Και, το
δεύτερο, ότι στην κρισιμότερη στιγμή αυτής της
εξέλιξης, στη θέση του ιδίου θα βρισκόταν πλέον
πρωθυπουργός ο γιος του. Η πολύ καθυστερημένη
τομή στην ελληνική εξωτερική πολιτική που έγινε
το 1990 είχε ιστορική σημασία καθώς η Ελλάδα
είχε αυτοεγκλωβιστεί σε μία εθελοτυφλούσα
απομονωτική, επικίνδυνη, ιδιαίτερα
αναποτελεσματική «αραβική», όπως την
αποκαλούσαν, «πολιτική», η οποία ουδέν σημαντικό
είχε αποδώσει στην ίδια και στην Κύπρο, πέραν
της στήριξης στα Ψηφίσματα του ΟΗΕ.
Ομως η
σχέση με το Ισραήλ ξεσήκωνε θύελλες
(υποστηρικτές της προσέγγισης των δύο κρατών
δέχονταν τότε ακόμα και απειλές!), που σταδιακά
μαλάκωσαν, ειδικά όταν τελικά την «ευλόγησε» και
ο Ανδρέας Παπανδρέου της τελευταίας περιόδου.
Χρειάστηκε πολύς χρόνος ακόμα και πολλά φιλόδοξα
σχέδια που ενώ προχώρησαν σε συζητήσεις
κατέληξαν τελικά να μείνουν στο συρτάρι, μέχρι
τα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα,
όταν η σχέση αυτή άρχισε πλέον να απογειώνεται
σε μία τριπλή τροχιά, μαζί με την πρωτοπόρο
Κύπρο, για να φτάσει τελικά σε αυτό που θα
συμβεί την επόμενη εβδομάδα στη Λευκωσία: στη
συνάντηση Χριστοδουλίδη, Μητσοτάκη, Νετανιάχου,
όπου οι τρεις χώρες θα επιβεβαιώσουν πανηγυρικά
τους στενότατους δεσμούς τους, όχι εις βάρος
κάποιας τρίτης (άλλωστε ίσως και γι΄ αυτό ο
Νετανιάχου θα κάνει μετά «ιστορική» επίσκεψη
στην Τουρκία), αλλά προς όφελος της ασφάλειας,
της σταθερότητας και της ανάπτυξης του συνόλου
της Μέσης Ανατολής.
Οταν
κανείς δει τον χάρτη στον οποίο σημειώνεται η
χερσαία και, κυρίως, η θαλάσσια επικράτεια, που
καλύπτουν τα τρία κράτη, τα χωρικά τους ύδατα
και οι ΑΟΖ τους, θα διαπιστώσει αμέσως την
πρωτοφανή ισχύ, το βάθος και τη δυναμική που
τους προσδίδει η ίδια η γεωγραφία: πρόκειται για
κάτι περίπου σαν τη… μισή ρωμαϊκή αυτοκρατορία
στην ακμή της. Για έναν γεωπολιτικό χώρο δυτικού
κόσμου με βάθος από τη Μέση Ανατολή μέχρι τη
Δυτική Ευρώπη, που η πολλαπλή στρατηγική σημασία
του ως ενιαίου εκτοξεύεται σε απίστευτα επίπεδα
σε σχέση με εκείνη των τριών κρατών που την
απαρτίζουν ξεχωριστά. Επιπλέον αυτός ο χώρος,
σήμερα δεν σκιάζεται από προβλήματα όπως λ.χ. η
παλιά σύγκρουση μεταξύ Ισραήλ και Αιγύπτου ή
άλλων αραβικών κρατών, που τα περισσότερα έχουν
πλέον de facto καλές ή και πολύ καλές σχέσεις με
το Ισραήλ.
Αυτή η
σχέση, αναμένεται να εμβαθυνθεί και να
επιταχυνθεί περισσότερο λόγω της εισβολής της
Ρωσίας στην Ουκρανία και των ριζικών ενεργειακών
ανακατατάξεων που αυτή έχει επιφέρει στην
Ευρώπη, αλλά δεν εξαντλείται εκεί. Αντίθετα,
προϋπάρχει αυτών των δραματικών εξελίξεων, που
όμως, τώρα, σαφώς θα λειτουργήσουν ως καταλύτης.
Ακόμα
και πέρα από τη λογική της μεταφοράς αερίου προς
την Ευρώπη, αφού η ηλεκτρική διασύνδεση με την
Αίγυπτο έρχεται δυναμικά πρώτη στο επίκεντρο,
σίγουρα με τη διαμόρφωση ενός πρωτοφανούς
πλαισίου ασφαλείας. Και σε αυτό, εντάσσεται και
η πρωτοβουλία Χριστοδουλίδη για τη συζήτηση περί
επίλυσης του Κυπριακού. Κάτι που, βέβαια, είναι
πολύ δύσκολο να συμβεί (και ο Ερντογάν ήδη
κλιμάκωσε τις απειλές του από τα κατεχόμενα)
αλλά το οποίο αναμένεται να ζητηθεί από τη
συνάντηση. Αυτά, βεβαίως, δεν αρέσουν στους
πάντες. Αλλά δεν υπάρχει και επιχείρημα για την
απόκρουσή τους. Ούτε και δυνατότητα. Εφόσον
βέβαια θέλουν να γίνουν πιστευτά τα περί «νέας
πορείας» και αυτή να έχει την ελπίδα να
προχωρήσει με κάποιες αξιώσεις, κάτι που φυσικά
περιλαμβάνει και το ζήτημα της ευρωτουρκικής
προόδου, που, θέλει δεν θέλει η Αγκυρα, περνάει
τόσο από την Αθήνα, όσο, εξίσου, και από τη
Λευκωσία.
Γεώργιος
Π. Μαλούχος (in.gr) |