Αστυνομίας με 700 ευρώ.
Ο δεύτερος λόγος οφείλεται
στην παλαιότητα αυτών των αεροσκαφών. Είναι 20 και πλέον
ετών. Έχουν κάνει ήδη εκατοντάδες χιλιάδες μίλια, το ένα
μάλιστα από αυτά έχει γυρίσει δύο φορές τον κόσμο και τα
έξοδα συντήρησής τους είναι μεγαλύτερα από την αξία τους.
Ένας άλλος λόγος είναι ότι το
υπουργείο Εθνικής Άμυνας επιθυμεί να σταματήσει και η
πολυτυπία και στα VIP αεροσκάφη, να υπάρχει δηλαδή
κυβερνητικό αεροσκάφος για όλες τις δουλειές, να είναι και
μεταφορικό και επιβατικό.
Η χώρα μας δεν διαθέτει
εμπειρία στην πώληση τέτοιων αεροσκαφών. Η όλη ευθύνη της
εξεύρεσης ενδιαφερομένων αγοραστών έχει ανατεθεί στον αρχηγό
της Πολεμικής Αεροπορίας αντιπτέραρχο (Ι) Γρηγοριάδη.
Άλλωστε ας μην ξεχνάμε ότι η κυβέρνηση θέλει να περιορίσει
και την πολυτυπία στα μαχητικά αεροσκάφη, έτσι θα βρεθούν
λίαν συντόμως προς πώληση Mirage, Phantom και F-16 block30.
Να σημειώσω τέλος ότι ένα άλλο
Εμπραέρ το δωρίσαμε στην Κύπρο. |
|
|
|