Και ο
λόγος είναι ότι, όπως δείχνει και η διεθνής
εμπειρία, οι πρακτικές αυτές δεν αποσκοπούν παρά
στη φίμωση των δημοσιογράφων και των ΜΜΕ και
τελικά στη διαμόρφωση μιας συνθήκης
υπονομευμένης δημοσιότητας όπου ολόκληροι τομείς
της οικονομικής και πολιτικής ζωής καταλήγουν να
«στεγανοποιούνται» απέναντι στον δημόσιο έλεγχο
και στην κριτική και τελικά να απολαμβάνουν μια
ιδιότυπη ασυλία.
Στην
πραγματικότητα, στις πρακτικές αυτές βλέπουμε
μια αντιστροφή του ρόλου που επιτελεί το θεσμικό
πλαίσιο για την προστασία απέναντι στη
δυσφήμηση.
Αντί για
προστασία του πολίτη απέναντι στη βία
της δημοσιότητας, ιδίως όταν αυτή στηρίζεται σε
ανακριβή ή διαστρεβλωμένα στοιχεία, και την
ανισότητα που εγγράφεται στη σχέση του με
πανίσχυρα ενημερωτικά συγκροτήματα, έχουμε το
αντίθετο: την άνιση σχέση ανάμεσα στους
δημοσιογράφους και όσους έχουν τη δυνατότητα να
αντέξουν μακροχρόνιες δικαστικές διαδικασίες και
το κόστος που αυτές έχουν, κόστος που έχει ως
αποτέλεσμα εντέλει να αποφεύγουν να ασχοληθούν
με συγκεκριμένα ζητήματα.
Ολα αυτά
αποτελούν πραγματικό κίνδυνο για τη θεσμική
λειτουργία της ενημέρωσης.
Η
δημοκρατία δεν μπορεί να περιοριστεί απλώς στην
εκλογική διαδικασία και δεν προϋποθέτει μόνο την
αναγκαία ελεύθερη διακίνηση πολιτικών ιδεών.
Στηρίζεται στη δυνατότητα διαρκούς αποκάλυψης
των διαδρομών της εξουσίας, σε όλες τις μορφές
της, την ανάδειξη της αυθαιρεσίας και των
πολλαπλών τρόπων με τους οποίους υπονομεύεται
αυτό που μπορεί να οριστεί ως δημόσιο συμφέρον.
Δηλαδή,
αυτό που σήμερα διακυβεύεται είναι εάν και σε
ποιον βαθμό η δημοσιότητα θα συνεχίσει να
λειτουργεί ως θεσμική ενδυνάμωση όσων είναι σε
πιο αδύναμη θέση.
Premium
έκδοση «ΤΑ ΝΕΑ» |