Συνεισφέρει σε αυτό και το εντυπωσιακό στένεμα
του προγραμματικού ορίζοντα των κομμάτων
εξουσίας, όπου εάν κανείς παραμερίσει τη
ρητορική ή την πολιτική αισθητική, θα
διαπιστώσει βαθύτερη σύγκλιση σε μια πολιτική
που ορίζεται από τις ιδιωτικοποιήσεις, τη
δημοσιονομική σταθερότητα (δηλαδή λιτότητα), τον
περιορισμό του δικαιώματος στη μετανάστευση και
το άσυλο, την αυταρχική θωράκιση και – εάν
μιλάμε για την Ευρώπη – τον ατλαντισμό.
Την ίδια
στιγμή σημαντικές πλευρές αυτών των πολιτικών
αποτελούν τη βασική αιτία της διαρκούς τρώσης
της νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος και
είτε πυροδοτούν κοινωνικές εκρήξεις είτε
τροφοδοτούν μια έρπουσα δυσαρέσκεια που
καταλήγει σε «αναπάντεχες» πολιτικές
μετατοπίσεις και σε ρευστοποίηση των σχέσεων
εκπροσώπησης. Παρενέργεια αυτής της συνθήκης και
ο τρόπος που ως πιο ασφαλής στρατηγική για την
εξουσία φαντάζει αυτή του «ώριμου φρούτου»,
δηλαδή η συστηματική επένδυση ότι η δυσαρέσκεια
για την πολιτική που ασκεί η εκάστοτε κυβέρνηση
αποτελεί το βασικό προεκλογικό όπλο για την
εκάστοτε αντιπολίτευση.
Ομως,
αυτό που παραβλέπει μια τέτοια στρατηγική, που
ως ένα βαθμό μπορούμε να τη διαπιστώσουμε να
ξεδιπλώνεται και στις ελληνικές εκλογές, είναι
ότι ένα κλίμα αυξημένης δυσαρέσκειας και
μειωμένης νομιμοποίησης δεν λειτουργεί
«αυτόματα» ως δυναμική πολιτικής αλλαγής.
Εάν
απουσιάζουν οι προγραμματικές κατευθύνσεις ή
υποκαθίστανται από τη «δημιουργική ασάφεια» της
επικοινωνίας, εάν δεν γίνονται συγκεκριμένες
πολιτικές προτάσεις, εάν δεν αποσαφηνίζεται ότι
υπάρχουν όντως εναλλακτικές πολιτικές που να
παραπέμπουν σε διαφορετικούς δρόμους για την
κοινωνία, η δυσαρέσκεια, η αγανάκτηση, και η
κρίση νομιμοποίησης θα εγκλωβιστούν σε μια
ταλάντευση ανάμεσα στη διάσπαρτη «ψήφο
διαμαρτυρίας» και την πολιτική απάθεια,
ευνοώντας τελικά όσους ήδη βρίσκονται στην
κυβέρνηση.
Παναγιώτης Σωτήρης (Οικονομικός Ταχυδρόμος) |