Οι
πολιτικές δυνάμεις και η παραπληροφόρηση
συνεχίζουν να διαστρεβλώνουν τις αποφάσεις
πολιτικής. Διερευνούμε τα σοβαρά ζητήματα
διακυβέρνησης που μαστίζουν τον τραπεζικό τομέα
και υπονομεύουν τις δημοκρατίες μας. Ενα
αξιοσημείωτο παράδειγμα είναι ο διακανονισμός 13
δισεκατομμυρίων δολαρίων που συμφώνησε η
JPMorgan Chase στα τέλη του 2013 για να αποφύγει
δίκη που θα αποκάλυπτε λεπτομέρειες απάτης που
διέπραξαν οι υπάλληλοι της τράπεζας υπό την
ηγεσία του Τζέιμι Ντάιμον.
Ενώ ο
Ντάιμον ορθά ισχυρίζεται ότι οι τραπεζικοί
κανόνες είναι υπερβολικά περίπλοκοι, αντιτίθεται
επίσης σθεναρά σε απλούστερους κανονισμούς.
Ομως, σχεδιάζοντας και εφαρμόζοντας τέτοιους
κανόνες αποτελεσματικά, οι υπεύθυνοι χάραξης
πολιτικής θα μπορούσαν να μειώσουν την ανάγκη
για πιο δαπανηρούς κανονισμούς και να αποφέρουν
σημαντικά κοινωνικά οφέλη σχεδόν χωρίς κόστος.
Εάν οι
τράπεζες δεν είναι ελκυστικές για τους
επενδυτές, αυτό μπορεί να οφείλεται στην
αντιληπτή αδιαφάνειά τους ή στο ότι η τραπεζική
έχει γίνει υπερβολικά εξαρτημένη από
επιδοτήσεις. Ωστόσο, οι γενικές επιδοτήσεις προς
τις τράπεζες δεν έχουν νόημα. Αντίθετα, τα
δημόσια κονδύλια θα πρέπει να κατευθύνονται σε
αιτίες που αξίζουν και σε αυτούς που χρειάζονται
περισσότερο υποστήριξη.
Η
αδυναμία των δημοκρατιών μας να αντισταθούν στην
επιρροή των ισχυρών εταιρειών και των ηγετών
τους είναι ανησυχητική, δεδομένου ότι αυτή η
συνεχιζόμενη αποτυχία τροφοδοτεί τη δυσαρέσκεια
για τα οικονομικά, πολιτικά και νομικά μας
συστήματα. Η εξαπάτηση (ενδεχομένως αυταπάτη)
είναι διαδεδομένη όχι μόνο στον τραπεζικό τομέα
αλλά και σε πολλούς άλλους κλάδους.
Βασισμένες σε παραπλανητικές και ανειλικρινείς
απειλές, οι τράπεζες άσκησαν λυσσαλέα πιέσεις
και κινητοποίησαν πολίτες και πολιτικούς να
αντιταχθούν στους προτεινόμενους κανόνες. Στην
πολιτική των τραπεζών φοβάμαι ότι η εσκεμμένη
τύφλωση ως προς την αλήθεια είναι πιθανό να μην
επιτρέψει να υπάρξουν καλύτεροι κανόνες.
Η Ανάτ
Αντμάτι είναι καθηγήτρια Οικονομικών στο
Stanford Graduate School of Business
Πρώτη
δημοσίευση στον Οικονομικό Ταχυδρόμο |