Κάπου
που θα υπάρχει ένας γιατρός για τα δύσκολα και
άνθρωποι που μπορούν να αναλάβουν τη φροντίδα
μας, στον βαθμό που χρειάζεται. Οι μέρες μας,
λέει, θα ξεκινούν με καφέ και κουβέντα, θα
συνεχίζονται με γυμναστική και με καλό φαγητό
και θα τελειώνουν με μπιρίμπα και ταινίες. Κι
όλο αυτό, βέβαια, ονειρεύομαι ότι δεν θα
στοιχίζει περισσότερο απ’ όσο θα μπορώ να
πληρώνω με τη σύνταξή μου. Πάνω απ’ όλα,
ονειρεύομαι να μην ταλαιπωρηθεί οικονομικά και
ψυχολογικά το παιδί μου και να μη γίνω βάρος σε
κανέναν.
Τολμώ να
μαντέψω πως οι περισσότεροι κάτι τέτοιο
φανταζόμαστε ως ιδανικό για τα χρόνια της δύσης
μας. Σήμερα λοιπόν, τέτοιο πράγμα δεν υπάρχει
στη χώρα. Εκτός κι αν είναι κανείς ζάπλουτος και
μπορεί να πληρώσει κάποιον από τους ελάχιστους
πολυτελείς οίκους ευγηρίας. (Ειρήσθω εν παρόδω,
μήπως ήρθε η ώρα να καταργηθεί αυτός ο όρος;
Ηχεί κάπως σαν εκείνο το μνημειώδες
«σωφρονιστικό κατάστημα».)
Ομως,
δεν είναι θέμα πολυτέλειας. Είναι άμεση και
επείγουσα ανάγκη. Είναι και μαζική και θα
γίνεται όλο και μαζικότερη, αν αναλογιστεί
κανείς πως σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική
Αρχή το 23% των ανθρώπων στη χώρα είναι σήμερα
άνω των 65. Το 2070 το ποσοστό θα ανέβει στο
32,8%. Ενας στους 3, δηλαδή. Οι δε άνω των 80
στην Ελλάδα θα είναι τότε 15,3%. Αλλος το βλέπει
ως τεράστιο δημοσιονομικό βάρος. Στο χέρι μας
είναι όμως να το δούμε και ως ευκαιρία για την
οικονομία.
Σκεφτείτε πόσα χρήματα που τώρα περνούν κάτω από
τα ραντάρ θα ενίσχυαν την αγορά και τα κρατικά
ταμεία. Κι ένα βήμα παραπέρα: σκεφτείτε πόσο
ελκυστική θα ήταν η Ελλάδα και ως προορισμός για
ηλικιωμένους ανθρώπους από το εξωτερικό, αν
καταφέρναμε να αποκτήσουμε υποδομές και να
δομήσουμε ένα αξιόπιστο μοντέλο που να εγγυάται
κατά το δυνατόν αυτόνομη διαβίωση και επαρκή
φροντίδα σε προσιτή τιμή. Οι Ευρωπαίοι γερνούν
κι εμείς, που κάποτε δεν θέλαμε να γίνουμε τα
γκαρσόνια τους, ίσως συμφέρει τώρα να σκεφτούμε
πώς θα μπορούσαμε να γίνουμε η φιλόξενη πατρίδα
τής… προχωρημένης ωριμότητάς τους.
Πρώτη
δημοσίευση στο Βήμα |