Στην
τρέχουσα φάση η παγκόσμια οικονομία βιώνει
εκείνο που ο Μίλτον Φρίντμαν έδειχνε, ήδη, από
τη δεκαετία του ’60 ως «το μεγάλο κενό»: την
εποχή της μεγάλης αβεβαιότητας κατά την οποία οι
αλλαγές στη νομισματική πολιτική δεν έχουν ακόμη
απτό αποτύπωμα στην πραγματική οικονομία. Στην
επόμενη φάση οι διεθνείς τράπεζες και
επενδυτικοί οίκοι προεξοφλούν ότι θα αρχίσει η
περίοδος του μεγάλου πόνου για επιχειρήσεις,
καταναλωτές και κυβερνήσεις – η περίοδος κατά
την οποία θα πρέπει να αποπληρώσουν ή να
αναχρηματοδοτήσουν δάνεια τρισεκατομμυρίων ευρώ,
τα οποία είχαν πάρει στις εποχές του άφθονου και
πάμφθηνου χρήματος.
Κατά την
Goldman Sachs αυτό σημαίνει ότι έρχεται κύμα
χρεοκοπιών και δημοσιονομικών περικοπών κυρίως
στην Ευρώπη, όπου τα επιτόκια ήταν αρνητικά για
οκτώ συναπτά χρόνια. Σύμφωνα με τα στοιχεία του
Bloomberg, ειδικά για τις ευρωπαϊκές
επιχειρήσεις που προχώρησαν σε βαρύ δανεισμό στη
διάρκεια της πανδημίας οι μεγάλες προκλήσεις της
αναχρηματοδότησης αρχίζουν το 2024 και
κορυφώνονται το 2025. Οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές
επιχειρήσεις υπολογίζεται ότι έχουν συνολικές
δανειακές υποχρεώσεις άνω των 430 δισ. ευρώ, που
ωριμάζουν στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας. Και
σύμφωνα με τη Moody’s ο παγκόσμιος δείκτης
χρεοκοπιών των επιχειρήσεων που αξιολογούνται ως
junk θα ξεπεράσει τον ιστορικό μέσο όρο στο
τέλος του τρέχοντος έτους και θα πιάσει κορυφή
στο 4,7% τον Μάρτιο του 2024.
Για τους
καταναλωτές η μεγάλη πληγή εντοπίζεται στα
στεγαστικά δάνεια. Ήδη, στη Σουηδία το κόστος
πληρωμής των δόσεων σε αναλογία με το εισόδημα
διπλασιάστηκε φέτος και έχει φθάσει στο 10%. Για
τις δε κυβερνήσεις η πίεση των υψηλότερων
επιτοκίων στα δημόσια οικονομικά είναι ήδη
ορατή. Σε παγκόσμιο επίπεδο, τα κράτη που
αξιολογούνται από τη Fitch έχουν εντός του 2023
υποχρεώσεις αποπληρωμής τοκοχρεολυσίων 2,3 τρισ.
δολαρίων – επίπεδο αυξημένο κατά 50% σε σχέση με
το 2020.
Είναι
προφανές ότι η εικόνα αυτή βαραίνει ακόμη
περισσότερο τις υπερχρεωμένες χώρες της
ευρωπεριφέρειας, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία. Και
μπορεί να μην οδηγεί αναγκαστικά σε νέα κρίση
χρέους, οδηγεί όμως ντε φάκτο σε περιοριστικές
δημοσιονομικές πολιτικές.
Νικόλ
Λειβαδάρη (Ναυτεμπορική) |