Η
εγχώρια αρχιτεκτονική σε όλη τη διάρκεια του
20ού αιώνα κινήθηκε γύρω από πολιτιστικά σύμβολα
αναφοράς και έννοιες που ομαδοποιούσαν
αντιλήψεις και συσπείρωναν συλλογικούς
σχεδιαστικούς προσανατολισμούς (τοπικισμός,
διεθνισμός, «ελληνικότητα») στη σκιά της
επιρροής μεγάλων δασκάλων, από τον Πικιώνη και
τον Κωνσταντινίδη ως τον Μις και τον Λε
Κορμπιζιέ. Υπήρχε μια διαμορφωμένη, αξιολογική
ιεράρχηση των ιδεών και των προσώπων που
ασκούσαν επιρροή και δημιουργούσαν «σχολές»
σχεδιαστικής αντίληψης, για το πώς δηλαδή θα
έπρεπε να είναι η αρχιτεκτονική στον ελληνικό
χώρο. Η ενημέρωση για την πραγματικότητα εκτός
συνόρων ήταν ακόμη αποσπασματική και κυρίως
ερμηνευόταν μέσα από το πρίσμα μιας χώρας της
περιφέρειας και υποδοχής των ιδεών. Τα μέσα
αρχιτεκτονικής επικοινωνίας ήταν λιγοστά και
βεβαίως έντυπα, ενώ ακόμη και η ιδέα της
δημόσιας «προβολής» ή και «επιβράβευσης»
θεωρούνταν ανοίκεια και ασύμβατη με το ήθος του
αρχιτέκτονα: το έργο στην πόλη ή στην εξοχή θα
έπρεπε να μιλάει μόνο του. Η ελληνική
αρχιτεκτονική είχε ως έναν βαθμό μια «ταυτότητα»
που έχει αναγνωριστεί και στη διεθνή
βιβλιογραφία.
«Οι
αλλαγές στην ελληνική κοινωνία και η πιο άμεση
ανταλλαγή με την ξένη πραγματικότητα θα
ενεργοποιούσαν αργά ή γρήγορα εξελίξεις…»
Μετά τη
δεύτερη δεκαετία του αιώνα μας ένας άλλος κόσμος
έχει αναδυθεί: ένας τυφώνας πέρασε πάνω από το
σώμα της ελληνικής αρχιτεκτονικής αναθεωρώντας
πολιτιστικές προτεραιότητες, φέρνοντας μια
επανάσταση στους τρόπους προβολής και
επικοινωνίας, καταργώντας ιεραρχίες (πολλά
γραφεία σημαντικών αρχιτεκτόνων έκλεισαν στη
διάρκεια της κρίσης για επαγγελματικούς ή
προσωπικούς λόγους). Βέβαια, οι αλλαγές στην
ελληνική κοινωνία και η πιο άμεση ανταλλαγή με
την ξένη πραγματικότητα θα ενεργοποιούσαν αργά ή
γρήγορα εξελίξεις εναρμονισμένες με ό,τι
παρατηρείται σήμερα στη διεθνή αρχιτεκτονική
σκηνή: ωστόσο η περίοδος της κρίσης – δηλαδή της
διακοπής και της ακινησίας – επιτάχυνε
καταλυτικά αυτή την αλλαγή.
Η νέα
πραγματικότητα έχει να κάνει με ένα εξαιρετικά
ενδιαφέρον φαινόμενο, τον εκδημοκρατισμό της
αρχιτεκτονικής, στην οποία έχουν πλέον πρόσβαση
πολυάριθμοι νέοι επαγγελματίες με καλές σπουδές,
αξιόλογο πολιτιστικό εξοπλισμό και έναν βαθμό
ιδεαλισμού που εκφράζεται με νέους τρόπους αλλά
εν τέλει δεν διαφοροποιείται από τον ιδεαλισμό
των συναδέλφων τους των προηγούμενων γενεών:
όπως και να το κάνουμε, ο αρχιτέκτονας παραμένει
ένας ουμανιστής που ονειρεύεται να αλλάξει τον
κόσμο. Δεν υπάρχουν εδώ ιεραρχήσεις και
προσωπικότητες ήδη επιδραστικές και
αναγνωρισμένες: η ελληνική αρχιτεκτονική «έχει
μηδενίσει το κοντέρ» και βρίσκεται μπροστά σε
ένα νέο ξεκίνημα. Βέβαια, πέρα από τις τεχνικές
δεξιότητες που διευρύνονται διαρκώς, στο επίπεδο
της αρχιτεκτονικής έκφρασης παρατηρούνται
φαινόμενα μιας σχεδιαστικής νεομοντέρνας
ακαμψίας, ενός «σιδερωμένου νεομοντερνισμού» που
εμφανίζεται πιθανώς ως αντιπροσωπευτική
νεο-μανιέρα της σύγχρονης ελληνικής
αρχιτεκτονικής. Ο χρόνος θα δείξει.
Το πιο
έντονο χαρακτηριστικό ωστόσο της νέας εποχής
είναι η κοινωνικοποίηση του αρχιτεκτονικού
έργου. Με αφορμή – και ενίοτε με πρόφαση – την
αρχιτεκτονική έχει διαμορφωθεί ένα νέο σκηνικό:
τα εορταστικά events με συνήθως μεγάλη επιτυχία
συμμετοχής σχεδόν αποκλειστικά των πολυπληθών
νεότερων αρχιτεκτόνων. Οι εκδηλώσεις
υποστηρίζονται ή/και προκαλούνται από την ανάγκη
των εταιρειών που μετατρέπονται σε χορηγούς για
την προώθηση των προϊόντων τους και τούτο
τροφοδοτεί έναν μηχανισμό αέναης ανακύκλωσης στη
σχέση φορέων – εντύπων, εταιρειών και
αρχιτεκτόνων. Η ελληνική αρχιτεκτονική σήμερα
είναι σαν τη γυναίκα του Καίσαρα: δεν αρκεί να
υπάρχει, πρέπει οπωσδήποτε να φαίνεται
εξωστρεφής, να τροφοδοτεί επικοινωνιακά
γεγονότα. Πρωτοπορούμε, επιτέλους.
Ο κ.
Ανδρέας Γιακουμακάτος είναι ομότιμος καθηγητής
Αρχιτεκτονικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών,
μέλος της Accademia delle Arti del Disegno της
Φλωρεντίας.
Πρώτη
δημοσίευση στο Βήμα
|