Ο
πόλεμος στη Λωρίδα της Γάζας αποτελεί καταλυτικό
παράγοντα σε τρία επίπεδα. Το πρώτο είναι αυτό
της επίδρασης του παλαιστινιακού ζητήματος στις
περιφερειακές εξελίξεις, το δεύτερο αφορά τον
ιδιαίτερο ρόλο των ένοπλων μη κρατικών δρώντων
στους περιφερειακούς και διεθνείς συσχετισμούς
και το τρίτο είναι της συγκρότησης του
παγκόσμιου Νότου και της επίδρασης του στο
παγκόσμιο σύστημα.
Μετά την
Αραβική Άνοιξη πολλοί ήταν αυτοί που είχαν
σπεύσει να θεωρήσουν το παλαιστινιακό ζήτημα μια
«παγωμένη» σύγκρουση ή ακόμη χειρότερα ένα θέμα
που δεν έχει την δυναμική να απασχολεί ούτε τις
κοινωνίες ούτε τα καθεστώτα στα κράτη της Μέσης
Ανατολή. Στο Ισραήλ είχε εμπεδωθεί η αντίληψη
ότι η τρομακτική τεχνολογική και στρατιωτική
υπεροχή του εγγυόταν την πειστική αποτροπή ή την
έγκαιρη εξουδετέρωση κάθε απειλής. Ιδιαίτερα για
την Γάζα είχε γίνει κυρίαρχη η στρατηγική του
«κουρέματος του γρασιδιού». Σύμφωνα με τη
στρατηγική αυτή, το Ισραήλ, από τη μια μεριά,
εξαπέλυε σκληρές αεροπορικές και πυραυλικές
επιχειρήσεις σε περίπτωση επιθέσεων της Χαμάς
που εμπόδιζαν -όπως πιστευόταν- την οργάνωση να
αποκτήσει υψηλή επιχειρησιακή ικανότητα και, από
την άλλη, επέτρεπε την οικονομική ενίσχυση από
το Κατάρ που κρατούσε την Χαμάς ζωντανή και το
παλαιστινιακό κίνημα διασπασμένο. Έτσι η
ισραηλινή Δεξιά και κυρίως η ιδεολογικά
ηγεμονική θρησκευτική Δεξιά μπορούσε να
επιχειρηματολογήσει στο εσωτερικό και στο
εξωτερικό ότι με διασπασμένη την παλαιστινιακή
πλευρά δεν ήταν δυνατό να ξεκινήσει
διαπραγμάτευση για το Παλαιστινιακό. Η αδιέξοδη
αυτή κατάσταση προσέφερε πολιτικό άλλοθι και
στην προσέγγιση των αραβικών κρατών του Κόλπου
με το Ισραήλ.
Η
επίθεση της Χαμάς την 7η Οκτωβρίου 2023
κατέστρεψε όλο αυτό το στρατηγικό οικοδόμημα,
εκτροχιάζοντας και την προσέγγιση της Σαουδικής
Αραβίας με το Ισραήλ, μια ανάσα πριν από την
επίσημη ολοκλήρωσή της. Παρά τo τρομακτικό
σφυροκόπημα από τον ισραηλινό στρατό για πάνω
από 100 ημέρες, η ηγεσία της Χαμάς εντός της
Γάζας παραμένει σε μεγάλο βαθμό αλώβητη και
σημαντικές δυνάμεις της παραμένουν μάχιμες. Η
επίθεση του ισραηλινού στρατού στην Γάζα έχει
στοιχεία γενοκτονίας που δημιούργησαν πολύ
μεγάλο πρόβλημα στις σχέσεις των κρατών του
Κόλπου με το Ισραήλ και επανέφεραν το
παλαιστινιακό στο κέντρο της πολιτικής. Εδώ θα
πρέπει να σημειωθεί ότι το Αραβικό Κέντρο
Έρευνας και Μελετών Πολιτικής ανακοίνωσε τα
αποτελέσματα της δημοσκόπησης σχετικά με τον
πόλεμο του Ισραήλ στη Γάζα την Τετάρτη 10
Ιανουαρίου 2024. Η δημοσκόπηση διενεργήθηκε σε
δείγμα 8.000 ερωτηθέντων (ανδρών και γυναικών)
από 16 αραβικές χώρες. Τα αποτελέσματα δείχνουν
δύο βασικά στοιχεία. Πρώτον, την δραματική
επάνοδο του Παλαιστινιακού στο κέντρο του
ενδιαφέροντος του αραβικού «δρόμου» σε σημείο
που είχαμε να δούμε κάτι αντίστοιχο από την
κορύφωση της αραβο-ισραηλινής διαμάχης στη
δεκαετία του 1960 και δεύτερον, την
ριζοσπαστικοποίηση ευρέων κοινωνικών στρωμάτων
και την υποστήριξη της Χαμάς σε επίπεδα ρεκόρ.
Είναι γεγονός ότι τα καθεστώτα στη Μέση Ανατολή
δεν έχουν ανάγκη τη λαϊκή εντολή και συνεπώς τη
συναίνεση των κοινωνιών τους αλλά δεν επιθυμούν
να εναντιωθούν στο λαϊκό ρεύμα για το
Παλαιστινιακό, ιδιαίτερα όταν έχουν πολύ σοβαρά
εσωτερικά ζητήματα να αντιμετωπίσουν (οικονομία
στην Αίγυπτο, μεταρρυθμίσεις στη Σαουδική
Αραβία).
Στο
Ισραήλ η πολιτική ηγεμονία της θρησκευτικής
Δεξιάς ακυρώνει οποιαδήποτε σοβαρή συζήτηση για
λύση δύο κρατών ως αποτέλεσμα της εξουδετέρωσης
της Χαμάς και του τέλους του πολέμου. Βασικό
στοιχείο της στρατηγικής τους είναι η απόρριψη
της λύσης των δύο κρατών. Η μόνη λύση για αυτούς
είναι ο εκτοπισμός των Παλαιστινίων από την
Δυτική Όχθη και την Λωρίδα της Γάζας, όταν οι
γεωπολιτικές συνθήκες το επιτρέψουν, κάτι που
πιστεύουν ότι μπορεί να συμβεί τώρα στην Γάζα.
Το μόνο που συζητούν είναι η παροχή μερικής
αυτοδιοίκησης σε περιορισμένους παλαιστινιακούς
θύλακες, κάτι ανάλογο με τα μπαντουστάν της
Νοτίου Αφρικής επί απαρτχάιντ. Σε αυτό το
πλαίσιο δεν είναι διατεθειμένοι να αποδεχθούν
λύση δύο κρατών ως τίμημα για συμφωνία με τη
Σαουδική Αραβία. Οι δηλώσεις περί εκτοπισμού των
Παλαιστινίων δεν είναι απλά κραυγές κάποιων
θερμοκέφαλων αλλά μέρος μιας συγκεκριμένης
στρατηγικής σκέψης. Ο Νετανιάχου δεν είναι η
αιτία της ισραηλινής πολιτικής αλλά ο καλύτερος
εκφραστής των υπαρχόντων συσχετισμών.
Στην
παλαιστινιακή πλευρά η ηγεσία της Παλαιστινιακής
Αρχής είναι πολιτικά και κοινωνικά
απονομιμοποιημένη και ανίκανη να διαμορφώσει μια
στρατηγική του παλαιστινιακού κινήματος που να
αντιπαρατεθεί νικηφόρα τόσο στην κυβερνώσα
ισραηλινή ακροδεξιά όσο και στις ισλαμιστικές
οργανώσεις. Χρειάζεται νέα ηγεσία με γνήσια
δημοκρατική νομιμοποίηση. Δυστυχώς το κλειδί για
κινήσεις που θα άνοιγαν μια τέτοια προοπτική,
όπως η απελευθέρωση του Μαρουάν Μπαργούτι, το
κρατούν οι Ισραηλινοί. Με αυτόν το πολιτικό
συσχετισμό στο Ισραήλ και την απουσία
ουσιαστικής αμερικανικής πίεσης μια τέτοια
εξέλιξη έχει λίγες πιθανότητες να συμβεί.
Θα
πρέπει επίσης να συγκρατηθεί ότι αυτή τη στιγμή
η επέκταση της σύγκρουσης έχει ήδη συμβεί. Το
επιχείρημα ότι τα αμερικανικά αεροπλανοφόρα
απέτρεψαν την περιφερειακή κλιμάκωση του πολέμου
κατέρρευσε μετά τις επιθέσεις των Χούθι στην
Ερυθρά Θάλασσα και το πολύ σοβαρό πλήγμα στο
παγκόσμιο εμπόριο. Εφοπλιστικοί κολοσσοί όπως η
Maersk και η Hapag-Lloyd και η ΒΡ αποφάσισαν να
μην επιτρέψουν «μέχρι νεωτέρας» τη διέλευση των
πλοίων τους από την Ερυθρά Θάλασσα και τη
Διώρυγα του Σουέζ. Ο πόλεμος χαμηλής έντασης στα
σύνορα Λιβάνου και Ισραήλ μεταξύ της Χεζμπολλάχ
και του ισραηλινού στρατού έχει οδηγήσει σε
υποχρεωτικό εκτοπισμό εκατοντάδων χιλιάδων
ανθρώπων εκατέρωθεν των συνόρων. Στο Ιράκ οι
σιιτικές πολιτοφυλακές επιτίθενται σε
αμερικανικές βάσεις. Η επέκταση της σύγκρουσης
δεν προέρχεται από ενέργειες κρατών αλλά από
ένοπλους μη κρατικούς δρώντες που σε μεγαλύτερο
ή μικρότερο βαθμό ελέγχουν εδάφη και
συμπεριφέρονται ως κράτη. Η αντίληψη ότι αυτοί
οι δρώντες αποτελούν απλά μαριονέτες της
Τεχεράνης αγνοεί την πολυπλοκότητα των σχέσεων
μεταξύ του Ιράν και αυτών των οργανώσεων και
κυρίως τις αυτόνομες στρατηγικές τους. Για
παράδειγμα οι επιθέσεις των Χούθι δίνουν στην
οργάνωση έναν νέο σημαντικό περιφερειακό ρόλο
στην περιοχή και αυξάνουν το κύρος της στις
μεσανατολικές κοινωνίες, πράγμα που τους βοηθά
τόσο στη διαπραγμάτευσή τους με την Σαουδική
Αραβία και τα Εμιράτα όσο και στην εσωτερική
διαπραγμάτευση για τη νομή της εξουσίας στην
Υεμένη.
Η
Αμερική δείχνει πιο ανήμπορη από ποτέ. Μετά από
τέσσερις επισκέψεις υψηλότατων αξιωματούχων (του
Υπουργού Εξωτερικών και του ίδιου του Προέδρου)
δεν έχει καταφέρει ούτε καν να αλλάξει την
ισραηλινή πολεμική στρατηγική από ισοπεδωτικό
πόλεμο και σφαγή αμάχων σε στοχευμένες
επιχειρήσεις. Αυτό αποτελεί σημαντικό πλήγμα για
το παγκόσμιο κύρος της υπερδύναμης. Η
επανειλημμένη άρνηση της ισραηλινής κυβέρνησης
και του ίδιου του Νετανιάχου να δεχθεί συζήτηση
για δύο κράτη την επόμενη ημέρα του πολέμου
τραυματίζει ακόμη περισσότερο την αμερικανική
ηγεμονία στη Μέση Ανατολή και παγκοσμίως. Όσο
μάλιστα πλησιάζουν οι προεδρικές εκλογές του
Νοεμβρίου τόσο θα μειώνεται η αποφασιστικότητα
του Μπάιντεν έναντι του Ισραήλ και αυτό ο
Νετανιάχου το ξέρει καλά. Την ίδια στιγμή η
Σαουδική Αραβία, η Αίγυπτος και οι μοναρχίες του
Κόλπου καταγράφουν με ιδιαίτερη ανησυχία αυτήν
την αδυναμία των Αμερικανών, πράγμα που θα
επιταχύνει την προσέγγισή τους με το Πεκίνο αλλά
και την Τεχεράνη. Ήδη σε ένα άλλο παράπλευρο
μέτωπο που άνοιξε μεταξύ Ιράν και Πακιστάν η
κινεζική παρέμβαση ήταν άμεση.
Τέλος, η
προσφυγή της Νοτίου Αφρικής εναντίον του Ισραήλ
στο Διεθνές Δικαστήριο με την κατηγορία της
γενοκτονίας δημιούργησε έναν νέο ηθικό και
δικαιοπολιτικό πόλο συσπείρωσης του παγκόσμιου
Νότου που θεωρεί την δίκη αυτή ως κρίσιμη
δοκιμασία για την υποκρισία και την χρήση δύο
μέτρων και δύο σταθμών από το δυτικοκεντρικό
διεθνές σύστημα. Χαρακτηριστική είναι η καταδίκη
από τη Ναμίμπια της παρέμβασης της Γερμανίας στο
Διεθνές Δικαστήριο υπέρ του Ισραήλ. Οι λαοί της
Ναμίμπια ήταν θύματα γενοκτονίας από την
γερμανική αποικιοκρατία στις αρχές του εικοστού
αιώνα. Εκεί «δοκιμάστηκαν» για πρώτη φορά
μέθοδοι εξόντωσης πληθυσμών που θα
χρησιμοποιούνταν αργότερα στο Ολοκαύτωμα.
Πηγή:
enainstitute.org |