|
00:01 - 30/01/24 |
|
|
Αγορά
εργασίας
Πάμε να
ξεκινήσουμε με την αγορά εργασίας, σε ένα ζήτημα – παράδοξο
αν μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι, στο οποίο έχουμε αναφερθεί
κάποιες φορές. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρονταν σε δημοσίευμα
του Money Review, το παράδοξο η ανεργία να υποχωρεί, αλλά η
απασχόληση να μην αυξάνεται. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρονταν
στο δημοσίευμα, την ενίσχυση τόσο του μεταποιητικού τομέα
της οικονομικής δραστηριότητας όσο και των υπόλοιπων κλάδων
που παρουσιάζουν διεθνώς εμπορεύσιμη παραγωγή αγαθών και
υπηρεσιών θέτει ως κυρίαρχη προτεραιότητα η Eurobank στην
εβδομαδιαία ενημέρωσή της. Οι οικονομικοί αναλυτές της
τράπεζας διαπιστώνουν πως παρότι η ανεργία συνέχισε την
πτωτική της πορεία κατά το 9μηνο του 2023, ο ετήσιος ρυθμός
αύξησης της απασχόλησης παρουσιάζεται μειωμένος,
αντανακλώντας τη συρρίκνωση του ρυθμού ανόδου της εγχώριας
οικονομικής δραστηριότητας.
Με στόχο δε,
τη βελτίωση του εξωτερικού ισοζυγίου της οικονομίας,
επισημαίνουν την ανάγκη ενίσχυσης των συγκεκριμένων κλάδων,
που θα προέλθει από τη μεγαλύτερη προσέλκυση άμεσων ξένων
επενδύσεων, την επιτάχυνση υλοποίησης του Σχεδίου Ανάκαμψης
και Ανθεκτικότητας και την (επαν)εισροή ανθρώπινου κεφαλαίου
υψηλής εξειδίκευσης (brain gain). Παράλληλα, εκτιμούν πως η
μεγαλύτερη συμμετοχή των γυναικών και των νέων στην αγορά
εργασίας θα συμβάλει θετικά στον πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης
της οικονομίας, καθώς μεσοπρόθεσμα θα αντισταθμιστούν οι
επιπτώσεις στο ΑΕΠ από τη μείωση του πληθυσμού που βρίσκεται
σε εξέλιξη, σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής.
Αναλυτικά,
οι οικονομικοί αναλυτές της Eurobank περιγράφοντας την
εικόνα της εγχώριας αγοράς εργασίας με βάση τα στοιχεία της
ΕΛΣΤΑΤ και του πληροφοριακού συστήματος «Εργάνη»,
επισημαίνουν τα εξής:
Το 9μηνο
Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2023 η απασχόληση στην Ελλάδα
ενισχύθηκε κατά 1,3%. Ωστόσο, ο ετήσιος ρυθμός αύξησης της
απασχόλησης παρουσιάζεται μειωμένος συγκριτικά με το 2022
(6,6%), στοιχείο που αντανακλά τη συρρίκνωση του ρυθμού
ανόδου της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας.
Την ίδια
περίοδο το ποσοστό ανεργίας κατήλθε στο 11,3% από 12,6%,
παρουσιάζοντας μείωση κατά 1,3 ποσοστιαίες μονάδες, σε
συνέχεια πτώσης του κατά 2,7 ποσοστιαίες μονάδες το 2022,
ενώ ο αριθμός των ανέργων περιορίστηκε στους 532.800 από
τους 598.100 (-65.300 άτομα ή -10,9%).
Παράλληλα, ο
οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός συρρικνώθηκε οριακά κατά
0,1% ή 2.800 άτομα, στα 4.308.700 από τα 4.311.400, σε
συνέχεια συρρίκνωσής του κατά 3% το 9μηνο του 2022.
Γυναίκες και
νέοι παραμένουν τα μεγάλα «θύματα». Συγκεκριμένα, το ποσοστό
ανεργίας στις γυναίκες κατήλθε στο 14,8% από 16,7%, έναντι
8,4% (από 9,5%) στους άνδρες, ενώ η ισχυρότερη μείωση αλλά
και το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας εντοπίζεται στα άτομα
ηλικίας 15-19 (34,5% από 51,8%).
Αλλά και με
βάση το επίπεδο εκπαίδευσης, διαχρονικά διαπιστώνεται ότι το
ποσοστό ανεργίας μειώνεται, καθώς το επίπεδο εκπαίδευσης
βελτιώνεται. Η ισχυρότερη πτώση του ποσοστού ανεργίας
εντοπίζεται στα άτομα που παρακολούθησαν μερικές τάξεις του
δημοτικού ή δεν πήγαν καθόλου σχολείο (-10,2 ποσοστιαίες
μονάδες), τα οποία όμως παρουσιάζουν και το υψηλότερο
ποσοστό ανεργίας (24,1% από 34,3%). Το χαμηλότερο ποσοστό
αλλά και η ηπιότερη μείωσή του εντοπίζεται στα άτομα με
διδακτορικό ή μεταπτυχιακό τίτλο, όπου περιορίστηκε στο 4,9%
από 5,6%, ενώ έπονται με υψηλότερο ποσοστό ανεργίας τα άτομα
με πτυχίο ανωτάτων σχολών (8,7% από 9,8%). |
|
|
|
Χρέος
Από τις
ειδήσεις του ΣΚ που ξεχωρίσαμε, ένα ζήτημα που θα πρέπει να
το λάβουμε υπόψη ήτανε οι σοβαρές ανησυχίες για την
μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα
του ευρωπαϊκού χρέους που αποτυπώνονται σε έκθεση
που παρουσίασε ο ευρωπαϊκός
μηχανισμός σταθερότητας (ESM).
Όπως
επισημαίνεται, η πρόσφατη αύξηση των επιτοκίων άλλαξε το
τοπίο του δημόσιου χρέους της ζώνης του ευρώ. Παρότι οι
κυβερνήσεις πρέπει να πληρώσουν υψηλότερα επιτόκια δανεισμού
για να χρηματοδοτήσουν τα ελλείμματά τους, οι
υψηλότερες αποδόσεις των ομολόγων προσελκύουν επενδυτές –
κάτι το οποίο μπορεί να αποδειχθεί δημοσιονομικά μη βιώσιμο.
Μέχρι τώρα
οι κύριοι αγοραστές δημοσίου χρέους ήταν οι κεντρικές
τράπεζες. Περίπου το ένα τρίτο της αύξησης του δημόσιου
χρέους της ζώνης του ευρώ το 2022 απορροφήθηκε από το
Ευρωσύστημα, το οποίο περιλαμβάνει την Ευρωπαϊκή Κεντρική
Τράπεζα και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών
της ζώνης του ευρώ.
Όμως το 2023
το Ευρωσύστημα μείωσε τις συμμετοχές του, στην προσπάθειά
του να συσφίξει τη νομισματική πολιτική, μετεξελισσόμενο σε
καθαρό πωλητή κρατικών ομολόγων. Κατά συνέπεια, η πρόσθετη
ζήτηση από ιδιώτες επενδυτές έγινε ακόμη πιο καθοριστική για
την απορρόφηση της αύξησης του δημόσιου χρέους.
Από την
άλλη, τα υψηλότερα επιτόκια και η ανθεκτικότητα της
οικονομίας της ζώνης του ευρώ έχουν προσελκύσει
περισσότερους ιδιώτες επενδυτές. Μετά από χρόνια εκροών, οι
ξένοι επενδυτές έγιναν καθαροί αγοραστές το 2023. Η ζώνη του
ευρώ κατέγραψε τη μεγαλύτερη εισροή ξένων επενδύσεων στο
χρέος της ζώνης του ευρώ την τελευταία δεκαετία. Αυτό
βοήθησε στην εξισορρόπηση των καθαρών ροών ομολόγων.
Οι ξένοι
επενδυτές φαίνεται να επιστρέφουν στις τέσσερις μεγάλες
οικονομίες της ζώνης του ευρώ (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία και
Ισπανία). Οι
τέσσερις χώρες μαζί είχαν προσελκύσει σχεδόν 200
δισεκατομμύρια ευρώ από χώρες εκτός της ζώνης του ευρώ τα
τρία πρώτα τρίμηνα του 2023. Η άνοδος των εισροών από ξένους
επενδυτές αντανακλάται στη μεταβολή της σύνθεσης των
κρατικών χρεών της ζώνης του ευρώ. Το μερίδιο των κρατικών
ομολόγων που κατέχονται από μη κατοίκους έχει αυξηθεί, αν
και παραμένει κάτω από τα προ πανδημίας επίπεδα.
Οι
υψηλότερες αποδόσεις των ομολόγων προσέλκυσαν επίσης τα
νοικοκυριά και, σε μικρότερο βαθμό, επιχειρήσεις. Τα γραφεία
διαχείρισης χρέους χρησιμοποιούν πιο ενεργά τα ομόλογα
λιανικής ως μέρος του χρέους τους στρατηγική διαχείρισης. Ως
εκ τούτου, το μερίδιο του δημόσιου χρέους που κατέχουν τα
νοικοκυριά είναι τώρα τόσο υψηλό όσο ήταν πριν από 10
χρόνια.
Η εικόνα για
άλλους εγχώριους επενδυτές είναι πιο μικτή. Οι διαχειριστές
περιουσιακών στοιχείων και τα επενδυτικά κεφάλαια στη ζώνη
του ευρώ αύξησαν πρόσφατα το μερίδιό τους στα κρατικά
ομόλογα, αλλά το μερίδιο του κρατικού χρέους που κατέχουν οι
τράπεζες, καθώς και τα ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά
ταμεία, μειώθηκε την ίδια περίοδο.
Οι
προοπτικές για τη ζήτηση είναι αβέβαιες
Σύμφωνα με
τον ESM, οι ανάγκες κρατικής χρηματοδότησης είναι πιθανό να
παραμείνουν αυξημένες τα επόμενα χρόνια. Τα δημοσιονομικά
ελλείμματα των κυβερνήσεων αναμένεται να συρρικνωθούν κάπως,
αλλά οι πιέσεις στις δαπάνες παραμένουν υψηλές λόγω πολλών
προκλήσεων, όπως η κλιματική αλλαγή, η γήρανση του πληθυσμού
και οι αμυντικές δαπάνες.
Ταυτόχρονα,
η αύξηση των τόκων ως αποτέλεσμα των αυξημένων αποδόσεων των
ομολόγων και το υψηλότερο κόστος δανεισμού θα συνεχίσει να
επιβαρύνει τους κρατικούς προϋπολογισμούς στο μέλλον. Το
κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της ζώνης του ευρώ αναμένεται
να αυξηθεί κατά περίπου μία ποσοστιαία μονάδα του
ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) τα επόμενα 10 χρόνια
κατά μέσο όρο, αλλά η αύξηση μπορεί να είναι μεγαλύτερη από
δύο ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ για χώρες με υψηλό χρέος
όπως η Ελλάδα.
Αυτοί οι
αριθμοί είναι διαχειρίσιμοι, εάν η ανάπτυξη τρέξει σύμφωνα
με τις προσδοκίες. Ωστόσο, εάν η επιβράδυνση της οικονομικής
ανάπτυξης αποδειχθεί πιο έντονη από το αναμενόμενο, η
διάθεση των επενδυτών για ανάληψη κινδύνων θα μπορούσε να
μειωθεί και ο κίνδυνος κατακερματισμού μεταξύ των κρατών
μελών θα μπορούσε να επανεμφανιστεί.
Συνολικά, η
προσφορά κρατικών ομολόγων που θα απορροφηθούν από τις
χρηματοπιστωτικές αγορές αναμένεται να αυξηθεί τα επόμενα
χρόνια, με βάση τις προβλεπόμενες δημοσιονομικές εξελίξεις
και το guidance της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τη
μείωση του ισολογισμού της.
Οι
προοπτικές για τη ζήτηση από ξένους επενδυτές είναι αβέβαιες
και ενδέχεται να υπόκεινται σε διακυμάνσεις ανάλογα με την
όρεξη για ανάληψη κινδύνων. Η έκδοση χρέους από τις αγορές
των ΗΠΑ μπορεί επίσης να επηρεάσει τις ευρωπαϊκές αγορές
ομολόγων. Σύμφωνα με την τελευταία πρόβλεψη του Διεθνούς
Νομισματικού Ταμείου, το δημοσιονομικό έλλειμμα των ΗΠΑ θα
παραμείνει πάνω από το 7% του ΑΕΠ το 2024, δημιουργώντας
μεγάλες χρηματοδοτικές ανάγκες και έκδοση ομολόγων, ενώ η
μείωση του ισολογισμού της Federal Reserve προσθέτει επίσης
πίεση στις αγορές.
Σε αυτό το
πλαίσιο, ενόψει των μεγάλων χρηματοδοτικών αναγκών της
αγοράς, μια αξιόπιστη δημοσιονομική στρατηγική και
στρατηγική ανάπτυξης μπορεί να συμβάλει στη διατήρηση της
εμπιστοσύνης των επενδυτών. Η τήρηση του μεταρρυθμισμένου
πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης της Ευρώπης και η
δέσμευση για δημοσιονομική σύνεση σε εθνικό επίπεδο
παραμένουν ζητούμενα. Η εφαρμογή εθνικών σχεδίων ανάκαμψης
και ανθεκτικότητας είναι επίσης ζωτικής σημασίας για την
αύξηση της ανταγωνιστικότητας, της παραγωγικότητας και της
μακροπρόθεσμης ανάπτυξης. |
|
|
|
Τουρισμός
Πάμε τώρα σε
μια ενδιαφέρουσα έκθεση για τον τουρισμό. Σαν τη «χρονιά της
μεγάλης επιστροφής» περιγράφει λοιπόν η ING το 2023, καθώς ο
τουρισμός στις χώρες της Ν. Ευρώπης ανέκτησε το χαμένο
έδαφος της πανδημίας, με Πορτογαλία να ηγείται της ανάκαμψης
αλλά και την Ελλάδα να εμφανίζει εντυπωσιακή αύξηση στις
διανυκτερεύσεις κατά 63% σε σχέση με το 2013. Τώρα που ο
τουριστικός τομέας έχει ανακάμψει πλήρως, η θετική επίδραση
στην ανάπτυξη και την απασχόληση του 2024 θα είναι κάπως
μικρότερη, προειδοποιούν οι αναλυτές του επενδυτικού οίκου.
Τα στοιχεία
της Eurostat τα οποία επικαλείται η ING δείχνουν ότι ο
τουριστικός κλάδος ανέκαμψε πλήρως από την πανδημία, καθώς
από τον Ιανουάριο έως τον Οκτώβριο, ο συνολικός αριθμός των
διανυκτερεύσεων σε καταλύματα άγγιξε τα 1,46 δισεκατομμύρια,
με τις διανυκτερεύσεις από ξένους επισκέπτες να αυξάνονται
κατά 11%.
Η ανάκαμψη
αυτή συνέβη παρά τις οικονομικές προκλήσεις της εποχής, όπως
ο υψηλός πληθωρισμός, η επιβράδυνση της ανάπτυξης και η
κλιμάκωση των γεωπολιτικών εντάσεων. Επίσης, υπήρξε η
απουσία των Ρώσων τουριστών και η σημαντική μείωση των
Κινέζων, σε σχέση με το 2019.
Η ING
διαπιστώνει ισχυρή ζήτηση από τους Αμερικανούς αλλά και
αισθητή ενίσχυση των ενδο-ευρωπαϊκών τουριστικών ροών. Η
σημαντική συσσωρευμένη ζήτηση από τα νοικοκυριά που δεν
μπορούσαν να ταξιδέψουν κατά την πανδημία συνέβαλε ώστε το
2023 να γίνει η «χρονιά της μεγάλης επιστροφής», σύμφωνα με
τον οίκο.
Βέβαια, η
ανάκαμψη είναι ανομοιόμορφη, με την Πορτογαλία να
υπεραποδίδει εμφανίζοντας αύξηση 9% στον αριθμό των
διανυκτερεύσεων σε σχέση με τα προ-πανδημίας επίπεδα και την
Ιταλία να παραμένει κατά 1,6% χαμηλότερα από το 2019,
κυρίως λόγω της μείωσης του εσωτερικού τουρισμού.
|
|
|
|
Γιατί όλοι
θέλουν την Πορτογαλία & Το άλμα της Ελλάδας
Αναλύοντας
την χρονιά-ρεκόρ που είχε ο τουρισμός της Πορτογαλίας, η ING
επισημαίνει ότι η χώρα σημειώνει μεγάλη άνοδο στις
προτιμήσεις των ταξιδιωτών, καθώς πρόκειται για έναν
συγκριτικά φθηνό προορισμό, έχει ευχάριστο κλίμα όλο τον
χρόνο και ωφελείται γιατί ο χρόνος πτήσης για τους
επισκέπτες από τη Β. και τη Ν. Αμερική είναι συντομότερος,
με αποτέλεσμα να δέχεται πολλούς Αμερικανούς, Καναδούς και
Βραζιλιάνους.
Το άλμα της
Ελλάδας
Ο ελληνικός
τουριστικός κλάδος εμφανίζει συνεχώς ανάπτυξη υψηλότερη της
συνολικής οικονομίας την τελευταία δεκαετία. Έτσι, ο αριθμός
των διανυκτερεύσεων στην Ελλάδα έχει αυξηθεί κατά 63% σε
σχέση με το 2013, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με τα
αντίστοιχα νούμερα των άλλων χωρών της Ν. Ευρώπης. Όπως
επισημαίνει η ING, η Ισπανία παρουσιάζει αύξηση των
διανυκτερεύσεων κατά 24% στη δεκαετία, η Ιταλία 13% και η
Γαλλία 11%.
Η ώθηση στην
οικονομία
Η ανάκαμψη
του τουρισμού έφερε μια ευπρόσδεκτη οικονομική ανακούφιση
στις χώρες της Ν. Ευρώπης το 2023, με αποτέλεσμα οι
οικονομίες τους να ξεπεράσουν τον μέσο όρο της ανάπτυξης
στην Ευρωζώνη το 2023. Επιπλέον, η αναβίωση του τουρισμού
συνέβαλε στη δημιουργία θέσεων εργασίας, στο σημείο μάλιστα
που πολλά ξενοδοχεία δυσκολεύονται να καλύψουν τις ανάγκες
τους σε προσωπικό. Αυτές οι ελλείψεις στο εργατικό δυναμικό
επιδεινώθηκαν καθώς πολλοί εργαζόμενοι του κλάδου βρήκαν
δουλειά σε άλλους τομείς κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
«Τώρα που ο
τουριστικός τομέας έχει ανακάμψει πλήρως, η θετική επίδραση
στην ανάπτυξη και την απασχόληση το 2024 αναμένεται να είναι
κάπως μειωμένη», τονίζουν οι αναλυτές της ING.
Επιπλέον,
κάποιοι εξωτερικοί παράγοντες, όπως οι ασυνήθιστα ξηρές και
ζεστές καιρικές συνθήκες του τελευταίου έτους, ενδέχεται να
οδηγήσουν κάποιους ταξιδιώτες σε άλλους προορισμούς.
Παρόλα αυτά,
οι ενδείξεις προϊδεάζουν για ανάπτυξη του κλάδου και φέτος,
καθώς ο πληθωρισμός αποκλιμακώνεται και οι μισθοί
αυξάνονται, διασφαλίζοντας την εκ νέου αύξηση της
πραγματικής αγοραστικής δύναμης.
Επίσης, ο
αριθμός των Κινέζων επισκεπτών στην Ευρώπη παραμένει πολύ
μικρότερος από τα προ-πανδημίας επίπεδα, επομένως αυτή η
κατηγορία ταξιδιωτών αναμένεται να στηρίξει τον τουρισμό
φέτος. |
|
|
|
Μια άκρως
απόρρητη αποστολή
Όπως τώρα
έγραφε ο Βηματοδότης, ήταν μια αποστολή από αυτές που
χαρακτηρίζονται «άκρως απόρρητες». Οταν ο διοικητής της
ΕΥΠ Θεμιστοκλής Δεμίρης επιβιβαζόταν, πριν από μερικές
ημέρες, σε αεροπλάνο της γραμμής με προορισμό
την Κωνσταντινούπολη, ουδείς γνώριζε τον σκοπό του ταξιδιού
του. Κάθισε στην οικονομική θέση, κανείς δεν τον αναγνώρισε
και όταν έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, συναντήθηκε αμέσως με
τον διοικητή της τουρκικής μυστικής υπηρεσίας, της γνωστής
μας ΜΙΤ, Ιμπραχίμ Καλίν, τον εξ απορρήτων του τούρκου
προέδρου Ερντογάν.
Συζήτησαν
πολλά θέματα, με κύριο το Μεταναστευτικό αλλά και την
καταπολέμηση της τρομοκρατίας, και υπήρξαν ορισμένες
συμφωνίες. Την ώρα που ο διοικητής της ΕΥΠ αναχωρούσε από
την Κωνσταντινούπολη, ολοκληρώνοντας την αποστολή του, η
τουρκική αστυνομία, με εντολή του Καλίν, συνελάμβανε 90
διακινητές που είχαν στήσει την «επιχείρησή» τους απέναντι
από τα ελληνικά νησιά του Αιγαίου.
***
Οι συλλήψεις
έγιναν ύστερα από πληροφορίες που έδωσε η ΕΥΠ και η όλη
επιχείρηση έγινε με άκρα μυστικότητα και με την κωδική
ονομασία «Ασπίδα 9» και «Ασπίδα 10». Ετσι και αλλιώς το
Μεταναστατευτικό μπήκε ως πρώτο θέμα στις ελληνοτουρκικές
σχέσεις και όπως μαθαίνω λίαν συντόμως θα ανακοινωθούν και
άλλες συμφωνίες (πιθανόν και για κοινές περιπολίες).
Απόδειξη ότι η Αγκυρα άρχισε να υπολογίζει το Μεταναστευτικό
ως θέμα-προϋπόθεση για την ομαλή πορεία των ελληνοτουρκικών
σχέσεων αποτελεί και η επίσκεψη, στις 21 Φεβρουαρίου, στην
Αθήνα του υπουργού Εσωτερικών της Τουρκίας Αλί
Γερλικαγιά (που ο Ερντογάν ήθελε να τον «κατεβάσει» ακόμα
και για δήμαρχο Κωνσταντινούπολης). Ηταν αυτός ο οποίος όταν
είχε ξανάρθει στην Αθήνα (με τον τούρκο πρόεδρο) είχε
ζητήσει – αμέσως μετά την υπογραφή των συμφωνιών – να
επισκεφθεί την Ακρόπολη που τόσο τη θαυμάζει, όπως έλεγε. |
|
|
|