Η χώρα
μας στο πρόγραμμα Σταθερότητας που κατέθεσε τον
Απρίλιο του 2024, προέβλεπε για το 2024
πληθωρισμό 2,6%. Για να επιτευχθεί αυτός το
στόχος θα πρέπει το επόμενο 4-μηνο που απομένει
για το 2024 ο πληθωρισμός να είναι 2%, γεγονός
που είναι δύσκολο να επιτευχθεί, δεδομένου ότι,
όπως αποτυπώνεται και στο Διάγραμμα 1, ο
πληθωρισμός ήταν συνεχώς άνω του 3%, εκτός από
τον προεκλογικό μήνα Μάϊο που ήταν 2,4% και τον
εκλογικό μήνα Ιούνιο που ήταν 2,5%, ενώ τον
Ιούλιο παρατηρήθηκε αύξηση κατά 20% στο 3%.
Η
ελληνική οικονομία και η αγορά εργασίας
χαρακτηρίζονται, μεταξύ άλλων, από τη σταδιακή
μείωση του εργατικού δυναμικού και την
αδυναμία δημιουργίας απασχόλησης με
καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας
Επίσης,
σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία επενδυτικών
οίκων, όπως και της ΤτΕ, η ανάπτυξη το 2024 στην
Ελλάδα εκτιμάται στο επίπεδο του 2,1%, ενώ στο
πρόγραμμα Σταθερότητας προβλέπονταν ανάπτυξη
(2024) 2,5%. Οπότε, εάν τελικά δεν επιτευχθεί ο
στόχος του 2,5% αλλά επαληθευτεί η πρόβλεψη της
ΤτΕ για ανάπτυξη 2,1%, τότε ο στόχος για μείωση
του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ στο
152,7%, που προβλέπει η κυβέρνηση, θα επιτευχθεί
μόνο εάν ο πληθωρισμός είναι τελικά υψηλότερος
(3%) αντί για το 2,6% που προέβλεπε το πρόγραμμα
Σταθερότητας. Αυτό που παρατηρείται στην
ελληνική οικονομία, κατά τα δύο τελευταία
χρόνια, είναι ότι η μείωση του δείκτη του
δημοσίου χρέους ως προς το ΑΕΠ στηρίζεται κυρίως
στον υψηλό πληθωρισμό με αποτέλεσμα να μειώνεται
ο δείκτης του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ που
μετριέται σε ονομαστικές τιμές και όχι σε
πραγματικές τιμές. Πράγματι όπως φαίνεται στο
Διάγραμμα 2 το ΑΕΠ σε πραγματικές τιμές την
περίοδο 2019 – 2023 έχει αυξηθεί μόλις κατά 5,9%
ενώ σε τρέχουσες τιμές έχει αυξηθεί κατά 20% και
η διαφορά αυτή οφείλεται στην αύξηση του
πληθωρισμού.
Παράλληλα, για τον Ιούλιο του 2024, ανακοινώθηκε
από την ΕΛΣΤΑΤ η ανεργία στο επίπεδο του 9,9%
αυξημένη σε σχέση με τον Ιούνιο του 2024 που
αναθεωρήθηκε στο 9,5% από 9,6% που είχε αρχικά
ανακοινωθεί. Το ποσοστό του 9,9% είναι μειωμένο
σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2023 που
ήταν 11,1%. Το παράδοξο όμως είναι ότι παρά την
μείωση της ανεργίας κατά 1,2 ποσοστιαίες
μονάδες, αυτή δεν συνοδεύεται από σημαντική
αύξηση της απασχόλησης, δεδομένου ότι τον Ιούλιο
του 2024 οι απασχολούμενοι παρουσιάζονται μόλις
κατά 26,3 χιλιάδες άτομα, αυξημένη σε 4,229
εκατ. άτομα από 4,203 εκατ. άτομα τον Ιούλιο του
2023. Ταυτόχρονα, οι άνεργοι παρουσιάζονται
σημαντικά μειωμένοι κατά 62,2 χιλιάδες άτομα από
527,4 χιλιάδες άτομα το 2023 σε 465,2 χιλιάδες
άτομα το 2024 και ο πληθυσμός εκτός εργατικού
δυναμικού παρουσιάζεται αυξημένος μόνο κατά 11,7
χιλιάδες άτομα, από 3,069 εκατ. άτομα τον Ιούλιο
του 2023 σε 3,081 εκατ. άτομα τον Ιούλιο του
2024.
Αντίστοιχα, το εργατικό δυναμικό παρουσιάζει
μείωση κατά 35,9 χιλ. Άτομα, από 4,730 εκατ.
άτομα τον Ιούλιο του 2023 σε 4,694 εκατ. άτομα
τον Ιούλιο του 2024. Από τα στοιχεία αυτά
συμπεραίνεται ότι η μείωση της ανεργίας κατά 1,2
ποσοστιαίες μονάδες δεν οφείλεται στην ικανότητα
της ελληνικής οικονομίας να δημιουργεί
απασχόληση αφού από την 1,2 ποσοστιαία μονάδα
της μείωσης της ανεργίας μόλις το 30% έχει
μετατραπεί σε απασχόληση. Επίσης, παραδοξότητα
αποτελεί και η παρατήρηση ότι σύμφωνα με τα
στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ το εργατικό δυναμικό
παρουσιάζεται σημαντικά μειωμένο κατά 117,9
χιλιάδες άτομα από τον Απρίλιο του 2024 μέχρι
τον Ιούλιο του 2024, αφού από 4,812 χιλιάδες
άτομα τον Απρίλιο του 2024 μειώθηκε σε 4,694
εκατ. άτομα τον Ιούλιο του 2024.
Σε αυτό
το δημογραφικό εργασιακό περιβάλλον της
σταδιακής συρρίκνωσης του εργατικού δυναμικού, η
Ελλάδα έχει παρουσιάσει αύξηση του ΑΕΠ σε
ονομαστικές τιμές κατά 20% το 2023 σε σχέση με
το 2019. Όμως, παρά αυτή την αύξηση του ΑΕΠ από
το παραγόμενο προϊόν ανά εργαζόμενο μόλις το 33%
αποτελεί την αμοιβή των εργαζομένων όταν ο μέσος
όρος των χωρών της Ευρώπης (ΕΕ-27) είναι 41%,
ακόμα και στην Βουλγαρία οι εργαζόμενοι
αμείβονται με το 35% του παραγόμενου προϊόντος
ανά εργαζόμενο, την στιγμή μάλιστα που οι
Έλληνες εργάζονται τις πιο πολλές ώρες (2000
ώρες) ετησίως ανά εργαζόμενο, πίσω μόνο από την
Πολωνία που εργάζονται 2.019 ώρες ανά εργαζόμενο
το έτος, με τον μέσο όρο των χωρών της Ευρώπης
να είναι στις 1.604 ώρες, ακόμα και στη
Βουλγαρία ο κάθε εργαζόμενος εργάζεται 1.617
ώρες το έτος (Διάγραμμα 3).
Από την
ανάλυση αυτή συμπεραίνεται, με τον πιο εύληπτο
τρόπο, ότι η ελληνική οικονομία και η αγορά
εργασίας χαρακτηρίζονται, μεταξύ άλλων, από τη
σταδιακή μείωση του εργατικού δυναμικού και την
αδυναμία δημιουργίας απασχόλησης με
καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας, σε βαθμό που να
διευρύνονται τόσο οι ανισότητες και η ευρωπαϊκή
εισοδηματική απόκλιση, όσο και οι χαμηλές
προσδοκίες για την βελτίωση του βιοτικού
επιπέδου του πληθυσμού.
Κι΄αυτό
επειδή οι έλληνες εργάζονται τις περισσότερες
ώρες στην Ευρώπη (μετά την Πολωνία) και
λαμβάνουν το μικρότερο μερίδιο από το παραγόμενο
προϊόν, μόλις 33% (41% ο μέσος όρος των
Ε.Ε.-27), όταν ακόμα και στην Βουλγαρία οι
εργαζόμενοι αμείβονται με το 35% του παραγόμενου
προϊόντος, με 20% λιγότερες ώρες εργασίας (1.604
ώρες ο μέσος όρος των Ε.Ε.-27).
Πρώτη
δημοσίευση στον Οικονομικό Ταχυδρόμο |