Ο υπολογισμός του
κόστους είναι ωστόσο
απολύτως προσωρινός αφού
βασίζεται σε μία πρώτη
καταγραφή εκτιμήσεων
καταστροφής
Δημοσίων υποδομών
(οδικών δικτύων,
σχολείων, νοσοκομείων,
αεροδρομίων και
λιμανιών)
Εμπορικών, βιοτεχνικών
και βιομηχανικών
εγκαταστάσεων
Κατοικιών
Ενεργειακών δικτύων
(ηλεκτροδότηση, φυσικό
αέριο)
Τηλεπικοινωνιακών
δικτύων σταθερής και
κινητής τηλεφωνίας –
ίντερνετ.
Δεν έχει υπολογιστεί ο
χρόνος που θα χρειαστεί
για την επαναλειτουργία
των οικονομικών
δραστηριοτήτων σε μία
περιοχή που είναι σαν
την Αγγλία και όπου ζουν
14 εκατομμύρια πολίτες.
Η περιοχή αυτή
συνεισφέρει κατά 15% στο
Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν
(ΑΕΠ) της Τουρκίας.
Είναι πολύ νωρίς για να
υπολογιστεί συνολικά η
απώλεια εργατοωρών. Οι
αισιόδοξες προσεγγίσεις
που θέλουν να
ολοκληρώνεται η
ανοικοδόμηση των
κατοικιών σε έναν χρόνο
είναι εξωπραγματικές.
Συνολικά και μέχρι την
ώρα που γράφονται αυτές
οι γραμμές το σύνολο των
υπό μετακίνηση αστέγων
ανέρχεται σε πάνω από
ένα εκατομμύριο άτομα.
Υπολογίζεται πως μέσα
στις δύο επόμενες
εβδομάδες ο συνολικός
αριθμός των αστέγων θα
ξεπερνά τα 2
εκατομμύρια. Οι δαπάνες
καθημερινής διαχείρισης
αυτού του αριθμού
αστέγων πολιτών για
τρόφιμα, ένδυση,
φαρμακευτική και
νοσοκομειακή κάλυψη,
στέγαση, θέρμανση, άλλα
έξοδα διαβίωσης, δεν
έχουν ενταχθεί στην
πρώτη εκτίμηση συνολικού
κόστους των 84 δις
δολαρίων. Όπως δεν έχει
συνυπολογιστεί η
διευρυμένη εκτίμηση για
τον τελικό αριθμό των
αστέγων.
Στην πρώτη εκτίμηση
κόστους δεν
συμπεριλαμβάνονται και
οι ζημιές που έχουν
υποστεί οι στρατιωτικές
εγκαταστάσεις στην
περιοχή. Εκεί εδρεύει η
2η Στρατιά, εκείνη που
επιχειρεί εδώ και τρία
χρόνια στην Συρία και το
Ιράκ. Πρόκειται για ένα
σύμπλεγμα εγκαταστάσεων,
βάσεων, συνεργείων,
Logistics πάσης φύσεως,
στρατιωτικών ιατρικών
υπηρεσιών κ.λπ. Ποτέ δεν
θα πληροφορηθούμε με
ακρίβεια (ούτε καν κατά
προσέγγιση) το μέγεθος
της καταστροφής των
στρατιωτικών υποδομών
στην περιοχή.
Οι εκτιμητές, όταν
αναλύουν το κόστος του
σεισμού, αναφέρονται
κυρίως στα αστικά κέντρα
και στις εκεί
καταρρεύσεις των
χιλιάδων κτιρίων.
Κανένας δεν έχει προβεί
σε έναν λεπτομερή
υπολογισμό κόστους για
τις χιλιάδες αγροτικές
κατοικίες που έχουν
καταρρεύσει σχεδόν στην
ολότητά τους στην
περιοχή της Μαλάτιας
(στα ημιορεινά της
οροσειράς του Ταύρου)
αλλά και στις υπόλοιπες
αγροτικές περιοχές των
10 νομαρχιών που έχουν
κηρυχθεί σε κατάσταση
εκτάκτου ανάγκης.
Πρώτο συμπέρασμα,
λοιπόν. Τα 84
δισεκατομμύρια δολάρια
στα οποία αναφέρονται οι
πρώτες εκτιμήσεις του
συνολικού κόστους του
δίδυμου σεισμού δεν θα
είναι αρκετά για να
καλύψουν τις πραγματικές
ανάγκες ανοικοδόμησης
και επαναλειτουργίας της
οικονομίας στη
σεισμόπληκτη περιοχή. Τα
αναγκαία κονδύλια θα
ξεπεράσουν κατά πολύ
αυτή την εκτίμηση.
Δεύτερο συμπέρασμα. Η
οικονομία της Τουρκίας
δεν θα είναι σε θέση να
αντιμετωπίσει χωρίς
εξωτερικό δανεισμό τη
δαπάνη αποκατάστασης των
ζημιών. Το ΔΝΤ από μόνο
του δεν θα είναι σε θέση
να καλύψει όλον αυτόν
τον όγκο χρηματοδότησης.
Θα πρέπει να «στηθεί»
ένας μηχανισμός ανάλογος
με εκείνον που στήθηκε
για τον εξωτερικό
δανεισμό της Ελλάδας.
Τρίτο συμπέρασμα. Αν ο
σεισμός του 1999
στοίχισε στην Τουρκία
περί τα 40 δις δολάρια
αλλά και την υποχρεωτική
έλευση του ΔΝΤ με ό,τι
αυτό συνεπαγόταν, ο
σεισμός της 6ης
Φεβρουαρίου 2023 θα έχει
ένα κατά πολύ μεγαλύτερο
πολιτικό κόστος. Η λέξη
κλειδί από τούδε και εις
το εξής θα είναι
«ανταλλάγματα». Ποιο θα
είναι δηλαδή το
αντάλλαγμα που θα είναι
διατεθειμένος να
παραχωρήσει ο Ερντογάν
στους δανειστές.
Η ποιοτική και ποσοτική
περιγραφή των
ανταλλαγμάτων θα
εξαρτηθεί από το
στρατόπεδο των δανειστών
που ο Ερντογάν θα
επιλέξει. Θα είναι το
δυτικό στρατόπεδο, που
διαθέτει και τα κεφάλαια
και το know how, ή θα
είναι το ευρασιατικό
κονσόρτσιουμ, της Ρωσίας
και της Κίνας, με
κάποιους δευτερευούσης
σημασίας εταίρους;
Αν ο Ερντογάν επιλέξει
το δεύτερο τότε θα
μιλήσουμε για έναν
γεωπολιτικό σεισμό στην
Εγγύς Ανατολή. Αν η
Άγκυρα επιλέξει τη Δύση
τότε θα μιλήσουμε για
μία δυνητικά ολική
επαναφορά της Τουρκίας
σε μία άλλη τροχιά από
εκείνην που υιοθέτησε
μετά το πραξικόπημα του
Ιουλίου του 2016.
Η έκρηξη «δυτικότητας»,
όρος μάλλον αδόκιμος
αλλά που χαρακτηρίζει το
πολιτικό κλίμα που
επικράτησε μετά τον
σεισμό του Αυγούστου του
1999 στην Τουρκία, αυτός
ο πολιτικός άνεμος
αλλαγής, ήταν σαρωτικός.
Στην Τουρκία ανέλαβε με
επιταγή του ΔΝΤ ένας
τεχνοκράτης διεθνούς
διαμετρήματος, ο Κεμάλ
Ντερβίς. Στην Ελλάδα
κυβερνούσε ο Κώστας
Σημίτης. Εκείνη την
περίοδο συνέβησαν πολλά.
Αφενός η ελληνοτουρκική
προσέγγιση μετά την
κρίση των Ιμίων του
1996. Αφετέρου
στρατηγική απόφαση της
Άγκυρας να ακολουθήσει
πορεία ένταξης στην
Ευρώπη. Το κυρίαρχο
ωστόσο νέο στοιχείο ως
προς τα γεωπολιτικά
δεδομένα στην περιοχή
ήταν η Συμφωνία του
Ελσίνκι. Όλα αυτά τα
επιμέρους στοιχεία
χαρακτήριζαν αυτήν την
έκρηξη «δυτικότητας»
στην Τουρκία.
Κανένα από τα παραπάνω
στοιχεία δεν ισχύουν
σήμερα. Η Τουρκία
εγκατέλειψε το σχέδιο
σταδιακής πορείας της
προς την Ευρώπη
ακυρώνοντας το πρόγραμμα
μεταρρυθμίσεων και
εκσυγχρονισμού της. Η
Τουρκία υιοθέτησε ως
κυρίαρχη ιδεολογία το
πολιτικό Ισλάμ με τη
ριζοσπαστική στροφή του
Ερντογάν μετά το
πραξικόπημα του 2016. Η
Τουρκία εμβάθυνε τις
αντιδυτικές συμμαχίες
της με τη Ρωσία και το
Ιράν και καλλιέργησε τη
σχέση της με την Κίνα. Η
Τουρκία είναι μία
εντελώς διαφορετική χώρα
από εκείνη του 1999. Το
κυρίαρχο ιδεολόγημα που
είναι καρφωμένο στο
κεφάλι του μέσου Τούρκου
είναι εντελώς
διαφορετικό από εκείνο
που κυριαρχούσε το 1999.
Μία εικόνα χίλιες
λέξεις. Το 1999 σε κάθε
διάσωση σεισμόπληκτου
από τα σωστικά συνεργεία
ο κόσμος ξεσπούσε σε
χειροκροτήματα και
κραυγές ευχαρίστησης. Το
2023 πάνω από τα
χαλάσματα σε κάθε
διάσωση ακουγόταν η
κραυγή «Αλλαχού Ακμπάρ».
Σε 24 χρόνια ένας
ολόκληρος κόσμος άλλαξε.
Οι κοινωνικές
συμπεριφορές άλλαξαν. Τα
πρότυπα είναι
διαφορετικά. Οι
πολιτικές επιρροές είναι
διαφορετικές.
Μέσα στις δύο επόμενες
εβδομάδες θα
ξεκαθαρίσουν τρία βασικά
πολιτικά δεδομένα:
Αν θα αναβληθούν και
πόσο οι εκλογές. Το
Σύνταγμα της Τουρκίας
είναι σαφές. Αναβολή
εκλογών νοείται μόνον εν
καιρώ πολέμου. Ο
Ερντογάν θα μπορούσε να
ισχυριστεί πως η
κατάσταση που επικρατεί
στον τουρκικό νότο
είναι… κάτι σαν πόλεμος.
Όχι πολύ πειστικό μεν,
αλλά η αντιπολίτευση δεν
φαίνεται να υιοθετηθεί
μία κοινή απάντηση σε
αυτό το ζήτημα.
Με ποιο μοντέλο θα
διαχειριστεί η Άγκυρα,
δηλαδή ο Ερντογάν, τους
δανειστές της Τουρκίας.
Το κλειδί, είπαμε, είναι
η λέξη αντάλλαγμα. Θα
δεχτεί ο Ερντογάν να
υποκύψει στις
παραινέσεις της Δύσης
που ενδεχομένως να
φθάσουν και στο σημείο
να ζητηθεί η σταδιακή
απομάκρυνση του
σημερινού προέδρου από
την εξουσία; Αν η Δύση
προσφέρει κονδύλια και
δάνεια τότε τίποτε δεν
θα είναι τσάμπα. Ούτε
καν η παραμονή του
Ερντογάν στην εξουσία.
Είναι φανερό πως σε
αυτήν τη φάση δεν
νοείται επιθετική
ρητορική εκ μέρους της
Άγκυρας στα διμερή. Όπως
και δεν νοείται καν
σκέψη για επιθετική
ενέργεια της Τουρκίας
τόσο στη Συρία όσο και
στο Αιγαίο ή την
Ανατολική Μεσόγειο. Με
τόσους νεκρούς, τόσο
πόνο και τόση
καταστροφή, θα
ξεσηκώνονταν και οι
πέτρες στην Τουρκία αν
το καθεστώς Ερντογάν
προχωρούσε σε κάποια
επιθετική ενέργεια.
Όλα τα παραπάνω οδηγούν
στο ασφαλές συμπέρασμα
πως για το επόμενο
διάστημα, πιθανώς και
μέχρι την τελική
διεξαγωγή εκλογών στην
Τουρκία, θα επικρατήσουν
λογικά χαμηλοί τόνοι.
Μέχρις εκεί όμως. Όπως
εξηγήθηκε παραπάνω, το
2023 δεν είναι 1999.
Ούτε όσον αφορά το
ιδεολογικό φορτίο που
κουβαλά στους ώμους η
Τουρκία ούτε όσον αφορά
το ιδεολογικό φορτίο που
κυριαρχεί στην ελληνική
πολιτική πραγματικότητα.
Η διπλωματία των σεισμών
και οι εναγκαλισμοί
διαρκούν όσο
διευκολύνουν
τακτικισμούς και
στρατηγικές. Δηλαδή,
πολύ λίγο.
Νίκος Γεωργιάδης (Athens
Voice) |