| Ειδήσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | +/- | "Μας ακούνε" | Fundamentalist | Marx - Soros | Start Trading |

 
 

"Kουλου-βάχατα"

Σχόλια για τα πάντα ……. Η φράση “Κουλου – βάχατα” προέρχεται από την αντίστοιχη αραβική «κούλου ουάχαντ» που σημαίνει «όλα μαζί ένα».

Επικοινωνήστε μαζί μας

 

 

 

00:01 - 30/09/24

 

Παραγωγικό μοντέλο της χώρας …

Τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα γράφουμε πως επί της ουσίας ελάχιστα πράγματα έχουνε αλλάξει στη χώρα μας, παρά τα όσα περάσαμε τα 10 χρόνια της κρίσης. Με ένα τελείως προβληματικό παραγωγικό μοντέλο μιας χώρας ανάμεσα σε άλλα με ένα τεράστιο δημογραφικό πρόβλημα. Πολύ εύστοχο λοιπόν ένα τελευταίο άρθρο της Καθημερινής με τίτλο: “Το παραγωγικό μοντέλο της χώρας δεν άλλαξε – Η ακτινογραφία των επιχειρήσεων”:

Δεκατέσσερα χρόνια μετά την κρίση η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να στηρίζεται κατά βάση στο εμπόριο και τις υπηρεσίες. Μάλιστα, παρά τη μεγάλη και διαχρονική συζήτηση για την ανάγκη αλλαγής παραγωγικού μοντέλου και την υλοποίηση παραγωγικών επενδύσεων, ο τομέας που φαίνεται να αναπτύσσεται κυρίως από πλευράς σύστασης επιχειρήσεων είναι αυτός των κατασκευών, με σημαντική συμβολή στην απασχόληση και την ακαθάριστη προστιθέμενη αξία, με τα οφέλη, ωστόσο, να είναι μικρότερης διάρκειας.

Το τελευταίο μέγεθος, η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία, είναι ίσως το πιο ισχυρό επιχείρημα για την ανάγκη ενίσχυσης επενδύσεων στον τομέα της μεταποίησης μέσω και μιας σειράς κυβερνητικών πολιτικών (αναπτυξιακός νόμος, απλοποίηση αδειοδοτικής διαδικασίας κ.ά.), κάποιες εκ των οποίων αναμένεται να ανακοινωθούν στις 21 Οκτωβρίου από τον ίδιο τον πρωθυπουργό. Κι αυτό διότι αν και οι μεταποιητικές επιχειρήσεις, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) αποτελούσαν το 2022 μόλις το 6,2% του συνόλου, η συνεισφορά τους στη συνολική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία ήταν 16,57 δισ. ευρώ ή το 18,2%, ελάχιστα λιγότερη μετά τον πρώτο τομέα που ήταν το εμπόριο, χονδρικό και λιανικό, με μερίδιο στη συνολική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία των επιχειρήσεων 18,6% ή 16,87 δισ. ευρώ.

Βεβαίως, κανείς δεν αναμένει οι βιομηχανίες να είναι περισσότερες από τις εμπορικές επιχειρήσεις, αλλά στην περίπτωση της Ελλάδας είναι μάλλον δυσανάλογα πολλές. Το ίδιο συμβαίνει και με τον τομέα «Επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες» που στην πλειονότητά τους πρόκειται για δραστηριότητες ελεύθερων επαγγελματιών, από τεχνικούς και λογιστές έως δικηγόρους και γιατρούς. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα στοιχεία του 2022, από το σύνολο των 918.724 επιχειρήσεων που υπήρχαν, οι 226.009 ή το 24,6% ήταν εμπορικές. Ακολουθούν οι επιχειρήσεις «Επαγγελματικών, επιστημονικών και τεχνικών δραστηριοτήτων», οι οποίες το 2022 ανήλθαν σε 156.446 ή το 17% του συνόλου, ενώ στην τρίτη θέση βρίσκονται οι υπηρεσίες παροχής καταλύματος και εστίασης με 109.755 επιχειρήσεις, που αντιστοιχούν σε ποσοστό 11,9% επί του συνόλου.

Οι επιχειρήσεις του τομέα κατασκευών αποτελούσαν το 2022 το 7,7% του συνόλου, με τον αριθμό τους να σημειώνει μεγάλη αύξηση σε σύγκριση με το 2020, φτάνοντας τις 70.670 από 62.101, περισσότερες δηλαδή κατά περίπου 14%. Αύξηση μέσα στην τριετία σημείωσε και ο αριθμός των εμπορικών επιχειρήσεων και των επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών καταλύματος και εστίασης, με την τουριστική κίνηση να σημειώνει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, όμως η αύξηση αυτή ήταν πολύ μικρότερη: 1,83% στον αριθμό των εμπορικών επιχειρήσεων και 5,36% στον αριθμό των επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών καταλύματος και εστίασης.

Αναφορικά με τον συνολικό κύκλο εργασιών που κατέγραψαν οι επιχειρήσεις το 2022, ο κλάδος του χονδρικού και λιανικού εμπορίου κατείχε το μεγαλύτερο μερίδιο με ποσοστό 38,5% και 160,2 δισ. ευρώ και ακολουθούν οι κλάδοι της μεταποίησης και της παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, φυσικού αερίου, ατμού και κλιματισμού με ποσοστά 22,2% και 8% και απόλυτα μεγέθη 92,1 δισ. ευρώ και 33,3 δισ. ευρώ αντιστοίχως.

Μεγαλύτερος εργοδότης παραμένει το εμπόριο. Στον κλάδο απασχολούνταν το 2022 811.140 άτομα (ή 23,8% των συνολικά απασχολουμένων), εκ των οποίων 588.424 ήταν μισθωτοί (23,1% στο σύνολο των μισθωτών). Ακολουθεί ο κλάδος των υπηρεσιών παροχής καταλύματος και εστίασης με 702.911 απασχολουμένους (20,6%), εκ των οποίων 595.509 μισθωτοί (23,3%) και εν συνεχεία ο κλάδος της μεταποίησης με 373.258 απασχολουμένους (11%), εκ των οποίων 318.379 μισθωτοί (12,5%).

Σε ό,τι αφορά την ακαθάριστη προστιθέμενη αξία, μετά το εμπόριο και τη μεταποίηση στην τρίτη θέση βρίσκεται ο τομέας των χρηματοπιστωτικών και ασφαλιστικών δραστηριοτήτων με 11,8 δισ. ευρώ ή 12,9% της συνολικής.

 
 

Εντυπωσιακό

Έχουμε πει πως θα παρακολουθούμε την πορεία των καταθέσεων, ως πρόδρομο δείκτη της πορείας της ελληνικής οικονομίας. Και αν κατά τη διάρκεια κάποιων μηνών έχουνε προκύψει μειώσεις που μας έχουνε προβληματίσει. Οφείλουμε για ακόμη μια φορά να παραδεχθούμε πως οι αντοχές των καταθέσεων μας εντυπωσιάζουνε. Χωρίς την παραμικρή υπερβολή το λέμε αυτό. Ειδικά μετά το τέλος της πανδημίας, πιστεύαμε πως θα είχαμε μια σταδιακή μείωση τους. Όχι μόνο δε συνέβη, αλλά και τα νοικοκυριά, κατά μέσο όρο αυξάνουνε όλο και περισσότερο τις καταθέσεις τους, κάτι επαναλαμβάνουμε πως μας εντυπωσιάζει (αν και μπαίνει η συζήτηση για μεγάλες ανισότητες).

Όλα αυτά τα γράφουμε με αφορμή τα τελευταία στοιχεία. Όπως ανακοινώθηκε προς στα τέλη της προηγούμενης εβδομάδας. Αύξηση 1,4 δισ. ευρώ σημείωσαν οι ιδιωτικές καταθέσεις τον Αύγουστο μετά τη μείωσή τους κατά 607 εκατ. ευρώ τον Ιούλιο, σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος. 

Οι καταθέσεις των νοικοκυριών αυξήθηκαν πάνω από 1 δισ. ευρώ (1,035 δισ.) έναντι αύξησης 173 εκατ. ευρώ τον Ιούλιο, ενώ οι καταθέσεις των επιχειρήσεων αυξήθηκαν 366 εκατ. ευρώ μετά τη μείωση κατά 780 εκατ. ευρώ. 

Η μηνιαία καθαρή ροή της συνολικής χρηματοδότησης προς τον ιδιωτικό τομέα ήταν θετική κατά 102 εκατ. ευρώ, έναντι αρνητικής καθαρής ροής 1,143 δισ. ευρώ τον προηγούμενο μήνα.

 

 

E! Μεγάλη αποτυχία της κυβέρνησης

Στις κατά καιρούς δηλώσεις του πρωθυπουργού … τις φωτοβολίδες και τα επικοινωνιακά παιχνίδια για την ακρίβεια και τον πληθωρισμό για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης, έχουμε πει πως καλό είναι να αφήσει η κυβέρνηση της δηλώσεις και να κοιτάξει το ζήτημα της εξόφθαλμης κερδοσκοπίας που υπάρχει στη χώρα μας, ειδικά στον κρίσιμο για τα νοικοκυριά πληθωρισμό στα τρόφιμα. Χαρακτηριστικό είναι πως την ώρα που ο πληθωρισμός σε όλη την Ευρώπη πέφτει στην Ελλάδα ανεβαίνει, με την Ελλάδα να έχει μια πανευρωπαϊκή πρωτοτυπία:  Ενώ οι τιμές στα αγροτικά προϊόντα μειώνονται, στην Ελλάδα αυξάνονται και μάλιστα με τη μεγαλύτερη ταχύτητα από όλα τα κράτη-μέλη, όπως σχολιάζονταν και σε σχετικά ρεπορτάζ στα τέλη της προηγούμενης εβδομάδας.

Είναι χαρακτηριστικό πως σύμφωνα με τις τελευταίες ανακοινώσεις της Eurostat, το δεύτερο τρίμηνο του 2024, οι τιμές των αγροτικών προϊόντων στην ΕΕ μειώθηκαν σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2023, τόσο για τις εκροές όσο και για τις εισροές που δεν σχετίζονται με επενδύσεις. Οι τιμές παραγωγού, μειώθηκαν μεσοσταθμικά κατά 3%. Αντιθέτως στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 8%.

Οι δε εισροές, δηλαδή οι τιμές των αγαθών και υπηρεσιών που καταναλώνονται για να παραχθούν τα αγροτικά προϊόντα, όπως η ενέργεια, τα λιπάσματα και οι ζωοτροφές – μειώθηκαν κατά 7%. Οι μειώσεις αυτές ήταν, ωστόσο, ελαφρώς λιγότερο έντονες από ό,τι τα δύο προηγούμενα τρίμηνα, παραδέχεται η στατιστική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Εξισορρόπηση τιμών, αλλά όχι στην Ελλάδα

Μετά από μια περίοδο απότομης αύξησης των αγροτικών τιμών κατά τη διάρκεια του 2021 και των τριών πρώτων τριμήνων του 2022, η ταχύτητα των ανατιμήσεων επιβραδύνθηκε και οι τιμές άρχισαν τελικά να μειώνονται. Οι πρόσφατες μειώσεις των τιμών παραγωγού και του κόστους εισροών είναι προς την κατεύθυνση των πιο ήρεμων επιπέδων πριν από το 2021. υπογραμίζει η Εurostat.

Στην Ελλάδα πάλι, η αποκλιμάκωση στις τιμές ειροών είναι πολύ πιο αργή από ό, τι στην υπόλοιπη Ε.Ε,  με μείωση μόλις -2,80%, που δεν είναι ικανή να εξισορροπήσει τις υπέρογκες ανατιμήσεις των προγούμενων ετών, στην ενέργεια και στις πρώτες ύλες.

Αντίρροπες τάσεις

Μια πιο προσεκτική ματιά στα στοιχεία δείχνει αντίρροπες τάσεις στις τιμές των αγροτικών προϊόντων το δεύτερο τρίμηνο του 2024 σε σύγκριση με το ίδιο τρίμηνο του 2023. Μεγάλες μειώσεις καταγράφηκαν στις τιμές των αυγών (-15%), των σιτηρών (-14%) και των κτηνοτροφικών φυτών (-13%). Αντίθετα, οι ελλείψεις από την πλευρά της προσφοράς οδήγησαν σε συνεχείς αυξήσεις των τιμών παραγωγού στο ελαιόλαδο (+41%) και στις πατάτες (+10%).

Σε γενικές γραμμές, υπήρξαν ήπιες μεταβολές στις τιμές των οπωροκηπευτικών, με ανατιμήσεις 3% συνολικά για τα φρούτα και μικρή υποχώρηση -1% για τα λαχανικά.

Εντός όμως της κατηγορίας υπήρξαν πολύ μεγάλες αποκλίσεις: Για παράδειγμα οι τιμές στα λεμόνια  μειώθηκαν κατά -48%, ενώ στα φρούτα από υποτροπικά και τροπικά κλίματα αυξήθηκαν κατά +51%. Στα λαχανικά, απότομες ήταν οι μειώσεις στις τιμές των κρεμμυδιών (-46%) και στις τομάτες (-27%), σε αντίθεση με τις απότομες αυξήσεις των νωπών οσπρίων (+39%) και των κουνουπιδιών (+35%).

Μεταξύ των εισροών που δεν σχετίζονται με επενδύσεις, οι πιο απότομες μειώσεις τιμών καταγράφηκαν για τα λιπάσματα και τα βελτιωτικά εδάφους (-19%) και τις ζωοτροφές (-13%).

Μείωση των τριμηνιαίων τιμών στις περισσότερες χώρες της ΕΕ

Σε εθνικό επίπεδο, οι περισσότερες χώρες της ΕΕ (17 από τις 25 χώρες με διαθέσιμα στοιχεία) κατέγραψαν μείωση των τιμών των γεωργικών προϊόντων το δεύτερο τρίμηνο του 2024, σε σύγκριση με το ίδιο τρίμηνο του 2023. Οι εντονότερες μειώσεις τιμών σημειώθηκαν στην Ουγγαρία (-13%), την Πολωνία (-12%) και την Τσεχία (-10%).

Στην Ελλάδα καταγράφονται οι υψηλότερες ανατιμήσεις στο ελαιόλαδο, με 60,75%, έναντι 41% στην Ε.Ε.

Αντίθετα, οι υψηλότερες αυξήσεις καταγράφηκαν στην Ελλάδα (+8%), τη Λετονία (+4%), την Κύπρο και την Ιρλανδία (+3%).

Όσον αφορά τις εισροές που δεν σχετίζονται με επενδύσεις, όλες οι χώρες της ΕΕ με διαθέσιμα στοιχεία κατέγραψαν μειώσεις το δεύτερο τρίμηνο του 2024, σε σύγκριση με το δεύτερο τρίμηνο του 2023.  Τα μεγαλύτερα ποσοστά μείωσης σημειώθηκαν στην Κροατία (-14%), την Ουγγαρία, την Ισπανία και τη Σλοβακία (-11% η καθεμία).

Πρώτη από το τέλος η Ελλάδα, με τις υψηλότερες αυξήσεις τιμών σε όλη την ΕΕ

 
 

Το ακριβότερο ελαιόλαδο

Και φυσικά στη χώρα μας που είναι μια από τις πρώτες σε παραγωγή ελαιόλαδο στην Ε.Ε. …. Πολύ φυσιολογικά καταγράφονται οι υψηλότερες ανατιμήσεις πανευρωπαϊκά στο ελαιόλαδο (από τις χώρες για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία), με 60,75%  αύξηση το δεύτερο τρίμηνο του 2024 σε σύγκριση με πέρυσι.

Αν λάβουμε  υπ’όψιν ότι τα τρία προηγούμενα τρίμηνα έχουν προηγηθεί ανατιμήσεις από 80% ως 97%, αυτό πιθανόν σημαίνει ότι οι υψηλές τιμές στη λιανική θα διατηρηθούν, με το επιχείρημα (ή τη δικαιολογία) ότι ακόμα διατίθεται στην αγορά το «περσινό», ακριβά αγορασμένο από τους παραγωγούς ελαιόλαδο. Βέβαια, οι παραγωγοί από την άλλη υποστηρίζουν ότι πέρυσι συνέβη το αντίθετο: Το ελαιόλαδο που αγοράστηκε σε τιμές 5 ευρώ (πριν σκαρφαλώσει στα 8 και 9) πουλήθηκε μετά από διαδοχικά καπέλα ως και 15 ευρώ στη λιανική.

Πλημμύρα ειαγωγών

Στην Ελλάδα, ακόμα και στα αγροτικά προϊόντα που υπάρχουν μειώσεις τιμών, αυτές είναι από μικρές ως ελάχιστες σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Για παράδειγμα, τα ελληνικά λεμόνια είναι μόλις -1% φθηνότερα από ό,τι το δεύτερο τρίμηνο του 2023 (και συχνά δυσεύρετα), ενώ οι τιμές στα ισπανικά υποχώρησαν  κατά -58%. Οι ελληνικές τομάτες πωλήθηκαν  φέτος από τον παραγωγό σχετικά φθηνότερα (-7%). Όταν όμως οι τιμές τους στην Ολλανδία και Ισπανία έχουν πέσει από -46% ως  -53%, δεν είναι να απορεί κανείς που τα ράφια των σουπερμάρκετ γεμίζουν με τις ομοιόμορφες σε χρώμα και μέγεθος, αλλά αδιάφορες σε γεύση, εισαγόμενες τομάτες.

Πριν ρίξουμε το ανάθεμα για τις υψηλές τιμές στον Έλληνα παραγωγό, πρέπει να εξετάσουμε τις ιδιομορφίες της ελληνικής αγροτικής οικονομίας σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ευρώπης. Μία από τις αιτίες που τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα είναι ακριβότερα είναι και η μειωμένη παραγωγή, καθώς ο πρωτογενής τομέας απαξιώνεται και η ύπαιθρος ερημώνει.  Οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής είναι μία από τις αιτίες που οι σοδειές φθίνουν, όμως αυτή είναι η μισή αλήθεια.

Για το γεγονός ότι οι αγρότες είναι ανοχύρωτοι απέναντι στις πλημμύρες, τους καύσωνες και τη λειψυδρία, δε φταίει το «κακό το ριζικό μας» αλλά και ανθρωπογενείς παράγοντες, με βαρύτατες τις ευθύνες της πολιτείας.

Όταν υπάρχει σύσταση στους γεωργούς στα νησιά να μην ποτίζουν γιατί δε φτάνει το νερό για τις πισίνες και τα ξενοδοχεία, όταν ντόπιες ποικιλίες, συχνά μοναδικές στον κόσμο, απειλούνται με εξαφάνιση, και επελαύνουν οι  μεταλλαγμένοι σπόροι, όταν οι αγρότες στη Θεσσαλία ακόμα δεν έχουν ανακάμψει από τις πληγές του Ντάνιελ, είναι αναπόφευκτο η ντόπια παραγωγή να μαραζώνει, και να πλυμμηρίζει η αγορά με εισαγωγές.

Αν σε αυτά προσθέσουμε  την υστέρηση σε υποδομές, την έλλειψη οικονομιών κλίμακας – που θα μπορούσαν να επιτευχθούν με μια ορθολογική ανάπτυξη των  συνεταιρισμών, τα τσουχτερά κόστη παραγωγής και τις στρεβλώσεις στην αλυσίδα των τροφίμων από το χωράφι στο ράφι, δεν μπορούμε να αισιοδοξούμε για άμεση αποκλιμάκωση των τιμών ούτε για ανάκαμψη του πρωτογενούς τομέα.

 
 

Η φτωχοποίηση σε αριθμούς

Η φτωχοποίηση του ελληνικού πληθυσμού σε σύγκριση με την περίοδο πριν την κρίση αποτυπώνεται εύγλωττα στην Έρευνα Οικογενειακού Προϋπολογισμού που δημοσίευσε η ΕΛΣΤΑΤ. Μπορεί η φτώχεια να απειλεί σήμερα το 18,7% του πληθυσμού, αν όμως την υπολογίσουμε με βάση το προμνημονιακό «κατώφλι» του 2008 (σε αποπληθωρισμένες τιμές), τα ποσοστά ανεβαίνουν στο 33%.

Αυτό επισημαίνει άλλωστε η αντίστοιχη έκθεση της ΕΛΣΤΑΤ για τον κίνδυνο φτώχειας του 2023. Όπως αναφέρει, ο σκοπός της σύγκρισης με βάση ένα διαχρονικά σταθερό κατώφλι, είναι να καταγράψει αν βελτιώνεται ή όχι το επίπεδο διαβίωσης των φτωχότερων νοικοκυριών σε απόλυτους και όχι σχετικούς όρους.

Η νέα Έρευνα Οικογενειακού Προϋπολογισμού της ΕΛΣΤΑΤ, παραθέτει συγκριτικά στοιχεία για τις δαπάνες των νοικοκυριών σε βάθος 15ετίας, σε τρέχουσες τιμές. Εντυπωσιακή είναι η μείωση της μέσης μηνιαίας οικογενειακής δαπάνης, κατά 13,9% σε σύγκριση με το 2010 και κατά 20,5% σε σύγκριση με το 2008.

πηγή: ΕΛΣΤΑΤ – Έρευνα Οικογενειακού Προϋπογλογισμού

Πότε κορυφώθηκε η φτωχοποίηση

Συγκεκριμένα, η μέση μηνιαία οικογενειακή δαπάνη σε τρέχουσες τιμές το 2023 ήταν 1.685,28 ευρώ, ενώ το 2008 ήταν 2.120,40 ευρώ και 1.956 το 2010. Αυτό σημαίνει ότι παρά τις πληθωριστικές ανατιμήσεις, τα ελληνικά νοικοκυριά ξοδεύουν κατά μέσο όρο 425 ευρώ λιγότερα κάθε μήνα από ό,τι ξόδευαν πριν τα μνημόνια.

Η καθίζηση του εισοδήματος έπιασε «πάτο» το 2016, με τις μέσες οικογενειακές δαπάνες να μειώνονται σε λιγότερο από 1.400 ευρώ το μήνα. Έκτοτε βαίνουν ανοδικά – με εξαίρεση το βούλιαγμα της περιόδου της πανδημίας, όταν οι δαπάνες μειώθηκαν σε ένα χρόνο πάνω από -10% ή σχεδόν κατά 150 ευρώ το μήνα.

Η ΕΛΣΤΑΤ επιβεβαιώνει τη διαπίστωση της γερμανικής εφημερίδας Handelsblatt, ότι η ζωή των Ελλήνων έχει χειροτερέψει σε σχέση με την περίοδο πριν την κρίση, σε  άρθρο που έκανε λόγο για «ανάπτυξη χωρίς ευημερία». Μεταξύ άλλων τόνιζε ότι εξαιτίας του υψηλού πληθωρισμού, οι Έλληνες εργαζόμενοι έχουν σήμερα κατά το ένα τρίτο χαμηλότερο διαθέσιμο εισόδημα από ό,τι το 2008.

πηγή: ΕΛΣΤΑΤ – Ερευνα Οικογενειακού Προϋπολογισμού

Μείωση δαπανών στα πάντα πλην τροφίμων

Οι συγκριτικοί πίνακες της ΕΛΣΤΑΤ για τις δαπάνες του οικογενειακού προϋπολογισμού από το 2008 ως το 2023, δίνουν πιο αναλυτικά στοιχεία για το μέγεθος των περικοπών σε κάθε κατηγορία αγαθών και υπηρεσιών.

Η μόνη κατηγορία στην οποία οι δαπάνες αυξήθηκαν – σε τρέχουσες τιμές – είναι τα είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά, κατά 0,3%. Η αύξηση οφείλεται στο γεγονός ότι η διατροφή ανήκει στις ανελαστικές δαπάνες, αλλά και στις υψηλές ανατιμήσεις της τελευταίας τριετίας. Ως αποτέλεσμα τα νοικοκυριά ξοδεύουν σήμερα περισσότερα χρήματα για να αγοράσουν λιγότερα προϊόντα. Η αύξηση των δαπανών θα ήταν πολλαπλάσια αν δεν είχε μεσολαβήσει γενναίο «πετσόκομμα» στον όγκο κατανάλωσης, που σε κάποια προϊόντα αγγίζει διψήφια ποσοστά.

Σε όλες τις υπόλοιπες κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών, υπήρξαν περικοπές δαπανών, με τα είδη που θεωρούνται δευτερεύοντα να περιορίζονται περισσότερο.

Το μεγαλύτερο «ψαλίδι» αφορά τα είδη ένδυσης και υπόδησης, με τις δαπάνες να μειώνονται κατά -54,7% – κάτι που επιβεβαιώνεται και από τις αντίστοιχες έρευνες των επαγγελματικών επιμελητηρίων και ινστιτούτων.

Ακολουθούν οι δαπάνες για διαρκή αγαθά (π.χ. έπιπλα, συσκευές κ.ά), οι οποίες μειώθηκαν κατά το ήμισυ, και για την κατηγορία «διάφορα αγαθά και υπηρεσίες» που μειώθηκαν κατά -33,2%.

Γερό ψαλίδι έπεσε στις δαπάνες για πολιτισμό και αναψυχή (-27%), επικοινωνίες (-24,1%) και μεταφορές (-22%).

Πολυτέλεια ο καφές και το σουβλάκι

Τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια αναγκαστήκαμε να τα περιορίσουμε, έστω και απρόθυμα, μειώνοντας τις δαπάνες για καπνό και οινοπνευματώδη κατά -15,5% και για καφενεία-εστιατόρια-ξενοδοχεία κατά -16,8%.

Βεβαίως, τον περασμένο χρόνο οι δαπάνες για εστίαση-καταλύματα ήταν οι μόνες που αυξήθηκαν, έστω οριακά, ως ποσοστό του οικογενειακού προϋπολογισμού (στο 11,4% από 10,4%), αντανακλώντας πιθανόν και την ανάγκη, ειδικά των νεότερων ηλικιών, για εξωστρέφεια και κοινωνικοποίηση, μετά από μακρές περιόδους εγκλεισμού.

Τα νοικοκυριά το 2023 συμπίεσαν ακόμα και τις ανελαστικές τους δαπάνες, σε τρόφιμα, στέγαση, μεταφορές, για να μπορέσουν να απολαύσουν το «καφεδάκι» έξω, και το σουβλάκι – ακόμα και σε ντελίβερι. Προϊόντα λαϊκής κατανάλωσης, που κινδυνεύουν να μετατραπούν σε είδη πολυτελείας, με τον καφέ να πικραίνει λόγω επαναφοράς του υψηλού ΦΠΑ και αύξησης των διεθνών τιμών, και το πιτόγυρο να φλερτάρει με τιμές…μπριζόλας.

 
 
 

 

 

 

Παλαιότερα Σχόλια

   

Αποποίηση Ευθύνης.... 

© 2016-2023 Greek Finance Forum