Το
σημείο που πρέπει να επισημανθεί είναι η
πολυπλοκότητα της εξωτερικής πολιτικής στην
οποία οι εκάστοτε δρώντες κληρονομούν
προηγούμενα σύνολα ρητορικής, αντιλήψεων και
πρακτικών από άλλες κυβερνήσεις χωρίς πολύ χρόνο
για να προσαρμοστούν ξανά. Ο πρόεδρος Μπάιντεν
αναγκάστηκε πιθανώς να συμμορφωθεί με ένα τέτοιο
πλαίσιο αλλά και νέα, πιο πιεστικά, όπως η
μεγάλης κλίμακας εισβολής της Ρωσίας στην
Ουκρανία και η σύγκρουση του Ισραήλ στη Γάζα.
Ο κόσμος
της εξωτερικής πολιτικής είναι ένας κόσμος
«αλλαγής εν μέσω συνέχειας» και αυτό το μοτίβο
σίγουρα θα είναι παρόν και θα διαμορφώσει τη νέα
προσέγγιση της εξωτερικής πολιτικής του νέου
επικεφαλής, είτε πρόκειται για τον Τραμπ είτε
για τη Χάρις. Ωστόσο, και οι δύο έχουν βασικές
διαφορές όσον αφορά τη ρητορική τους, τις
απόψεις τους για τη σχέση τους με τα αποτυχημένα
κράτη, τα απολυταρχικά καθεστώτα και τις
δικτατορίες, καθώς και για τον τρόπο με τον
οποίο επικοινωνούν και συνεργάζονται διεθνώς.
Παρά τις
διαφορές τους, οι προτεραιότητες της εξωτερικής
πολιτικής των δύο υποψηφίων συγκλίνουν όταν
πρόκειται για την περιοχή της Λατινικής
Αμερικής. Η εικόνα της περιοχής παραμένει
απομακρυσμένη για την εξωτερική πολιτική και των
δύο υποψηφίων. Κατά τη διάρκεια της προεδρίας
Τραμπ, οι ΗΠΑ ελάχιστα ασχολήθηκαν με τη
Λατινική Αμερική. Ο Τραμπ τη λάμβανε υπόψη του,
περισσότερο το Μεξικό στην προκειμένη περίπτωση,
μόνο σε ό,τι αφορά τη μεταναστευτική πίεση από
τα νότια σύνορα ως πρόκληση σε ζητήματα
ασφάλειας και εγκληματικότητας. Επίσης,
σποραδικά επιδοκίμαζε λατινοαμερικάνους ηγέτες
που ήταν ανοιχτά λαϊκιστικές φιγούρες, όπως ο
τότε δεξιός πρόεδρος της Βραζιλίας Ζαΐρ
Μπολσονάρο και κατά καιρούς ο αριστερός πρόεδρος
του Μεξικού Αντρέ Μανουέλ Λόπες Ομπραδόρ.
Ο Τραμπ
κατά καιρούς αμφισβήτησε την κυβέρνηση της
Βενεζουέλας υπό τον Νίκολας Μαδούρο ως αριστερή
δικτατορία. Σε περίπτωση που ο Τραμπ κερδίσει
την προεδρική κούρσα, μπορούμε να περιμένουμε
ότι νέες δεξιές λαϊκιστικές κυβερνήσεις, όπως
αυτή του Χαβιέρ Μίλεϊ από την Αργεντινή, μπορεί
να επιδιώξουν στενότερη σχέση με τις ΗΠΑ.
Ωστόσο, αυτό είναι πιθανό να επιδιωχθεί με έναν
μάλλον προσωποπαγή τρόπο, δηλαδή μέσω τον Τραμπ,
και όχι απαραίτητα μέσω άλλων θεσμών και
παραγόντων της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ.
Στην
περίπτωση που η Κάμαλα Χάρις γίνει η νέα
πρόεδρος των ΗΠΑ δεν αναμένεται να δείξει πολύ
διαφορετική προσέγγιση από εκείνη του Τζο
Μπάιντεν όσον αφορά αυτήν την περιοχή του
κόσμου. Εκτός από το να εστιάζουν σποραδικά στη
μεταναστευτική πρόκληση και στον αυταρχισμό της
Βενεζουέλας, οι ΗΠΑ της Χάρις θα έχουν κατά
κύριο λόγο τα μάτια τους στραμμένα σε άλλες
περιοχές του κόσμου και σε προβλήματα όπως η
αντιπαλότητα με την Κίνα, η εισβολή της Ρωσίας
στην Ουκρανία και η Μέση Ανατολή.
Από τη
σκοπιά των κρατών της Νότιας Αμερικής, ως
υποσυνόλου της Λατινικής Αμερικής, αυτή η
έλλειψη προσοχής δεν είναι απαραίτητα κακή. Στην
πραγματικότητα τα κράτη της Νότιας Αμερικής
μπορεί να μην επιθυμούν να βρίσκονται στο
επίκεντρο της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ,
καθώς η έλλειψη αμερικανικής παρουσίας ενισχύει
τη δράση τους. Ωστόσο, η δυνητική δράση και η
επιχειρηματικότητά τους υφίσταται περιορισμούς.
Η Νότια
Αμερική έχει επηρεαστεί από τα δικά της
προβλήματα συνεργασίας και συντονισμού ως
συνέπεια των υφιστάμενων ιδεολογικών
κατακερματισμών μεταξύ δεξιών και αριστερών
κυβερνήσεων. Ωστόσο, αυτό που είναι σαφές είναι
ότι η Λατινική Αμερική, γενικά, και η Νότια
Αμερική, ειδικότερα, δεν θα αποτελέσουν τον
ακρογωνιαίο λίθο της εξωτερικής πολιτικής των
ΗΠΑ των δύο υποψηφίων για την προεδρία.
Ο
κύριος Leslie Wehner είναι Καθηγητής Διεθνών
Σχέσεων στο University of Bath.
Πρώτη
δημοσίευση στο Βήμα
|