Το τελευταίο διάστημα οι
υπεύθυνοι χάραξης
νομισματικής πολιτικής
ενισχύουν τη πολιτική
σύσφιξης, η οποία είναι
αντίθετη της πολιτικής
χαλάρωσης που
ακολουθούσαν για πολλά
έτη. Η ποσοτική χαλάρωση
(quantitative easing ή
QE) συμβαίνει όταν μια
Κεντρική Τράπεζα
αγοράζει περιουσιακά
στοιχεία (π.χ. κρατικά
ομόλογα) για να
ενισχύσει την οικονομία
της. Για παράδειγμα, μια
τράπεζα θα δανείσει σε
πελάτες και καταναλωτές
ενώ τα νοικοκυριά θα
ξοδέψουν αυτά τα χρήματα
και έτσι θα αναπτυχθεί
περισσότερο η οικονομία.
Επομένως, με τη ποσοτική
χαλάρωση, το οικονομικό
σύστημα επιτρέπει την
ανάπτυξη μέσω της
αυξημένης προσφοράς
χρήματος. Αυτό το είδαμε
να συμβαίνει αρκετές
φορές από τις Κεντρικές
Τράπεζες (π.χ. FED, EKT,
Τράπεζα της Αγγλίας
κλπ.) μετά τη
χρηματοπιστωτική κρίση
του 2007-2008, αλλά και
νωρίτερα στις αρχές της
δεκαετίας του 2000 από
τη Τράπεζα της Ιαπωνίας.
Από την άλλη, έχουμε τη
ποσοτική σύσφιξη
(quantitative tightening
ή QT) που παίρνει πίσω
αυτή την προσφορά
χρήματος πουλώντας
περιουσιακά στοιχεία.
Έτσι, η Κεντρική Τράπεζα
πουλά τα περιουσιακά
στοιχεία του ισολογισμού
της (π.χ. τα ομόλογα),
και μειώνει την προσφορά
χρήματος. Τη πολιτική
αυτή την είδαμε μετά το
2017 από τη FED.
Συνεπώς, οι πολιτικές QE
και QT σχετίζονται σε
μεγάλο βαθμό με το τι
συμβαίνει στην
οικονομία. Άρα, η
απόφαση για χαλάρωση της
οικονομίας ή όχι είναι
πολύ σημαντική
ειδικότερα στις μέρες
μας που έχουμε φαινόμενα
υψηλού πληθωρισμού και
χαμηλής οικονομικής
ανάπτυξης. Τι γνωρίζουμε
και τι περιμένουμε από
τις πολιτικές αυτές; Η
ποσοτική χαλάρωση
σταθεροποιεί την
οικονομία με αύξηση των
επενδύσεων ακολουθώντας
πάντα τον στόχο για τον
πληθωρισμό. Ενώ αυτό
συμβαίνει στη περίπτωση
που ο πληθωρισμός είναι
χαμηλός, η πολιτική της
ποσοτικής σύσφιξης
βοηθάει στην επαναφορά
της ζήτησης και της
προσφοράς σε ισορροπία
και του πληθωρισμού προς
τον στόχο της Τράπεζας.
Στη περίπτωση του QT η
Κεντρική Τράπεζα δεν
αυξάνει τη ζήτηση για
ομόλογα. Η πολιτική του
QT κάνει τον δανεισμό
πιο ακριβό. Με λίγα
λόγια, τα νοικοκυριά και
οι επιχειρήσεις
δανείζονται και ξοδεύουν
λιγότερα, με συνέπεια να
μειώνεται η ζήτηση στην
οικονομία και ο
πληθωρισμός.
Άρα, με το QE η Τράπεζα
διατηρεί το επιτόκιο σε
χαμηλά επίπεδα, ενώ με
το QT τα επιτόκια
αυξάνουν – δηλαδή με την
ποσοτική χαλάρωση
μειώνουμε το κόστος
δανεισμού και
αντιμετωπίζουμε το
χαμηλό πληθωρισμό
ακολουθώντας πρόγραμμα
ενίσχυσης της
ρευστότητας. Τα οφέλη
του QE είναι η τόνωση
της οικονομικής
ανάπτυξης αφού
διευκολύνει τις
επιχειρήσεις και τα
νοικοκυριά να
δανείζονται χρήματα
φθηνότερα με δεδομένο
ότι η ποσοτική χαλάρωση
ωθεί τα επιτόκια προς τα
κάτω. Η ποσοτική
χαλάρωση χρησιμοποιείται
όταν τα επιτόκια είναι
σχεδόν μηδενικά, έτσι η
Κεντρική Τράπεζα
δημιουργεί νέο χρήμα με
στόχο η αύξηση των
δαπανών να συμβάλει στην
τόνωση της οικονομικής
ανάπτυξης και της
απασχόλησης. Από την
άλλη, η ποσοτική σύσφιξη
ή QT, είναι πολιτική
συρρίκνωσης του μεγέθους
του ισολογισμού και
μείωσης της προσφοράς
χρήματος. Καθώς τα
ομόλογα ωριμάζουν, η
Τράπεζα αντί να
επανεπενδύει τα έσοδα
και να διατηρεί το
επίπεδο των μετρητών στο
χρηματοπιστωτικό
σύστημα, διαγράφει τα
χρήματα από τον
λογαριασμό της με
συνέπεια ο ισολογισμός
της να μειώνεται. Μπορεί
η πολιτική αυτή να μη
βοηθά τις τράπεζες να
δανείζονται χρήματα και
να δανείζουν σε
επιχειρήσεις και
νοικοκυριά, αλλά έχει
πλεονεκτήματα. Η
ποσοτική σύσφιξη βοηθά
στον έλεγχο του
πληθωρισμού όταν είναι
υψηλός, αλλά και στη
μείωση του κινδύνου
χρηματοπιστωτικής
αστάθειας.
Το ερώτημα που τίθεται
είναι: ποια πολιτική
είναι η καλύτερη; Η
απάντηση δεν είναι
εύκολη και φυσικά έχει
να κάνει με τη κατάσταση
της οικονομίας κάθε
φορά. Στη
χρηματοπιστωτική κρίση
2007-2008, οι Κεντρικές
Τράπεζες τύπωσαν χρήμα
ως απάντηση της κρίσης
ρευστότητας. Η
βιβλιογραφία αναφέρει
ότι, το QE μπορεί να
οδηγήσει σε υψηλότερα
επίπεδα χρέους και
πληθωρισμού, ενώ το QT
μπορεί να προκαλέσει
ύφεση εάν γίνει πολύ
γρήγορα (έτσι, είναι
προτιμότερο να γίνεται
με αργό ρυθμό σε σχέση
με τη πολιτική QE).
Η εμπειρία δείχνει ότι η
ποσοτική χαλάρωση μπορεί
να αυξήσει τον
πληθωρισμό και τις τιμές
σε αγαθά και υπηρεσίες,
ενώ μπορεί να οδηγήσει
σε φούσκες μετοχών και
ακινήτων. Από την άλλη,
το πόσο ψηλά θα φτάσει
το κόστος δανεισμού με
τη ποσοτική σύσφιξη και
αν τελικά θα μειωθεί ο
πληθωρισμός σε
ικανοποιητικά επίπεδα
μετά τις επιθετικές
αυξήσεις των επιτοκίων,
είναι κάτι που δεν το
γνωρίζουμε και ανησυχεί
τους επενδυτές σήμερα. Η
αγωνία μετά από τις
ιστορικές συνεχόμενες
αυξήσεις των επιτοκίων
το τελευταίο διάστημα
είναι δικαιολογημένη
αφού κανείς δεν μπορεί
να προβλέψει πιθανές
επιδράσεις στην αγορά
ομολόγων και μετοχών,
στα νομίσματα και στην
οικονομία. Οι επενδυτές
ανησυχούν ότι η ποσοτική
σύσφιξη μπορεί να
επηρεάσει αρνητικά τις
αγορές οι οποίες είναι
ευαίσθητες όταν υπάρχει
πτωτικό επενδυτικό
κλίμα. Τελικά, εάν το QE
είχε σημαντικό αντίκτυπο
στις αγορές τα
προηγούμενα χρόνια
ανεβάζοντας τις τιμές
των μετοχών, τότε το QT
δεν θα έχει το
αντίστροφο αποτέλεσμα;
Άραγε, η πολιτική
νομισματικής σύσφιξης
των Κεντρικών Τραπεζών
στις μέρες μας θα
καταπολεμήσει τον υψηλό
πληθωρισμό ή θα
επιβραδύνει την
οικονομία φέρνοντας
ύφεση; Ερωτήσεις που
απασχολούν καθημερινά
τους υπεύθυνους χάραξης
νομισματικής πολιτικής.
Κατά πόσο οι Κεντρικές
Τράπεζες προκαλούν
συνειδητά την ύφεση το
2023 ανεβάζοντας τα
επιτόκια για να
σταματήσουν τον υψηλό
πληθωρισμό, θα φανεί
μετά το 1ο εξάμηνο του
2023. Λόγω της
αβεβαιότητας που υπάρχει
(γεωπολιτικές εντάσεις,
ενεργειακή κρίση, Κίνα),
είναι δύσκολο να γίνουν
προβλέψεις για τις τιμές
των μετοχών και
ομολόγων. Τα πρώτα
αποτελέσματα από τη
πολιτική QT θα φανούν
μέσα στο 2023, όπου
πολλοί οικονομολόγοι και
επενδυτές ελπίζουν σε
δραστική-πραγματική
μείωση του πληθωρισμού
στο τελευταίο τρίμηνο
του 2023/1ο τρίμηνο του
2024 που θα φέρει
γρήγορα μια χαλάρωση της
νομισματικής πολιτικής
και αύξηση της
ρευστότητας προς όφελος
των επιχειρήσεων και των
νοικοκυριών. Συνεπώς,
μετά τη χρηματοπιστωτική
κρίση του 2007-2008, τη
κρίση χρέους στην Ευρώπη
αλλά και τη πρόσφατη
κρίση πανδημίας, ο ρόλος
των Τραπεζών είναι
σημαντικός στις μέρες
μας αφού πρέπει να
αναδείξουν τα
πλεονεκτήματα της
νομισματικής πολιτικής
τους. Η εφαρμογή του QT,
σε συνδυασμό με άλλες
πολιτικές ανάπτυξης,
πρέπει να ενισχύσει τη
παγκόσμια οικονομία και
τις διεθνείς εμπορικές
δραστηριότητες
βραχυπρόθεσμα και
μακροπρόθεσμα.
Συμπερασματικά, η
ποσοτική σύσφιξη
φαίνεται λιγότερο
επικίνδυνη από την
ποσοτική χαλάρωση, αλλά
μπορεί να οδηγήσει σε
αρνητικές συνέπειες αν
δεν είναι ελεγχόμενη. Οι
οικονομολόγοι γνωρίζουν
τον γενικό αντίκτυπο της
πολιτικής QT, αλλά
αναγνωρίζουν ότι υπάρχει
πολύ λίγη εμπειρία από
αυτή τη πολιτική, και
έτσι δεν μπορούν να
προβλέψουν με ακρίβεια
τον αντίκτυπο στην
οικονομία αφού το μέλλον
είναι αβέβαιο. Συνολικά,
οι πολιτικές QE και QT
είναι πολύπλοκες και
μπορούν να έχουν θετικές
και αρνητικές επιπτώσεις
στη παγκόσμια οικονομία.
Άρα, θα πρέπει να
χρησιμοποιούνται με πολύ
προσοχή ώστε να
διασφαλίζουν κάθε φορά
τον επιθυμητό στόχο που
δεν είναι άλλος από την
οικονομική ανάπτυξη.
* Ο Χρήστος Φλώρος είναι
Μέλος του Συμβουλίου
Διοίκησης του Ελληνικού
Μεσογειακού
Πανεπιστημίου και τ.
Αντιπρύτανης, Καθηγητής
Χρηματοοικονομικής στο
Τμήμα Λογιστικής και
Χρηματοοικονομικής.
Πρώτη δημοσίευση στο
Money Review |