Την
ανάγκη αυτή της κρατικής παρέμβασης στην
κοινωνία, για την αντιμετώπιση της οικονομικής
κρίσης στη Γερμανία (1929>) και την απόκρουση
του ναζισμού που κέρδισε τις εκλογές τον Μάρτιο
του 1933, υποστήριξε ιδιαίτερα η λεγόμενη
«Φιλελεύθερη Οικονομική Σχολή» του Freiburg από
το έτος 1933 (Eucken, Ropke, Rustow κ.ά.), η
θεωρία της οποίας απεκλήθη, από το έτος 1948,
«κοινωνική οικονομία της αγοράς». Αυτός είναι ο
«νέος-φιλελευθερισμός» με βαθιές παρεμβατικές
οικονομικές τομές (να μη συγχέεται με τον
«νεοφιλελευθερισμό» των Reagan και Thatcher,
1979>), ο οποίος από το έτος 1948 απεκλήθη και
«Ordoliberalismus», επειδή, τότε, εκπρόσωποι της
ως άνω Σχολής εξέδωσαν το περιοδικό «Ordo»,
θέλοντας έτσι να υπάρχει άμεση αναφορά στην
ανάγκη οικονομικής και κοινωνικής συνταγματικής
«τάξης». Στη δυτική πολιτική θεωρία ο
φιλελεύθερος αυτός παρεμβατισμός, που δεν είναι
συντηρητικός, όπως ήταν ο προηγούμενος κλασικός
φιλελευθερισμός, αποκαλείται κυρίως «κοινωνικός
φιλελευθερισμός», είναι δε το ισχύον και στην
Ελλάδα πολιτικό σύστημα, ενόψει των ισχυουσών
συνταγματικών διατάξεων.
Το
αντικείμενο λοιπόν του παρουσιαζόμενου τόμου
είναι, ακριβώς, η εις βάθος ανάλυση αυτού του
Ordoliberalismus (κυρίως 1933-1979), ο οποίος
κινείται ανάμεσα στον σοσιαλισμό και τον κλασικό
φιλελευθερισμό και γι’ αυτό ο συγγρ. θεωρεί ότι
πρόκειται, κατ’ ουσίαν, περί ενός «τρίτου
δρόμου» (dritter Weg), παραπέμποντας στη θέση
αυτή του επιφανούς οικονομολόγου Ropke, όχι όμως
με την έννοια του Giddens (βλ. Ο Τρίτος Δρόμος,
Η ανανέωση της Σοσιαλδημοκρατίας, εκδ. Πόλις
1998). Αν όμως ληφθεί υπόψιν ότι ο
νέος-φιλελευθερισμός έχει σαφώς αποδεχθεί τον
οικονομικό παρεμβατισμό του Keynes (1933), λίγο
δε αργότερα και τον κοινωνικό παρεμβατισμό του
Beveridge (1942), πώς δέχεται ο συγγρ. ότι ο
Ordoliberalismus μάχεται τον Keynes (σ.161),
αφού άλλωστε και στην οικονομική θεωρία απόλυτη
ταύτιση θέσεων δεν υπάρχει.
Ο
ανθρωπιστικός λοιπόν αυτός φιλελευθερισμός έχει
καθαρώς ηθική διάσταση και τροφοδοτείται από τον
χριστιανικό και ελληνορρωμαϊκό πολιτισμό, τις
αρχές του Διαφωτισμού και τη διδασκαλία του
Kant,όπου κυριαρχούν η ελευθερία, η αυτονομία
του ατόμου (σ.240) και γενικότερα οι
ανθρωπιστικές αξίες. Δέχεται, επίσης, ότι η
υπερσυγκέντρωση των εξουσιών δημιουργεί
δυσλειτουργίες και προβλήματα δημοκρατίας, ενώ
οι αποκεντρωμένες αρχές, που απωθούν τον
αυταρχισμό, εξυπηρετούν καλύτερα τις επιμέρους
κοινωνίες (= συμμετοχική δημοκρατία) και τα
δικαιώματα του ανθρώπου (σ.201), δοθέντος ότι η
αποκέντρωση σημαίνει αποδοχή της
διαφορετικότητας, της εγγύτητας και της
επικουρικότητας (σ.232), προτείνεται δε και η
μεταφορά των βιομηχανιών στην ύπαιθρο ή σε
μικρές πόλεις. Αποκρούει, άρα, ο συγγραφέας το
συγκεντρωτικό κράτος. Δηλαδή δεν είναι οπαδός
του jacobinisme που εν πολλοίς φαίνεται ότι είχε
αποδεχθεί ο de Gaulle (Sirey, Dictionnaire des
idees politiques, 1998, σελ. 87).
Επίσης,
ο φιλελευθερισμός αυτός τάσσεται υπέρ της
ελευθερίας του ανταγωνισμού αλλά κατά των
ιδιωτικών μονοπωλίων και μεταφέρει εδώ ο συγγρ.
την θέση του Rustow που απορρίπτει την έννοια
της «ανάπτυξης» και την αντικαθιστά με την
«ποιότητα ζωής», δηλαδή, σήμερα, με την «βιώσιμη
ανάπτυξη» (σ.256). Να προστεθεί ότι, ως προς την
ελληνική οικονομική κρίση κατά την περίοδο
2010-2012, ο συγγρ. αποδίδει την ευθύνη όχι
τόσο στον Γερμανό Schauble, επηρεασμένο από τον
Ordoliberalisme, όσο στην αμέλεια των τότε
κυβερνήσεων που δεν είχαν εφαρμόσει αυστηρούς
προϋπολογισμούς (σ.267).
Καταφαίνεται, λοιπόν, ότι ο «ανθρωπιστικός
φιλελευθερισμός» του συγγρ. σχεδόν ταυτίζεται με
τον «κοινωνικό φιλελευθερισμό» και είναι
περισσότερο θέμα ορολογίας. Για όλα τα
προεκτεθέντα, βλ. αναλύσεις και σε Π. Παραρά,
Οικονομική Ελευθερία, Σάκκ.,2019, σελ. 59-90. Ο
συγγρ. είναι οικονομολόγος και διδάσκει στη
Γαλλία και ΗΠΑ.
*Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου ,Επίτιμος
Αντιπρόεδρος ΣτΕ
European
Business Review |