| Ειδήσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | +/- | "Μας ακούνε" | Fundamentalist | Marx - Soros | Start Trading |

 
 

"Kουλου-βάχατα"

Σχόλια για τα πάντα ……. Η φράση “Κουλου – βάχατα” προέρχεται από την αντίστοιχη αραβική «κούλου ουάχαντ» που σημαίνει «όλα μαζί ένα».

Επικοινωνήστε μαζί μας

 

 

 

00:01 - 31/07/23

 

Μπράβο μας .. για το χρυσό μετάλλιο …

Ξεκινώντας την εβδομάδας, ας πούμε ένα μεγάλο μπράβο για το χρυσό μετάλλιο! Αν αναρωτιέστε για πιο χρυσό μετάλλιο …… Αυτό της ακρίβειας στα φρούτα που παίρνει η Ελλάδα, με βάση τα οριστικά στοιχεία της Eurostat για τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή του Ιουνίου, ενώ η ακρίβεια συνεχίζεται χωρίς έλεος και κατά τη διάρκεια του Ιουλίου, με αποτέλεσμα μεσοκαλόκαιρο καρπούζια, πεπόνια, βερύκοκα και κεράσια να έχουν γίνει είδος πολυτελείας για τα νοικοκυριά με μέσα και χαμηλότερα εισοδήματα.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Αρχής, στην Ελλάδα καταγράφηκε τον Ιούνιο η υψηλότερη μηνιαία αύξηση τιμών, 24,5%, στα φρούτα, σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, όταν η δεύτερη μεγαλύτερη αύξηση σημειώθηκε στην Εσθονία και ήταν της τάξης του 7,2% και ενώ στην Κύπρο η μηνιαία μεταβολή των τιμών ήταν αρνητική (-6,7%).

Με βάση δε τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, η αύξηση των τιμών στα φρούτα τον Ιούνιο σε σχέση με τον Μάιο «μετρήθηκε» σε ακόμη υψηλότερα ποσοστά, φθάνοντας το 28,8%!

Καθώς φαίνεται από τις τρέχουσες τιμές, παρότι έχουν υποχωρήσει σε σχέση με ένα 15νθήμερο, η ακρίβεια εξακολουθεί να πιέζει τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς και τον Ιούλιο, την ώρα μάλιστα που δεν προβλέπεται αποκλιμάκωση συνολικά στις τιμές των ειδών διατροφής, που «τρέχουν» με διψήφιο ποσοστό στα σούπερ μάρκετ. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη χρονική περίοδο από τον Απρίλιο έως και τις 18 Ιουνίου οι αυξήσεις ήταν της τάξεως του 11,1%. 

Όπως έγραφε σε ρεπορτάζ του ο Ο.Τ., αυτή τη στιγμή τα καρπούζια πωλούνται στις λαϊκές και στα σούπερ μάρκετ έως 1,09 ευρώ το κιλό, με τις τιμές να ξεκινούν από 0,60 ευρώ, ενώ αργά το μεσημέρι προς το κλείσιμο στις λαϊκές μπορεί να πέσουν στο μισό ευρώ.

Σε σχέση με πέρσι η τιμή καταναλωτή έχει υπερδιπλασιαστεί, καθώς κυμαινόταν από 0,30 έως 0,50 ευρώ το κιλό. Υπερδιπλάσια όμως είναι εφέτος και η τιμή χονδρικής συγκριτικά με το 2022, καθώς από 0,25 στο μισό ευρώ το κιλό έχει φθάσει στο 0,55 ευρώ, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του Οργανισμού Κεντρικών Αγορών και Αλιείας.

Η ίδια εικόνα και στα πεπόνια. Χθες, Πέμπτη 27/7, στη Λαϊκή Αγορά στο Χαλάνδρι, το πεπόνι ανάλογα με την ποιότητα κόστιζε από 0,80 έως 1,20 ευρώ το κιλό, με τις τιμές στα σούπερ μάρκετ την ίδια μέρα να φθάνουν έως 1,30 ευρώ το κιλό. Πέρυσι, οι τιμές στα πεπόνια στη χονδρική ήταν 40% κάτω σε σχέση με φέτος, απαντούσαν οι πωλητές όταν εισέπρατταν παράπονα από τους καταναλωτές για τις τιμές στον πάγκο.

Κυριολεκτικά απλησίαστα είναι και τα κεράσια παρότι οι τιμές υποχώρησαν σε σχέση με τις προηγούμενες εβδομάδες. Η τιμή του κιλού κυμαίνεται από 3,5 έως 5 ευρώ στη λαϊκή, από 6 ευρώ πριν 15 μέρες, ενώ στις αλυσίδες της οργανωμένης λιανικής αγγίζει έως και τα 7 ευρώ, ξεκινώντας από τα 5,28 ευρώ.

Αντίστοιχη είναι η κατάσταση στα βερίκοκα, ενώ τα ροδάκινα πωλούνται σε σχετικά καλύτερες τιμές προϊόντος του θέρους, ήτοι  από 1 έως 2 ευρώ στη λαϊκή.

Λόγω όμως της διατήρησης των υψηλών τιμών στα αγροτικά προϊόντα και σε συνδυασμό με το υψηλό κόστος διαβίωσης, υπολογίζεται ότι η κατανάλωση υποχωρεί εφέτος σε ποσοστό 8%.

 

 

Τις πταίει;

Όπως έγραφε ο Οικονομικός Ταχυδρόμος σε ένα αρκετά ενδιαφέρον άρθρο του:

Με τους Έλληνες καταναλωτές έχουν αρχίσει να γίνονται… Γερμανοί και όχι από ιδεολογία (βλέπε food waste), αγοράζοντας ¼ καρπούζι, 2 ντομάτες και 3 ροδάκινα, το επόμενο ερώτημα είναι τι/ποιος φταίει.

Για τους αγρότες οι αιτίες της ακρίβειας πρέπει να αναζητηθούν στους μεσάζοντες και στην τιμολόγηση των επιχειρήσεων λιανικής, ενώ δικαιολογώντας τις αυξημένες τιμές που πουλάνε εφέτος τα προϊόντα τους τονίζουν ότι το κόστος παραγωγής έχει εκτιναχθεί. «Αν μετρήσεις τα έξοδα, το λίπασμα, τα φυτοφάρμακα, τα εργατικά, το ρεύμα, το πετρέλαιο, τα έσοδα δεν φτάνουν να καλύψουν τα κόστη και να μείνει κάτι στην άκρη.»

Από την πλευρά των διανομέων προτάσσονται τα υψηλά κόστη στη συσκευασία, στη μεταφορά και στη διάθεση στα σημεία λιανικής πώλησης και βέβαια το κέρδος των τελευταίων.

Σημαντικό ρόλο όμως παίζουν και οι αυξημένες εξαγωγές. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων στο πρώτο πεντάμηνο του έτους εμφανίζει πλεόνασμα 604,462 εκατ. ευρώ έναντι ελλείμματος 45,681 εκατ. ευρώ του αντίστοιχου πενταμήνου του 2022.

Συνολικά στο εξεταζόμενο διάστημα οι εισαγωγές αγροτικών προϊόντων διαμορφώθηκαν σε 4,44 δισ. ευρώ και οι εξαγωγές σε 4,8 δισ. ευρώ. Μάλιστα ενισχυμένη είναι η συμμετοχή των εξαγωγών φρούτων και λαχανικών που τζιράρουν 898,62 εκατ. ευρώ.

Εξ ου και η τιμή παραγωγού π.χ. στο καρπούζι από τα 10-15 λεπτά πέρσι, φέτος πήγε στα 30-35 λεπτά και «είναι μια πολύ καλή τιμή», όπως παραδέχονται και οι ίδιοι οι καλλιεργητές.

Τα αλλάζει όλα η κλιματική κρίση

Δεν είναι όμως μόνο ο «πληθωρισμός απληστίας» και οι αυξήσεις στους συντελεστές παραγωγής που εκτινάσσουν τις τιμές ειδικά στα αγροτικά προϊόντα. Πλέον σοβαρό ρόλο διαδραματίζει και η κλιματική αλλαγή.

Ειδικά εφέτος που η Άνοιξη δεν ήταν Άνοιξη, λόγω των ισχυρών βροχοπτώσεων και των χαλαζοπτώσεων καταστράφηκε μεγάλο μέρος της πρώιμης παραγωγής σε κεράσια, βερίκοκα, ροδάκινα, καρπούζια και πεπόνια. Και οι ελλείψεις προκαλούν ανατιμήσεις.

Ήδη σε άλλες χώρες της Μεσογείου, όπως στην Ιταλία και στην Ισπανία, οι επιπτώσεις από την αλλαγή του κλίματος έχουν γίνει ορατές στον πρωτογενή τομέα. Το πλήγμα στην παραγωγή ελαιολάδου αποτελεί ίσως τη μεγαλύτερη έως τώρα απόδειξη.

 
 

Αγορά εργασίας

Κάνοντας από αυτήν την στήλη όλο και πιο συχνές αναφορές στην αγορά εργασίας και την ανάγκη να υπάρχουνε άμεσα ουσιαστικές – πραγματικές αυξήσεις μισθών ….. Ενδιαφέρουσα ήταν η τελευταία ανάλυση της Eurobank…. Για όποιον λοιπόν δεν την διάβασε, σε αυτήν αναφέρονται τα ακόλουθα:

Η ανάλυση της Eurobank:

Είναι αναντίρρητα αποδεκτό ότι κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους μια από τις σημαντικότερες προκλήσεις που αντιμετώπισε η ελληνική οικονομία ήταν η υψηλή αύξηση του ποσοστού ανεργίας και η μεγάλη μείωση της απασχόλησης, εξελίξεις με έντονες οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις.

Η αναγκαία δημοσιονομική προσαρμογή οδήγησε στη μείωση της ζήτησης, της παραγωγής και ως εκ τούτου της χρήσης των παραγωγικών συντελεστών της εργασίας και του κεφαλαίου. Σύμφωνα με την τριμηνιαία έρευνα εργατικού δυναμικού της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), το ποσοστό ανεργίας, δηλαδή ο λόγος των ανέργων προς το εργατικό δυναμικό ή διαφορετικά ένα μέτρο του βαθμού χρήσης του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας, από 7,8% το 2008 αυξήθηκε στο 27,5% το 2013 (μέγεθος παρόμοιο με εκείνο στις ΗΠΑ αλλά και σε άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες την περίοδο του Great Depression 1929-1933), ενώ ο αριθμός των απασχολούμενων από τα 4.610,5 χιλ. άτομα το 2008 συρρικνώθηκε στα 3.513,2 χιλ. άτομα το 2013 

Από το 2014, έτος κατά το οποίο ο πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης στην Ελλάδα πέρασε σε θετικό έδαφος, έστω και οριακά (+0,5%), για πρώτη φορά από το 2007, το ποσοστό ανεργίας ακολουθεί καθοδική τροχιά και η απασχόληση ενισχύεται συμβάλλοντας στην ανάκαμψη του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών.

Συγκεκριμένα, την 9ετία 2014-2022 το ποσοστό ανεργίας συρρικνώθηκε κατά 15,0 ποσοστιαίες μονάδες (μέση ετήσια μεταβολή -1,7 ποσοστιαίες μονάδες) και ο αριθμός των απασχολούμενων αυξήθηκε κατά 627,4 χιλ. άτομα (μέση ετήσια μεταβολή +1,9%).

Η εν λόγω θετική εξέλιξη αποτυπώνεται στην αύξηση του συνόλου των αμοιβών των απασχολούμενων κατά 17,5% σε τρέχουσες τιμές και κατά 8,3% σε σταθερές τιμές την 9ετία 2014-2022  Παρά ταύτα, το 2022 το σύνολο των αμοιβών εργασίας σε τρέχουσες τιμές ήταν μικρότερο κατά 13,8% σε σύγκριση με την κορυφή του 2009 (-26,5% σε σταθερές τιμές) αντανακλώντας τη μεγάλη απόκλιση που εξακολουθεί να υπάρχει ανάμεσα στα τρέχοντα και στα προ κρίσης χρέους επίπεδα εγχώριας παραγωγής και εισοδήματος.

Μέχρι και το 2020 η ενίσχυση του συνόλου των αμοιβών εργασίας προερχόταν αποκλειστικά από την αύξηση του αριθμού των απασχολούμενων (αποτέλεσμα κλίμακας).

Oι αμοιβές ανά απασχολούμενο μετά τις απώλειες που υπέστησαν την περίοδο 2010-2014 (-20,1% σε τρέχουσες τιμές και -25,1% σε σταθερές) παρέμειναν κατά μέσο όρο στάσιμες την περίοδο 2015-2020.

Συνεπώς, μετά τη βαθιά ύφεση της κρίσης χρέους, η αγορά εργασίας στην Ελλάδα χαρακτηρίστηκε από μείωση του ποσοστού ανεργίας, αύξηση της απασχόλησης αλλά και στασιμότητα των αμοιβών ανά απασχολούμενο. Το 2021 και το 2022 καταγράφηκε αύξηση των αμοιβών ανά απασχολούμενο κατά 2,5% και 1,5% αντίστοιχα, ενώ το πρώτο τρίμηνο 2023 σημειώθηκε επιτάχυνση του ετήσιου ρυθμού μεταβολής στο 5,6%.

Η αύξηση των μισθών και της απασχόλησης

Πέραν της αύξησης των ονομαστικών μισθών και της απασχόλησης το πρώτο τρίμηνο 2023, ενίσχυση σημειώθηκε και στις υπόλοιπες κατηγορίες πρωτογενών εισοδημάτων των νοικοκυριών, όπως το λειτουργικό πλεόνασμα / μικτό εισόδημα και το εισόδημα περιουσίας, συμβάλλοντας σημαντικά στην ετήσια αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος (11,3% σε τρέχουσες τιμές). Ωστόσο τα προαναφερθέντα μεγέθη είναι ονομαστικά, δηλαδή δείχνουν την αύξηση των αμοιβών ανά απασχολούμενο σε όρους νομισματικών μονάδων και όχι σε όρους αγοραστικής δύναμης αγαθών και υπηρεσιών. Λαμβάνοντας υπόψιν τον υψηλό πληθωρισμό του περασμένου έτους (+9,3%), σε μεγάλο βαθμό εισαγόμενου λόγω της ανόδου των τιμών ενέργειας και των προβλημάτων που προκάλεσε η πανδημία στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες και στο εμπόριο, οι πραγματικές αμοιβές ανά απασχολούμενο στην Ελλάδα μετά από αύξηση 1,9% το 2021, συρρικνώθηκαν κατά 7,1% το 2022, ενώ το πρώτο τρίμηνο 2023 η μείωση ήταν σαφώς ηπιότερη στο 0,7% λόγω της αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού και της περαιτέρω αύξησης των ονομαστικών μισθών.

Στο τέλος του 2013, δηλαδή στην κορύφωση των αρχικών επιπτώσεων της κρίσης χρέους, μια από τις σημαντικότερες προκλήσεις που αντιμετώπιζε η ελληνική οικονομία ήταν η αποκλιμάκωση του ποσοστού ανεργίας και η αύξηση της απασχόλησης.

Η μείωση της ανεργίας

Δέκα χρόνια μετά, το ποσοστό ανεργίας έχει μειωθεί σημαντικά, παρά ταύτα παραμένει αρκετά υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ-27 και της Ευρωζώνης, και η απασχόληση έχει ανακτήσει ένα σημαντικό μέρος των απωλειών της 5ετίας 2009-2013.

Πέραν της συνέχισης των προαναφερθεισών θετικών εξελίξεων μέσω της αποκλιμάκωσης της διαρθρωτικής ανεργίας, της ενίσχυσης του ποσοστού συμμετοχής και της επιβράδυνσης του δημογραφικού προβλήματος, εξίσου σημαντικό είναι να ανακάμψουν και οι πραγματικές αμοιβές ανά απασχολούμενο. Σε μεγάλο βαθμό η στασιμότητα των πραγματικών μισθών στην Ελλάδα όπως και το χαμηλό κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ-27 και της Ευρωζώνης αποτελεί την άλλη όψη του νομίσματος της στασιμότητας που χαρακτηρίζει την παραγωγικότητα της εργασίας 

Ως εκ τούτου, κλειδί για την ανάκαμψη των πραγματικών αμοιβών ανά απασχολούμενο είναι η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Η τελευταία δύναται να ενισχυθεί μέσω παραγωγικών επενδύσεων, μεταρρυθμίσεων, αποτελεσματικής εισαγωγής (ή και παραγωγής όπου είναι εφικτό) και διάχυσης νέων τεχνολογιών και βελτίωσης της ποιότητας των θεσμών, δηλαδή μέσω πολιτικών που στοχεύουν στην προσφορά.

 

 

Κλιματική αλλαγή

Με τη συζήτηση γύρω από τις πυρκαγιές και κατ΄ επέκταση την κλιματική αλλαγή να συνεχίζεται. Πάμε σε ένα ενδιαφέρον άρθρο που έγραψε ο Darrell Kaufman (Ο Darrell Kaufman είναι καθηγητής Γεωεπιστημών και Περιβαλλοντικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Βόρειας Αριζόνα) στο The Conversation.

Καθώς ο καύσωνας κατακλύζει μεγάλες εκτάσεις της Γης, πολλοί άνθρωποι προσπαθούν να τοποθετήσουν τις ακραίες θερμοκρασίες σε ένα πλαίσιο και ρωτούν: Πότε έκανε τόσο ζέστη στο παρελθόν;

Σε παγκόσμιο επίπεδο, το 2023 υπήρξαν μερικές από τις πιο ζεστές ημέρες στις σύγχρονες μετρήσεις, αλλά τι γίνεται πιο παλιά, πριν από τους μετεωρολογικούς σταθμούς και τους δορυφόρους;

Ορισμένα ειδησεογραφικά πρακτορεία ανέφεραν ότι οι ημερήσιες θερμοκρασίες έφτασαν σε υψηλό 100.000 ετών.

Ως επιστήμονας του παλαιοκλίματος που μελετά τις θερμοκρασίες του παρελθόντος, καταλαβαίνω από πού προέρχεται αυτός ο ισχυρισμός, αλλά ανατριχιάζω με τους ανακριβείς τίτλους. Ενώ ο ισχυρισμός αυτός μπορεί κάλλιστα να είναι σωστός, δεν υπάρχουν λεπτομερή αρχεία θερμοκρασίας που να εκτείνονται 100.000 χρόνια πίσω, οπότε δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι.

Να τι μπορούμε να πούμε με σιγουριά για το πότε η Γη ήταν τελευταία φορά τόσο ζεστή:

Μια νέα κλιματική περίοδος

Οι επιστήμονες κατέληξαν πριν από μερικά χρόνια στο συμπέρασμα ότι η Γη είχε εισέλθει σε μια νέα κλιματική κατάσταση που δεν είχε παρατηρηθεί εδώ και 100.000 χρόνια. Όπως συζητήσαμε πρόσφατα με τον συνάδελφό μας κλιματολόγο Nick McKay σε άρθρο σε επιστημονικό περιοδικό, το συμπέρασμα αυτό ήταν μέρος της έκθεσης αξιολόγησης του κλίματος που δημοσιεύθηκε από τη Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) το 2021.

Η Γη ήταν ήδη περισσότερο από 1 βαθμό Κελσίου θερμότερη από την προβιομηχανική εποχή, και τα επίπεδα των αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα ήταν αρκετά υψηλά ώστε να εξασφαλίζουν ότι οι θερμοκρασίες θα παραμείνουν αυξημένες για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Ακόμα και σύμφωνα με τα πιο αισιόδοξα σενάρια για το μέλλον – στα οποία οι άνθρωποι σταματούν να καίνε ορυκτά καύσιμα και μειώνουν τις άλλες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου – η μέση παγκόσμια θερμοκρασία είναι πολύ πιθανό να παραμείνει τουλάχιστον 1 βαθμό Κελσίου πάνω από τις προβιομηχανικές θερμοκρασίες, και ενδεχομένως πολύ υψηλότερη, για πολλούς αιώνες.

Αυτή η νέα κλιματική κατάσταση, που χαρακτηρίζεται από ένα επίπεδο παγκόσμιας θέρμανσης 1 βαθμού Κελσίου και άνω σε βάθος πολλών αιώνων, μπορεί να συγκριθεί αξιόπιστα με μοντέλα θερμοκρασίας από το πολύ μακρινό παρελθόν.

Πώς μετράμε τις θερμοκρασίες του παρελθόντος

Για να εντοπίσουν τις θερμοκρασίες από εποχές πριν από τα θερμόμετρα, οι επιστήμονες του παλαιοκλίματος βασίζονται σε πληροφορίες που είναι αποθηκευμένες σε διάφορα φυσικά αρχεία.

Το πιο διαδεδομένο αρχείο που πηγαίνει πολλές χιλιάδες χρόνια πίσω βρίσκεται στον πυθμένα των λιμνών και των ωκεανών, όπου μια ποικιλία βιολογικών, χημικών και φυσικών στοιχείων προσφέρει ενδείξεις για το παρελθόν. Αυτά τα υλικά συσσωρεύονται συνεχώς με την πάροδο του χρόνου και μπορούν να αναλυθούν με την εξαγωγή ενός πυρήνα ιζήματος από τον πυθμένα της λίμνης ή του ωκεανού.

Αυτά τα αρχεία με βάση τα ιζήματα είναι πλούσιες πηγές πληροφοριών που έχουν επιτρέψει στους επιστήμονες του παλαιοκλίματος να ανακατασκευάσουν τις παγκόσμιες θερμοκρασίες του παρελθόντος, αλλά έχουν σημαντικούς περιορισμούς.

Πρώτον, τα ρεύματα του πυθμένα και οι οργανισμοί που σκάβουν μπορούν να αναμείξουν το ίζημα, κρύβοντας τυχόν βραχυπρόθεσμες αιχμές της θερμοκρασίας. Αφετέρου, το χρονοδιάγραμμα για κάθε καταγραφή δεν είναι γνωστό με ακρίβεια, οπότε όταν πολλαπλές καταγραφές υπολογίζονται κατά μέσο όρο για να εκτιμηθεί η παρελθούσα παγκόσμια θερμοκρασία, οι μικροσκοπικές διακυμάνσεις μπορεί να ακυρωθούν.

Εξαιτίας αυτού, οι επιστήμονες του παλαιοκλίματος διστάζουν να συγκρίνουν τη μακροπρόθεσμη καταγραφή της θερμοκρασίας του παρελθόντος με τις βραχυπρόθεσμες ακραίες τιμές.

Κοιτώντας πίσω δεκάδες χιλιάδες χρόνια

Η μέση παγκόσμια θερμοκρασία της Γης έχει κυμανθεί μεταξύ παγετωδών και μεσοπαγετωδών συνθηκών σε κύκλους διάρκειας περίπου 100.000 ετών, οι οποίοι οφείλονται σε μεγάλο βαθμό σε αργές και προβλέψιμες αλλαγές στην τροχιά της Γης με συνακόλουθες αλλαγές στις συγκεντρώσεις των αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα. Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε σε μια μεσοπαγετώδη περίοδο που ξεκίνησε πριν από περίπου 12.000 χρόνια, καθώς τα στρώματα πάγου υποχώρησαν και τα αέρια του θερμοκηπίου αυξήθηκαν.

Εξετάζοντας αυτή τη μεσοπαγετώδη περίοδο των 12.000 ετών, η παγκόσμια θερμοκρασία κατά μέσο όρο και σε βάθος πολλών αιώνων μπορεί να κορυφώθηκε περίπου πριν από 6.000 χρόνια, αλλά πιθανότατα δεν ξεπέρασε το όριο παγκόσμιας θέρμανσης του 1 βαθμού Κελσίου σε εκείνο το σημείο, σύμφωνα με την έκθεση της IPCC. Μια άλλη μελέτη διαπίστωσε ότι οι μέσες παγκόσμιες θερμοκρασίες συνέχισαν να αυξάνονται κατά τη διάρκεια της μεσοπαγετώδους περιόδου.

Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να κοιτάξουμε πιο πίσω για να βρούμε μια εποχή που μπορεί να ήταν τόσο θερμή όσο η σημερινή.

Το τελευταίο παγετώδες επεισόδιο διήρκεσε σχεδόν 100.000 χρόνια. Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι μακροπρόθεσμες παγκόσμιες θερμοκρασίες έφτασαν την προ-βιομηχανική βασική τιμή οποιαδήποτε στιγμή κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.

Αν κοιτάξουμε ακόμη πιο πίσω, στην προηγούμενη μεσοπαγετώδη περίοδο, η οποία κορυφώθηκε πριν από περίπου 125.000 χρόνια, βρίσκουμε ενδείξεις για θερμότερες θερμοκρασίες. Τα στοιχεία υποδηλώνουν ότι η μακροπρόθεσμη μέση θερμοκρασία ήταν πιθανώς όχι περισσότερο από 1,5 βαθμούς Κελσίου πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα – όχι πολύ περισσότερο από το σημερινό επίπεδο υπερθέρμανσης του πλανήτη.

Και τώρα τι;

Χωρίς ταχείες και συνεχείς μειώσεις των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, η Γη βρίσκεται σε πορεία προς το τέλος του αιώνα να φθάσει σε θερμοκρασίες περίπου 3 βαθμών Κελσίου πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα, και ενδεχομένως αρκετά υψηλότερες.

Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να ανατρέξουμε εκατομμύρια χρόνια πίσω για να βρούμε μια κλιματική κατάσταση με τόσο υψηλές θερμοκρασίες. Αυτό θα μας πήγαινε πίσω στην προηγούμενη γεωλογική εποχή, το Πλειόκαινο, όταν το κλίμα της Γης ήταν ένας μακρινός συγγενής του κλίματος που στήριξε την άνοδο της γεωργίας και του πολιτισμού.

 
 
 
 
 
 

 

 

 

Παλαιότερα Σχόλια

   

Αποποίηση Ευθύνης.... 

© 2016-2023 Greek Finance Forum