Τα όσα
έχουν γραφεί και ειπωθεί για την προσφορά
του Κώστα Σημίτη στην πολιτική ζωή της χώρας, με
αφορμή την εκδήλωση προς τιμή του, είναι
σημαντικά και αποτελούν μια πολύ ενδιαφέρουσα
πράξη αναγνώρισης ενός υποτιμημένου (αν όχι
απορριπτέου) στη λαϊκή πρόσληψη έργου. Ο
εκσυγχρονισμός αποτέλεσε μόνο στα χείλη του
Κώστα Σημίτη ένα ρητό πολιτικό όραμα και
σύνθημα. Έκτοτε, ακόμη και όσοι ακολούθησαν έστω
και μερικώς τη διαδρομή που χάραξε, δεν το
προτάσσουν με το ίδιο πάθος. Γιατί ο
εκσυγχρονισμός επί Σημίτη ταυτίστηκε με την
έννοια της διαχειριστικής λογικής, της μειωμένης
κοινωνικής ευαισθησίας, της υποχώρησης του
σοσιαλιστικού οράματος. Όσο και αν υπήρξε
λανθασμένη αυτή η ταύτιση, δεν παύει να αποτελεί
ένα γεγονός. |
Ίσως
αυτό που δεν τονίζεται επαρκώς στην περίπτωση
του Κώστα Σημίτη είναι ότι όσα κατάφερε –τα
οποία ήταν πολλά– τα κατάφερε
μέσα από ένα κόμμα το οποίο μέχρι την ανάληψη
της ηγεσίας από αυτόν είχε ταυτιστεί με τον
λαϊκισμό. Το ΠΑΣΟΚ προφανώς και ήταν
υπεύθυνο για τον άκρατο κρατισμό της δεκαετίας
του ’80 και πολλές δημαγωγικές πολιτικές με
οικονομικές συνέπειες καταστρεπτικές, αλλά δεν
ήταν μόνο αυτό. Ο Σημίτης δεν θα μπορούσε να
έχει αρθρώσει το εκσυγχρονιστικό του εγχείρημα,
πολύ περισσότερο να το φέρει σε πέρας, όσο
μπόρεσε, χωρίς το πασοκικό πολιτικό προσωπικό.
Χωρίς αυτούς που λίγα χρόνια πριν εξέφρασαν το
αόριστο αλλά υπαρκτό αίτημα για «Αλλαγή» σε κάθε
πτυχή της κοινωνικοπολιτικής ζωής (που σε ένα
σημαντικό βαθμό θεμελιώθηκε στα 80s). Αυτούς
άλλωστε έπεισε και τον ανέδειξαν σε ηγετική
φυσιογνωμία για περίπου μια δεκαετία, με
συνθήκες πρωτόγνωρης δημοκρατικότητας για την
εποχή εκείνη (Συνέδριο 1996).
Ο
σταθερά εκσυγχρονιστής Σημίτης δεν
αναδείχθηκε μέσα από ένα πολιτικό πλαίσιο
καθαρότητας ιδεών και αξιών. Αγωνίστηκε και
συντάχθηκε ακόμη και με εσωκομματικούς
ιδεολογικούς του αντιπάλους, έτσι ώστε να
υλοποιήσει τον στόχο του για μια πιο ισχυρή,
διεθνώς υπολογίσιμη, σύγχρονη Ελλάδα. Μπορεί
αυτό να επέφερε και όρια στις εκσυγχρονιστικές
του διαθέσεις (κορυφαίο παράδειγμα η ακύρωσης
της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης Γιαννίτση), αλλά
ο Σημίτης ως πρωθυπουργός στη δεκαετία του ’90
δεν θα μπορούσε να υπάρξει εκτός του πολιτικού
χώρου του ΠΑΣΟΚ. Αν θυμηθεί κανείς τους
πολιτικούς του αντιπάλους από το κόμμα της ΝΔ
(Έβερτ, Καραμανλής) μπορεί εύκολα να καταλάβει
ότι η «σημιτική» ιδεολογία έγινε παράδειγμα προς
αποφυγή, ενίοτε και ακραίας γελοιοποίησης και
στιγματισμού (κορυφαίοι σε αυτό οι Γ. Τράγκας
και Μ. Κάραλη), παράγοντας ένα νέο ελληνικό
«αντισημιτισμό», δηλαδή ένα ευρύ μέτωπο
αντιεκσυγχρονισμού και αντιδυτικισμού.
Με άλλα
λόγια, το παράδειγμα Σημίτη αποτελεί μια
εξαιρετική περίπτωση προβληματισμού πάνω στο
ζήτημα του πολιτικού ρεαλισμού και των ορίων
του. Διότι,
το ότι κατάφερε να αλλάξει το ΠΑΣΟΚ μέσα σε πολύ
λίγα χρόνια, είναι η μία όψη του νομίσματος. Η
άλλη είναι ότι το ίδιο το ΠΑΣΟΚ και τα στελέχη
του ήταν τα μοναδικά που σε εκείνη την περίοδο
φάνηκαν έτοιμα να αλλάξουν προς μια άλλη
κατεύθυνση, αρκετά διαφορετική από αυτή που είχε
διαγράψει ο ιδρυτής του κόμματος Ανδρέας
Παπανδρέου (ο οποίος βέβαια στις αρχές της
δεκαετίας του ’90 είχε κάνει επίσης μια μεγάλη
πολιτική στροφή, που φάνηκε όταν πήρε την
εξουσία το 1993). Και αυτό δεν συνέβη μόνο
εξαιτίας της επιθυμίας για κυβερνητική εξουσία.
Η ιδεολογική ακόμη και ρητορική ρευστότητα της
δεκαετίας του ’90 είναι η αρχή μιας πολύ
διαφορετικής περιόδου, μιας περιόδου που ο
Σημίτης κατανόησε και εκμεταλλεύτηκε όσο ήταν
δυνατό. Ο μοναδικός που κατάφερε κάτι ανάλογο
έκτοτε είναι πράγματι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, που
κατάφερε να αναποδογυρίσει τη ροή των πραγμάτων
στο κόμμα του (αξιοποιώντας βέβαια τη
«μνημονιακή» μεταστροφή του επί πρωθυπουργίας
Σαμαρά).
Ο
Σημίτης απέδειξε ότι στην Ελλάδα κάθε πολιτική
ταυτότητα έχει δύο όψεις. Η
συγκυρία, η προσωπική δυνατότητα, η ικανότητα
σύναψης συμμαχιών κρίνουν σε πολύ μεγάλο βαθμό
στο ποια πλευρά θα πέσει τελικά το κέρμα. Στην
Ελλάδα της συγκεκριμένης δράσης, των μικρών αλλά
σημαντικών μεταρρυθμίσεων, της σύγκλισης με τη
Δύση ή στην Ελλάδα μιας ηρωικής και μοναχικής
εξαιρετικότητας που αναζητά ανατολικούς
παραδείσους και ζημιώνει τους πολίτες την ώρα
που χαϊδεύει τα αυτιά τους.
Βασίλης
Βαμβακάς(Athens Voice) |