Στην
μεταπολιτευτική περίοδο υπήρξαν ασφαλώς
διαφωνίες, διαφορετικές προσεγγίσεις. Όπως για
παράδειγμα μεταξύ Σημίτη- Κληρίδη για τους
S-300, που έληξε μεν με αναταράξεις, αλλά η
συνοχή του μετώπου παρέμεινε. Για την ιστορία να
αναφέρουμε πως ο Γλαύκος Κληρίδης πριν
συμφωνήσει στην μη εγκατάσταση του πυραυλικού
συστήματος στην Κύπρο, είπε απευθυνόμενος στο
Σημίτη σε εκείνη την πολυσυζητημένη σύσκεψη στο
Μαξίμου, της 27ης Νοεμβρίου 1998: «Το 1967 μια
άλλη ελληνική Κυβέρνηση, μη δημοκρατική, απέσυρε
τη Μεραρχία από την Κύπρο και την άφησε γυμνή.
Το 1974 μια άλλη Κυβέρνηση, δημοκρατική,
εγκατέλειψε την Κύπρο ανυπεράσπιστη, στον
δεύτερο Αττίλα. Δεν θέλω να πιστέψω ότι θα
συμβεί και τώρα το ίδιο. Θέλω να υπογραμμίσω ότι
κινδυνεύει το γόητρο και η υπόσταση του μετώπου
Κύπρου και Ελλάδας, το οποίο κτίσαμε με κόπο και
μόχθο. Προσωπικά δεν με ενοχλεί το πολιτικό
κόστος, διότι δεν θα είμαι ξανά υποψήφιος για
την προεδρία. Όμως με φοβίζει το κλίμα που θα
δημιουργηθεί μέσα στον κυπριακό Ελληνισμό…» (
από το βιβλίο του Γιαννάκη Ομήρου,
«Καταγραφή»).
Οι
όποιες διαφωνίες, ενοχλούσαν, προκαλούσαν
μουρμουρητά, δεν οδηγούσαν, ωστόσο, σε ρήξη.
Ενδεχομένως να μετρούσε σε αυτό και το πολιτικό
κόστος που θα είχαν εσωτερικά.
Βεβαίως,
θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι στην Αθήνα
υπάρχει μια πολιτική και οικονομική ελίτ ( με
συγκοινωνούντα δοχεία με το κυπριακό
κατεστημένο), που θεωρεί το Κυπριακό
«πονοκέφαλο» και στην αφέλεια της υποστηρίζει
πως εάν δεν ήταν το ζήτημα της Κύπρου, τότε θα
άνοιγαν «λεωφόροι συνεργασίας» με την κατοχική
Τουρκία. Τα όσα διαδραματίζονται στο Αιγαίο
σχεδόν καθημερινά, το γκριζάρισμα περιοχών από
πλευράς Άγκυρας δεν είναι αποτέλεσμα του άλυτου
Κυπριακού. Εντάσσονται στους επεκτατικούς
σχεδιασμούς της κατοχικής Τουρκίας σε βάρος
Ελλάδος και Κύπρου, τις οποίες η Άγκυρα
αντιμετωπίζει ενιαία. Δεν υπάρχουν δυο
σχεδιασμοί, αλλά ένας. Δεν υπάρχουν δυο στόχοι,
αλλά ένας.
Ο νέος
Πρόεδρος της Κύπρου, Νίκος Χριστοδουλίδης, έχει
ενδιατρίψει και ακαδημαϊκά το ζήτημα των σχέσεων
Ελλάδος και Κύπρου («Οι Σχέσεις Αθηνών –
Λευκωσίας και το Κυπριακό, 1977–1988»). Γνωρίζει
καλά το θέμα και προφανώς αναγνωρίζει τη σημασία
του ελλαδικού παράγοντα, που είναι το μόνο
πραγματικό στήριγμα στην Κύπρο. Συνεπώς, το
μείζον είναι η διατήρηση του μετώπου και η
συνεργασία. Δεν θα πρέπει λογικά να επηρεάζονται
οι σχέσεις από ποιος κυβερνά στην Ελλάδα και
ποιος στην Κύπρο.
Προεκλογικά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε πολλές
παρεμβάσεις, που ξεπέρασαν το δεοντολογικά
αποδεκτό πλαίσιο της στήριξης του «αδελφού»
κόμματος. Όπως παρεμβάσεις προς αρχηγούς
κομμάτων να μην υποστηρίξουν την υποψηφιότητα
Χριστοδουλίδη. Οι εκλογές τελείωσαν, η Κυπριακή
Δημοκρατία έχει νέο Πρόεδρο και εξ όσων
πληροφορούμαστε, δεν επηρέασαν τις συνομιλίες
της περασμένης Δευτέρας. Και έτσι θα έπρεπε να
γίνει.
Το θέμα
των σχέσεων, της συνεργασίας είναι ευρύτερο και
αποδίδει όταν υπάρχει και σχεδιασμός και κοινή
πολιτική στόχευση. Έστω και με
καθυστέρηση, θεσμοθετήθηκε αυτή η συνεργασία με
τη συγκρότηση Ανώτατου Συμβουλίου
Διακυβερνητικής Συνεργασίας, Ελλάδος και Κύπρου.
Τόσο η Αθήνα όσο και η Λευκωσία, λειτουργούν
παρόμοια Συμβούλια με άλλες χώρες, όχι όμως
μεταξύ τους. Και ο λόγος ήταν μήπως και
«παρεξηγηθούν» από τρίτους και θεωρηθεί τούτο..
ένωση! Ή μήπως και αντιδράσει, θυμώσει, η
κατοχική Τουρκία. Δεν πρέπει, λένε, να
στέλνονται λανθασμένα μηνύματα. Αυτό κάνουν,
δηλαδή, Ελλάδα- Τουρκία ή Γαλλία- Γερμανία, που
συγκρότησαν τέτοια Συμβούλια;
Το θέμα
δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με αγκυλώσεις και
επιδερμικά. Δεν έχουμε δει, για παράδειγμα, από
αυτούς που αντιδρούν να πράττουν το ίδιο και με
το γεγονός ότι η Ελλάδα προσφέρει θέσεις για
δωρεάν φοίτηση σε πανεπιστήμια σε Κύπριους. Ή
όταν αποστέλλονται δωρεάν βιβλία από την Ελλάδα
για τα σχολεία.
Κώστας
Βενιζέλος (philenews.com) |