α) Είναι
προαπαίτηση για επένδυση στο ελληνικό χρέος (και
άλλα χρεόγραφα) από μεγάλους θεσμικούς
επενδυτές, οπότε τα ελληνικά ομόλογα θα είναι
πια στο ραντάρ διαχειριστών κεφαλαίων
μακροπρόθεσμης προοπτικής ύψους 25-30 τρισ.
ευρώ, με αποτέλεσμα τη μείωση των αποδόσεων των
ομολόγων, άρα και του κόστους εξυπηρέτησης του
χρέους.
β) Την
αναβάθμιση θα ακολουθήσει αυτή των τραπεζών, με
επακόλουθη τη μείωση του κόστους δανεισμού τους
και σε δεύτερο χρόνο τη μείωση του κόστους
δανεισμού επιχειρήσεων και καταναλωτών.
γ)
Αποκαθίσταται η εμπιστοσύνη φορέων παραγωγικών
επενδύσεων, οπότε μακροπρόθεσμα θα προσελκυστούν
ξένα κεφάλαια σε ελληνικά πρότζεκτ, με θετικές
επιπτώσεις στο ΑΕΠ και στην απασχόληση.
Η Ελλάδα
είναι η μόνη χώρα της Ευρωζώνης με το αξιόχρεό
της χαμηλότερα από επενδυτική βαθμίδα. Ως εκ
τούτου, κατά τους κανονισμούς της ΕΚΤ, τα
ομόλογά της δεν είναι επιλέξιμα για τις
παρεμβάσεις πιστωτικής χαλάρωσης και τα ελληνικά
χρεόγραφα δεν είναι αποδεκτά ως ενέχυρο για την
παροχή ρευστότητας στις τράπεζες. Πλην όμως, με
τις αποφάσεις του συμβουλίου ΕΚΤ Μαρτίου και
Ιουνίου 2020, οι κανονιστικοί περιορισμοί
παρακάμφθηκαν για να αντιμετωπισθεί η πανδημική
κρίση. Η ΕΚΤ αγόρασε και διακρατεί ομόλογα ύψους
38 δισ. ευρώ (περίπου το 50% των ελεύθερα
διαπραγματεύσιμων ελληνικών ομολόγων) και οι
τράπεζες βρέθηκαν με ρευστότητα 50 δισ. ευρώ
(από 7,5 δισ. ευρώ τον Φεβρουάριο 2020 – από τον
Νοέμβριο 2022 η ρευστότητα προς τις τράπεζες
μειώνεται σταδιακά σε όλη την Ευρώπη, ως μέτρο
ποσοτικής σύσφιγξης).
Οσον
αφορά την ΕΚΤ, δεν υπάρχει κανένα προνόμιο
«επενδύσιμης χώρας» το οποίο να μην απολαμβάνει
η Ελλάδα. Σε διαδοχικά συμβούλια της ΕΚΤ έχει
επαναβεβαιωθεί η εξαίρεση της χώρας από τους
κανονιστικούς περιορισμούς. Με τον τρέχοντα
προγραμματισμό της ΕΚΤ, η εξαίρεση θα ισχύει
τουλάχιστον μέχρι το τέλος 2024. Οσον αφορά την
ΕΚΤ, λοιπόν, η κατάκτηση της επενδυτικής
βαθμίδας έχει μόνον συμβολικό χαρακτήρα. Με την
κατ’ εξαίρεση αντιμετώπιση της Ελλάδας από την
ΕΚΤ, οι αγορές (πρέπει να) είναι το κύριο
ενδιαφέρον μας.
Για να
ικανοποιηθούν οι κανονιστικές απαιτήσεις σχετικά
με το αξιόχρεο, αρκεί ένας μόνον από τους
τέσσερις οίκους να απονείμει το investment grade
στη χώρα. Οι αγορές όμως κρίνουν και το κύρος
καθενός από τους οίκους. Στη σχετική έκθεση της
ESMA (European Securities and Markets Authority
– Ευρωπαϊκή Αρχή Χρεογράφων και Αγορών) του
Δεκεμβρίου 2022 αναφέρεται πως το μερίδιο αγοράς
(πόσοι πληρώνουν για τις υπηρεσίες τους) στην
Ευρώπη για τους οίκους αξιολόγησης είναι 50%,
33%, 10%, 1,3% για τους S&P, Moody’s, Fitch,
DBRS, αντιστοίχως – το μερίδιο του οίκου Scope,
που μας απένειμε την περασμένη εβδομάδα το δικό
του investment grade, είναι ίσο με του DBRS,
1,3%. Οσον αφορά ειδικότερα τις υπηρεσίες
σχετικά με κρατικό χρέος, ο S&P απολαμβάνει
ακόμη υψηλότερο μερίδιο αγοράς, 58%, με τον DBRS
να μην αναφέρεται καν. Είναι προφανές πως όσον
αφορά τις αγορές, το κρίσιμο για την Ελλάδα
είναι η απόφανση του S&P. Η ενδεχόμενη θετική
αξιολόγηση από τον DBRS (συμπτωματικά την
προηγουμένη της ομιλίας του πρωθυπουργού στη
ΔΕΘ) θα είναι χωρίς ουσιαστικές επιπτώσεις –
πλην επικοινωνιακών. Πρέπει να περιμένουμε μέχρι
τον Οκτώβριο τον S&P.
Στην
τελευταία αξιολόγηση του S&P, 21/4, αναφέρεται
σε δύο διαδοχικές παραγράφους ότι: α) η Ελλάδα
μπορεί να αναβαθμισθεί τους επόμενους 12 μήνες
εάν συνεχισθεί η μεταρρυθμιστική προσπάθεια και
η ικανοποιητική δημοσιονομική διαχείριση, β) η
Ελλάδα μπορεί να υποβαθμισθεί τους επόμενους 12
μήνες εάν δεν συμμαζευτεί το έλλειμμα του
εξωτερικού ισοζυγίου. Η άμεση αναβάθμιση σε
επενδυτική βαθμίδα είναι κάθε άλλο παρά σίγουρη.
Πολύ περισσότερο που τα στοιχεία εξαμήνου
δείχνουν πως το έλλειμμα του εξωτερικού
ισοζυγίου (πλην πετρελαιοειδών με τις
συγκυριακές αυξομειώσεις) έχει αυξηθεί.
Το άλλο
μεγάλο ζήτημα το οποίο καθιστά αβέβαιη τη θετική
εξέλιξη είναι η απελπιστικά ρηχή αγορά ελληνικών
ομολόγων. Οι αγορές ομολόγων από την ΕΚΤ, η
παθητική διαχείριση του χαρτοφυλακίου των φορέων
του Δημοσίου, οι μη λογιστικοποιημένες ζημίες
των τραπεζών από την αύξηση των αποδόσεων που
τις υποχρεώνει να διακρατούν τα ομόλογα και
κυρίως η πολιτική περιορισμένων εκδόσεων χρέους
που ακολούθησε ο ΟΔΔΗΧ τη διετία των χαμηλών
επιτοκίων είχαν ως αποτέλεσμα να υπάρχουν
λιγότερα από 10 δισ. ευρώ ελληνικών ομολόγων
στις αγορές. Περιμένουμε οφέλη από τα 25-30
τρισ. των θεσμικών επενδυτών και δεν υπάρχουν
ομόλογα να αγοράσουν. Επίσης, σε μια τόσο ρηχή
αγορά, οι επενδυτές αποφεύγουν την τοποθέτηση
λόγω του κινδύνου εγκλωβισμού τους σε μια
αρνητική συγκυρία. Να θυμηθούμε πως η Ελλάδα την
25/3/2011 πέτυχε την πρώτη μίνι αναδιάρθρωση των
μνημονιακών δανείων με άμεσο όφελος 8,2 δισ.
ευρώ. Τη Δευτέρα 28/3/2011 ο S&P υποβάθμισε (ενώ
η θέση της χώρας είχε βελτιωθεί) το αξιόχρεο της
Ελλάδας με το σκεπτικό πως οι ιδιώτες επενδυτές
έχουν αυξημένο κίνδυνο εγκλωβισμού.
Παρά το
πολλαπλώς τροφοδοτούμενο κλίμα ευφορίας σχετικά
με την αναβάθμιση, αυτή κάθε άλλο παρά σίγουρη
είναι. Τα δε οφέλη από την αναβάθμιση –τώρα ή σε
έξι μήνες– θα αργήσουν να φανούν και να
καταγραφούν στους δείκτες. Προφανώς, θα είναι
καλύτερα η αναβάθμιση να έλθει τον Οκτώβριο,
αλλά και η άνοιξη 2024 μια χαρά είναι. Ας
περιμένουμε μέχρι τον Οκτώβριο, την αξιολόγηση
του S&P.
* Ο κ.
Γιώργος Προκοπάκης είναι σύμβουλος επιχειρήσεων.
** Το
άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή της
Κυριακής. |