| Ειδήσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | +/- | "Μας ακούνε" | Fundamentalist | Marx - Soros | Start Trading |

 
 

"Kουλου-βάχατα"

 

Σχόλια για τα πάντα ……. Η φράση “Κουλου – βάχατα” προέρχεται από την αντίστοιχη αραβική «κούλου ουάχαντ» που σημαίνει «όλα μαζί ένα».

Επικοινωνήστε μαζί μας

 

 

 

00:01 - 28/08/23

 

Φωτιές & ελληνική οικονομία

Έχοντας ασχοληθεί πάρα πολλές φορές στο GFF και σε αυτή τη στήλη με ζητήματα κλιματικής αλλαγής και τις επιπτώσεις της στην οικονομία. Πάμε να διαβάσουμε ένα πρόσφατο αρκετό ενδιαφέρον άρθρο του Ο.Τ., με τίτλο: “Φωτιές και ελληνική οικονομία: Οι άμεσες και οι μακροχρόνιες επιπτώσεις”.

-----------------------

Οι μεγάλες πυρκαγιές των τελευταίων ημερών έχουν -πέραν όλων των άλλων- τεράστιες οικονομικές συνέπειες για τη χώρα. Και μάλιστα όχι μόνο άμεσες αλλά και μακροχρόνιες, οι οποίες δημιουργούν πολύ μεγάλη ανησυχία, καθότι η κυβερνητική διαχείριση πρόσθεσε ένα αρνητικό πρόσημο στα όσα λαμβάνουν ήδη χώρα, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. Οι περιβαλλοντικές προκλήσεις είναι σημαντικές εδώ, καθώς ο κλιματικός κίνδυνος περιορίζει τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη εάν οι καύσωνες και οι πυρκαγιές βλάψουν τους κρίσιμους τομείς του τουρισμού και της γεωργίας της Ελλάδας.

Εξαιτίας των παραπάνω, στην κυβέρνηση αρχίζουν να υπολογίζουν ότι προκύπτουν και μεταβολές στους κυβερνητικούς σχεδιασμούς στο μέτωπο της οικονομίας, εν όψει και της ΔΕΘ. Τόσο το κόστος στήριξης των πληγέντων όσο και η απαραίτητη αποκατάσταση των ζημιών αποτελούν βασικό ζήτημα, καθότι σε κάποιες περιπτώσεις υπήρξε μεγάλη ζημιά στην παραγωγή, ενώ σημειώθηκαν και συνέπειες στον τουρισμό. Πέραν των αναγκών των αποζημιώσεων, μακροπρόθεσμα περιορίζεται η ανάπτυξη λόγω των πληγμάτων στους κρίσιμους τομείς του τουρισμού, της πρωτογενούς παραγωγής και των υποδομών.

Η αποσταθεροποίηση του κλίματος έχει ως αποτέλεσμα την αποσταθεροποίηση της οικονομίας και εάν δεν υπάρξει καμία κατάλληλη ενέργεια , εκτιμάται ότι έως το έτος 2100 το συνολικό σωρευτικό κόστος για την Ελλάδα θα φτάσει τα 701 δισεκατομμύρια ευρώ, ήτοι πάνω από 3,6 φορές το ελληνικό ΑΕΠ του 2022. Αυτό αναφέρουν τα επικαιροποιημένα στοιχεία έκθεσης της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ) που αναλύει τις οικονομικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής στη χώρα μας. Το κόστος – μαμούθ αιτιολογείται, καθώς το ΑΕΠ της Ελλάδας μπορεί να μειώνεται κατά 2% σε ετήσια βάση μέχρι το 2050 και ακόμη περισσότερο μέχρι το 2100, ενώ πρόκειται για κόστος το οποίο θα προσεγγίζει τα 9 δισ. ευρώ κάθε έτος για τα επόμενα χρόνια.

Πώς «βλέπουν» την κατάσταση οι πολίτες

Τη σύνδεση της κλιματικής αλλαγής με τα μεγάλα θέματα που επιδρούν στη ζωή και το μέλλον των πολιτών (οικονομική, υγειονομική και ενεργειακή κρίση) αναδεικνύει ως τη μεγάλη ευκαιρία η δεύτερη πανελλαδική έρευνα της Qed Market Research, που παρουσιάστηκε σε ειδική εκδήλωση της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ).

Σε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ευρήματα της έρευνας, που διενεργήθηκε το τρίμηνο Σεπτέμβριος – Νοέμβριος 2022, οι περισσότεροι αντιλαμβάνονται ως μεγαλύτερο πρόβλημα σε «βάθος» εικοσαετίας την κλιματική αλλαγή. Ειδικότερα, στο ερώτημα «ποια θεωρείτε ότι είναι τα μεγαλύτερα προβλήματα που θα έχει να αντιμετωπίσει η Ελλάδα τα επόμενα 20 χρόνια» το 39% των ερωτηθέντων απάντησε «κλιματική αλλαγή», ενώ με 35% ακολουθεί η οικονομική κρίση. Μικρότερα ποσοστά καταγράφονται για άλλα θέματα, όπως η ανεργία / επαγγελματική αποκατάσταση (29%), η καταστροφή / ρύπανση του περιβάλλοντος (28%), η οικονομική δυσχέρεια (26%) και η ενεργειακή κρίση (18%). Στην ίδια ερώτηση, αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο, η κλιματική αλλαγή αποτελεί και πάλι το κυρίαρχο πρόβλημα με ποσοστό 40%. Ακολουθούν η οικονομική κρίση (28%), η καταστροφή / ρύπανση του περιβάλλοντος (27%) και η οικονομική δυσχέρεια (18%).

Σενάρια

Το δυσμενές σενάριο, σύμφωνα με την έρευνα, που εξετάζει κυρίως την ανυπαρξία κάθε δράσης για μείωση των ανθρωπογενών εκπομπών των αερίων, είναι ότι το ΑΕΠ της Ελλάδας θα μειωθεί, σε ετήσια βάση, κατά 2% το 2050 και κατά 6% το 2100. Το συνολικό σωρευτικό κόστος για την ελληνική οικονομία, για το χρονικό διάστημα έως το 2100, εκφρασμένο ως μείωση του ΑΕΠ του έτους βάσης, ανέρχεται στα 701 δισ. ευρώ (σε σταθερές τιμές του 2008).

Στο μέτριο σενάριο, σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα μειώνει συνεχώς και δραστικά τις εκπομπές αερίων, στο πλαίσιο αντίστοιχης παγκόσμιας προσπάθειας, με αποτέλεσμα η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας να περιοριστεί στους 2 βαθμούς Κελσίου, το συνολικό σωρευτικό κόστος για το χρονικό διάστηµα έως το 2100, εκφρασµένο ως απώλεια ΑΕΠ, είναι 436 δισ. ευρώ (σταθερές τιµές του 2008). Δηλαδή, το συνολικό κόστος, στην περίπτωση του μέτριου σεναρίου, είναι κατά 265 δισ. ευρώ μικρότερο από αυτό του σεναρίου μη δράσης και επομένως η πολιτική µετριασµού µειώνει κατά 40% το κόστος. Στο σενάριο προσαρμογής, όπου ασκούνται πολιτικές μετριασμού των ζημιών, το ΑΕΠ της Ελλάδας θα παρουσιάσει µείωση κατά 2,3% και 3,7% τα έτη 2050 και 2100, αντίστοιχα.

Το κόστος προσαρµογής εκτιµάται ίσο µε 67 δισεκατοµµύρια ευρώ. Παρά ταύτα, σύμφωνα με την έκθεση, τα µέτρα προσαρµογής απλώς περιορίζουν και δεν εξαλείφουν το σύνολο των ζηµιών.

Οι συνέπειες στον τουρισμό

Οι επιπτώσεις στον τουρισμό φαίνεται ότι είναι άρρηκτα συνυφασμένες µε το κλίµα. Οι µεσογειακές χώρες ειδικότερα, από τις κλιµατικά πλέον τρωτές περιοχές στον πλανήτη, αναµένεται να αντιµετωπίσουν µια σειρά δυσµενών επιπτώσεων εξαιτίας της κλιµατικής αλλαγής.

Σύμφωνα με την πολυσέλιδη έκθεση , οι επιπτώσεις από την κλιματική αλλαγή σε έναν από τους ισχυρότερους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, τον τουρισμό, θα είναι οι εξής:

– μείωση αφικνούμενων τουριστών, μείωση μέσου χρόνου παραμονής,

– μείωση διαθέσιμου εισοδήματος παγκοσμίως για τουρισμό,

– αύξηση μέσου κόστους εξυπηρέτησης,

– κόστος αναγκαστικής διακοπής προσφερόμενης τουριστικής υπηρεσίας λόγω ακραίων φυσικών φαινομένων,

– κόστος έργων προσαρμογής, κόστος έργων υποκατάστασης φυσικού κεφαλαίου με ανθρωπογενές,

– υποβάθμιση (ή και καταστροφή) πολιτιστικών και ιστορικών μνημείων.

Αγροτική παραγωγή

Για τον άλλο πυλώνα της ελληνικής οικονομίας, την αγροτική παραγωγή, η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το κλίμα, οι συνέπειες, σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης, είναι δραματικές. Η απώλεια καλλιεργήσιμου εδάφους το διάστημα 2040-2050 ενδέχεται να φτάσει το 19% και το διάστημα 2090-2100 το 38% της συνολικής γεωργικής έκτασης σε επίπεδο χώρας.

Ως ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα αναδεικνύεται το δομημέν περιβάλλον. Οι αριθμοί είναι ενδεικτικοί. Η ενεργειακή κατανάλωση των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 65% σε σχέση με το 1990, ενώ στο σύνολο των χωρών της Ε.Ε. τουλάχιστον το 1/3 της τελικής κατανάλωσης ενέργειας οφείλεται στα κτήρια, καθιστώντας τα έναν από τους μεγαλύτερους καταναλωτές ενέργειας, αλλά και ταυτόχρονα τον μεγαλύτερο παραγωγό αερίων του θερμοκηπίου.

Η άνοδος της θερμοκρασίας θα έχει ως συνέπεια την αύξηση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας για ψύξη το καλοκαίρι. Στα πεδινά ηπειρωτικά της Ελλάδας θα υπάρχει ανάγκη ψύξης μέχρι και επιπλέον 40 ημέρες ετησίως την περίοδο 2071-2100, ενώ στις νησιωτικές και ορεινές περιοχές οι αυξήσεις θα είναι μικρότερες. Θετική ωστόσο πτυχή αποτελεί η μειωμένη ενεργειακή απαίτηση για θέρμανση, που προβλέπεται κατά τη χειμερινή περίοδο.

Φυσικό περιβάλλον και υδάτινοι πόροι

Οσο για το φυσικό περιβάλλον της χώρας, οι προσομοιώσεις με βάση διάφορα σενάρια προβλέπουν σημαντικές μεταβολές πολλών κλιματικών παραμέτρων (θερμοκρασία, υγρασία, νεφοκάλυψη κ.λπ.) στο σύνολο της χώρας. Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζουν η αναμενόμενη αύξηση της μέσης προσπίπτουσας ηλιακής ακτινοβολίας (που σχεδόν θα διπλασιαστεί) και η αύξηση της έντασης των ετήσιων ανέμων (κατά 10%) προς το τέλος του αιώνα.

Σύμφωνα με την έκθεση, αυτές οι μεταβολές είναι: 1. Αύξηση του αριθµού των ηµερών που η θερμοκρασία θα ξεπερνά τους 38° C, µε αντίκτυπο στη δυσφορία του γενικού πληθυσµού. Για παράδειγµα, στα παράκτια του Ιονίου και τα Δωδεκάνησα αναµένεται αύξηση της διάρκειας µε 38°C κατά 20 ηµέρες. 2. Μείωση των διαθέσιµων ποσοτήτων υδατικών πόρων. Για παράδειγµα, στη δυτική ηπειρωτική χώρα αναµένονται λιγότερες από 10 επιπλέον ηµέρες ξηρασίας, ενώ στην ανατολική ηπειρωτική χώρα και τη βόρεια Κρήτη αναµένονται περισσότερες από 20 επιπλέον ηµέρες ξηρασίας. 3. Ακραία καιρικά φαινόµενα επηρεάζουν την τουριστική βιοµηχανία και τις δομές. 4. Αύξηση των δασικών πυρκαγιών.

Πλημμύρες και ακτές

Σχετικά με τις βροχοπτώσεις, σε επίπεδο επικράτειας, κατά το τέλος του 21ου αιώνα θα έχουν μειωθεί σημαντικά. Μεταβολές αναμένονται επίσης ως προς τις ακραίες τιμές της βροχόπτωσης. Στην ανατολική Στερεά Ελλάδα και τη βορειοδυτική Μακεδονία, η μέγιστη ποσότητα νερού που πέφτει σε διάστημα έως και 3 ημερών αναμένεται να αυξηθεί μέχρι και 30%, ενώ στη δυτική Ελλάδα μέχρι και 20%.

Σε αντιδιαστολή με τις πλημμυρικές περιόδους, οι μεγαλύτερες αυξήσεις της διάρκειας των ξηρών περιόδων θα σημειωθούν στην ανατολική ηπειρωτική χώρα και στη βόρεια Κρήτη, όπου αναμένονται επιπλέον 20 ημέρες ξηρασίας ετησίως το διάστημα 2021-2050 και επιπλέον έως 40 ημέρες το διάστημα 2071-2100. Η μεταβολή των κλιματικών συνθηκών θα αυξήσει αισθητά και τον αριθμό των ημερών με εξαιρετικά μεγάλο κίνδυνο πυρκαγιάς κάθε χρόνο, κατά 40 ημέρες μεταξύ 2071-2100 σε όλη την ανατολική Ελλάδα (από τη Θράκη έως την Πελοπόννησο), ενώ μικρότερες αυξήσεις αναμένονται στη δυτική Ελλάδα.

Από τα 16.000 χλμ. των ακτογραμμών της χώρας, περίπου τα 1.000 χλμ. αποτελούν περιοχές ευάλωτες στην κλιματική αλλαγή, κυρίως λόγω του κινδύνου ανόδου της μέσης στάθμης της θάλασσας στη χώρα μας, η οποία θα κυμανθεί μεταξύ 0,2 και 2 μέτρων, αλλά και άλλων παραγόντων. Οι συνέπειες των μακροχρόνιων μεταβολών της θαλάσσιας στάθμης και των παροδικών ακραίων κυματικών καταστάσεων αγγίζουν πολλούς κλάδους της οικονομίας (τουρισμό, χρήσεις γης, μεταφορές κ.λπ.) και το ετήσιο συνολικό κόστος τους ανέρχεται σε πολύ υψηλά επίπεδα.

Επιπτώσεις στις τράπεζες

Η κλιματική αλλαγή μετασχηματίζει και το τραπεζικό σύστημα. Οι τράπεζες μετασχηματίζουν τις καταθέσεις που δέχονται σε επενδύσεις και δάνεια, τα οποία επιστρέφουν στις επιχειρήσεις και στους πολίτες, συντελώντας έτσι στην οικονομική ανάπτυξη και στην αύξηση της παραγωγής. Στην περίπτωση όμως φυσικών καταστροφών, οι εγκαταστάσεις και οι παραγωγικές επενδύσεις μπορεί να υποστούν ζημιές, κάτι που θα επιφέρει κόστος στον τραπεζικό τομέα. Έτσι, σημαντική επίδραση θα επιφέρει ο προσανατολισμός του στόχου των επενδύσεων προς βιώσιμες δραστηριότητες.

Δεν είναι τυχαίο ότι το 2020 η ΤτΕ ξεκίνησε χαρτογράφηση της έκθεσης των ελληνικών τραπεζών σε περιβαλλοντικούς κινδύνους. Σύμφωνα με την κεντρική τράπεζα της χώρας, ο χρηματοοικονομικός κίνδυνος της κλιματικής αλλαγής πρέπει όχι μόνο να εκτιμηθεί και να ενταχθεί στα stress tests των τραπεζών αλλά και εντέλει να ενσωματωθεί στη λειτουργία τους καθώς μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τη φερεγγυότητα και τη δυνατότητα παροχής δανείων.

 

 

“Μια τρύπα στο νερό”

Βλέπαμε τα παρακάτω νούμερα και μας βγήκε αυθόρμητα η φράση μια: “Μια τρύπα στο νερό”. Μια Ελλάδα που σε πολλές λίστες δαπανών (ως ποσοστό του ΑΕΠ) βρίσκεται σταθερά στις πρώτες θέσεις της Ε.Ε., σπαταλώντας χρήματα, χωρίς αποτελεσματικότητα και κάνοντας “μια τρύπα στο νερό” όπως λέει και ο λαός.

Το 2021 οι κυβερνήσεις των κρατών μελών δαπάνησαν 119 δις ευρώ (0,8% του συνολικού ΑΕΠ της ΕΕ) για την προστασία του περιβάλλοντος. Το μεγαλύτερο μέρος του ποσού αυτού αφορούσε τη διαχείριση απορριμμάτων (0,4% του ΑΕΠ), ακολουθούσε η δαπάνη για επεξεργασία λυμάτων (0,2% του ΑΕΠ), ενώ αντίστοιχο ποσό δαπανήθηκε στη μείωση της ρύπανσης, στην προστασία της βιοποικιλότητας και του τοπίου, καθώς και σε λοιπές δαπάνες. Η δαπάνη για έρευνα και ανάπτυξη για την προστασία του περιβάλλοντος ήταν χαμηλή σε όλα τα κράτη μέλη (0,07% του ΑΕΠ).

Παρότι η δημόσια περιβαλλοντική δαπάνη παραμένει διαχρονικά σταθερή στο σύνολο της ΕΕ ως ποσοστό του ΑΕΠ (από το 1995 έως σήμερα κυμαινόταν μεταξύ του 0,7% και 0,9% του ΑΕΠ της ΕΕ) αξιοσημείωτες διαφορές σημειώνονται ανάμεσα στα κράτη μέλη. Σε απόλυτα μεγέθη οι χώρες με την υψηλότερη δαπάνη για προστασία του περιβάλλοντος το 2021 ήταν η Γαλλία (26 δις ευρώ), η Γερμανία (20,7 δις), και η Ιταλία (16,9 δις).

Ωστόσο, ως ποσοστό του ΑΕΠ η κατάταξη ήταν αρκετά διαφορετική. Συγκεκριμένα, το 2021 η Κροατία βρισκόταν στην πρώτη θέση με 1,5% του ΑΕΠ. Ακολουθούσε η Ολλανδία (1,4% του ΑΕΠ), το Βέλγιο και η Μάλτα (1,3%). Στο τέλος της κατάταξης ήταν η Φινλανδία (0,2% του ΑΕΠ) και η Ιρλανδία (0,3%). Στη Δανία, την Αυστρία και την Κύπρο η συνολική δημόσια δαπάνη για περιβαλλοντική προστασία ήταν επίσης χαμηλή και ανέρχονταν στο 0,4% του ΑΕΠ.

Η Ελλάδα το 2021 βρισκόταν στην τέταρτη θέση της ΕΕ ως προς τη δημόσια δαπάνη για περιβαλλοντική προστασία (1,2% του ΑΕΠ), και στη 10η θέση της κατάταξης με βάση τα απόλυτα μεγέθη (2,1 δις). Όμως δυστυχώς, η υψηλή δημόσια δαπάνη δεν συνεπάγεται απαραιτήτως αποτελεσματική προστασία του περιβάλλοντος.

Συγκεκριμένα, στη χώρα μας το 65% της συνολικής δαπάνης κατευθύνεται στη διαχείριση απορριμμάτων (έναντι μ.ό. ΕΕ 44%). Το σχετικό ποσό (1,4 δις) αντιστοιχούσε σε 0,8% του ΑΕΠ–υψηλότερο ποσοστό από όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ. Παρόλα αυτά, η διαχείριση απορριμμάτων στην Ελλάδα συχνά παραβιάζει το περιβαλλοντικό δίκαιο της ΕΕ, με αποτέλεσμα υπέρογκα πρόστιμα. Μόνο για την ύπαρξη παράνομων χωματερών, η χώρα μας έχει πληρώσει 66,5 εκατ. ευρώ από το 2015 έως σήμερα.

 
 

Πυροπροστασία

Όπως έγραφε σε άρθρο του ο ΕΛΙΑΜΕΠ, πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ έδειξε ότι η σύνθεση των δαπανών πυροπροστασίας στην Ελλάδα είναι πολύ πιο προσανατολισμένες στην πυρόσβεση (σε βάρος της δαπάνης για την πρόληψη των πυρκαγιών) από ότι στη Γαλλία και στην Ισπανία. Η ίδια μελέτη σχολιάζει θετικά τη στροφή πολιτικής από την πυρόσβεση στην πρόληψη των πυρκαγιών στην Πορτογαλία, που εκδηλώθηκε με αναπροσανατολισμό της δημόσιας δαπάνης την περίοδο 2017-2021. Αναφέρεται επίσης ότι και στην  Ελλάδα αυξήθηκε η χρηματοδότηση για την πρόληψη των δασικών πυρκαγιών το 2022. Συγκριμένα, στο πλαίσιο της αντιπυρικής προστασίας τα προγράμματα προληπτικών καθαρισμών δασών “Antinero” χρηματοδοτούνται με πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και από τον Τακτικό Προϋπολογισμό.

 

 

Τουρισμός & Ακρίβεια

Κλείνουμε με τον τουρισμό και τα ζητήματα ακρίβειας που τελικά φαίνεται πως δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Μπορεί να έχουμε συνηθίσει να ακούμε ιστορίες για τα υπέρογκα ποσά που πληρώνουν οι τουρίστες στη Μύκονο και στην Πάρο, από ό,τι φαίνεται όμως την ίδια τακτική ακολουθούν και στην Ιταλία. Στη γειτονική χώρα έχουν ξεσπάσει αρκετά σκάνδαλα με αποκαλύψεις, όπως για παράδειγμα για το ζευγάρι που χρεώθηκε 2 ευρώ για να του κόψουν το σάντουιτς στη μέση, στις όχθες της λίμνης Κόμο, ή για τη νεαρή μητέρα στη παραθαλάσσια πόλη Οστια, που έπρεπε να πληρώσει 2 ευρώ για να της ζεστάνουν το μπιμπερό του μωρού της στον φούρνο μικροκυμάτων, όπως αναφέρει το CNN και το moneyreview.gr. Ενα ζευγάρι τουριστών χρεώθηκε 60 ευρώ για δύο καφέδες και δύο μικρά μπουκάλια νερό στο ξενοδοχείο Cervo στη Σαρδηνία, αν και ο ιδιοκτήτης είπε στο CNN ότι οι τιμές ήταν ξεκάθαρα γραμμένες στον κατάλογο και η χρέωση αφορά κυρίως τη θέα με τα ακριβά γιοτ στο κοντινό λιμάνι. Οι τουρίστες κλήθηκαν επίσης να πληρώσουν 2 ευρώ για ένα επιπλέον –άδειο!– πιάτο κοντά στο Πορτοφίνο στη βόρεια Ιταλία και 10 λεπτά για ένα πασπάλισμα κακάο σε έναν καπουτσίνο, σε καφέ μπαρ στη λίμνη Κόμο. Η αιτιολόγηση για τη χρέωση ήταν ότι οι ιταλικές καφετέριες σπάνια χρησιμοποιούν κακάο στον καπουτσίνο. Και δεν είναι μόνο οι εστιάτορες που εκτινάσσουν τις τιμές. Οι υψηλές τιμές καυσίμων και ενέργειας έχουν μετατρέψει το καλοκαίρι στην Ιταλία σε ένα πολύ «ακριβό σπορ». Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η ομάδα προστασίας των καταναλωτών Consumerism No Profit καταγράφει εκρηκτική αύξηση 130% στις τιμές σε τουριστικές περιοχές της χώρας αυτό το καλοκαίρι.

Οι πιο εξωφρενικές χρεώσεις εντοπίζονται συνήθως στα παραθαλάσσια μαγαζιά, που νοικιάζουν ξαπλώστρες και ομπρέλες. Στην Απουλία ένα σετ κοστίζει κατά μέσον όρο 50 ευρώ τις καθημερινές, όμως η τιμή του διπλασιάζεται τα Σαββατοκύριακα. Και εάν πάει κανείς πιο βόρεια, θα δει ότι οι τιμές για την πρώτη σειρά είναι τριπλάσιες, ξεκινώντας από τα 150 ευρώ τις καθημερινές, ειδικά σε ακριβές περιοχές όπως το Πορτοφίνο. Οι τιμές έχουν γίνει τόσο ανεξέλεγκτες –περίπου 240% υψηλότερες από άλλους προορισμούς της Μεσογείου–, ώστε πολλοί Ιταλοί εγκαταλείπουν τα συνηθισμένα τοπικά θέρετρα, επιλέγοντας παραθαλάσσιες χώρες όπως η Αλβανία και το Μαυροβούνιο, που δεν προσφέρουν την ιταλική γοητεία ή κουζίνα, αλλά είναι προσιτές. «Οι πολύ μεγάλες αυξήσεις τιμών σε μεταφορές, διαμονή και πακέτα διακοπών έχουν αλλάξει ριζικά τις συνήθειες των Ιταλών», δήλωσε ο Φούριο Τρούτζι, μέλος της ομάδας παρακολούθησης καταναλωτικών συνηθειών, Assoutenti. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι τιμές δεν θα εμποδίσουν τους Ιταλούς να κάνουν διακοπές, αλλά θα επηρεάσουν τη διάρκεια διαμονής τους.

Παρ’ όλα αυτά, οι ξένοι τουρίστες έχουν υπερκαλύψει τη μείωση, με το υπουργείο Τουρισμού της Ιταλίας να προβλέπει οι επισκέπτες στη χώρα φέτος το καλοκαίρι θα αγγίξουν τα 68 εκατομμύρια, ήτοι αύξηση μεγαλύτερη των τριών εκατομμυρίων συγκριτικά με την προσέλευση προ πανδημίας. Τέλος, αναφέρεται ότι οι τουρίστες είναι ευκολότερος στόχος από τους ντόπιους στην εκτίναξη των τιμών και τις αδικαιολόγητες χρεώσεις.

 
 
 
 
 
 

 

 

 

Παλαιότερα Σχόλια

   

Αποποίηση Ευθύνης.... 

© 2016-2023 Greek Finance Forum