Ξεκινώ
με τον τρόπο λειτουργίας των βρετανικών
πανεπιστημίων. Αυτά είναι ανεξάρτητα ιδρύματα με
δύο βασικές πηγές χρηματοδότησης: το κράτος και
τα δίδακτρα σπουδών. Το κράτος χρηματοδοτεί τα
βρετανικά πανεπιστήμια με βάση, κατά κύριο λόγο,
την επίδοσή τους σε έρευνα και τεχνολογία, αλλά
και τη δυνατότητά τους να προσελκύουν κεφάλαια
από τον ιδιωτικό τομέα. Οσον αφορά τα δίδακτρα
σπουδών, το ανώτατο όριο των προπτυχιακών
διδάκτρων καθορίζεται από το κράτος. Τα
βρετανικά πανεπιστήμια καθορίζουν από μόνα τους
το ύψος των μεταπτυχιακών διδάκτρων.
Θα
πρέπει να ερμηνεύσουμε την ίδρυση αλλοδαπών
(και, βέβαια, βρετανικών) πανεπιστημίων στην
Ελλάδα ως άμεσες επενδύσεις από αλλοδαπές
επιχειρήσεις στη χώρα μας. Αναμένουμε, λοιπόν,
πολλαπλά οφέλη για την πανεπιστημιακή μας
παιδεία τα οποία θα «μεταδοθούν» και στην
ελληνική οικονομία. Πράγματι, ακαδημαϊκές
μελέτες συμπεραίνουν ότι οι αλλοδαπές
επιχειρήσεις προσφέρουν μέχρι και 6% υψηλότερους
μισθούς και η παραγωγικότητά τους υπερβαίνει
εκείνη των αντίστοιχων εγχώριων επιχειρήσεων
κατά 11%. Επιπλέον, αναμένεται ότι θα
δημιουργηθούν νέες θέσεις Διδακτικού και
Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ). Με περισσότερες
πανεπιστημιακές επιλογές στη χώρα μας, λιγότεροι
Ελληνες φοιτητές θα «μεταναστεύουν» για σπουδές
στο εξωτερικό. Εδώ, λοιπόν, έρχεται στο
προσκήνιο η πρώτη «πρόκληση» από την ίδρυση
αλλοδαπών πανεπιστημίων στη χώρα μας. Πολλά μέλη
ΔΕΠ, τα οποία διδάσκουν στο δημόσιο
πανεπιστήμιο, λογικό είναι να επιδιώξουν εργασία
στα αλλοδαπά πανεπιστήμια, όπου οι μισθοί θα
είναι ενδεχομένως υψηλότεροι. Πώς, λοιπόν, το
δημόσιο πανεπιστήμιο θα «κρατήσει» τα δικά του
μέλη ΔΕΠ; Μέσω υψηλότερων μισθών, οι οποίοι
ενδεχομένως να «υποστηριχθούν» από την εισαγωγή
διδάκτρων στο ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο.
Επιλογή ιδιαίτερα «ακανθώδης» η οποία, εάν λάβει
χώρα, «απαιτεί» την ταυτόχρονη αύξηση των
κρατικών υποτροφιών, έτσι ώστε να ενισχυθούν,
κατά κύριο λόγο, οι οικονομικά ασθενέστεροι
υποψήφιοι φοιτητές.
Υπάρχουν, βέβαια, και πολλά άλλα «ακανθώδη»
ζητήματα. Για παράδειγμα, ποιο θα είναι το
καθεστώς λειτουργίας των αλλοδαπών – βρετανικών
πανεπιστημίων στη χώρα μας; Θα έχουν αυτά τη
δυνατότητα επιλογής διδάκτρων ή τα δίδακτρα θα
αποφασίζονται με τη σύμφωνη γνώμη του ελληνικού
κράτους; Επιπλέον, τα αλλοδαπά πανεπιστήμια θα
αποφασίζουν από μόνα τους τον τρόπο εισαγωγής
φοιτητών στα προγράμματά τους στην Ελλάδα ή θα
υπάρχει, κατά κάποιον τρόπο, ένα καθεστώς
εξομοίωσης με το σύστημα εισαγωγής στο δημόσιο
πανεπιστήμιο; Τα βρετανικά πανεπιστήμια θα
προσφέρουν τριετή πτυχία, όπως συμβαίνει στη
«βάση» τους, ή θα «συμμορφωθούν» με το τετραετές
πτυχίο που προσφέρεται στην Ελλάδα από το
δημόσιο πανεπιστήμιο; Να αναφέρω και το θέμα των
υποδομών (βλέπε, για παράδειγμα, εγκαταστάσεις,
αμφιθέατρα, εστίες και, γενικότερα, το καλούμενο
πανεπιστημιακό campus) στη χώρα μας. Προφανώς θα
πρέπει να βρεθούν οι «κατάλληλοι» χώροι και
σίγουρα η δημιουργία πανεπιστημιακών
εγκαταστάσεων θα είναι ιδιαίτερα χρονοβόρα. Θα
υπάρξει δυνατότητα βραχυχρόνιας μίσθωσης χώρων
διδασκαλίας του δημόσιου πανεπιστημίου από τα
αλλοδαπά ιδρύματα προκειμένου να ενισχυθούν τα
δημόσια έσοδα; Πολλές, λοιπόν, οι ευκαιρίες,
αλλά και οι προκλήσεις από την ίδρυση αλλοδαπών
πανεπιστημίων στην Ελλάδα!
* Ο κ.
Κώστας Μήλας είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών,
University of Liverpool.
** Το
άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή της
Κυριακής. |