Το Nobel
οικονομίας που απονεμήθηκε πρόσφατα σε τρεις
διακεκριμένους οικονομολόγους (Acemoglu,
Johnson, Robinson) φέρνει στην επιφάνεια ακριβώς
αυτό το ζήτημα όσον αφορά την συνεισφορά των
θεσμών στην ανάπτυξη.
Σύμφωνα
λοιπόν με την δική τους έρευνα, η ύπαρξη
συμπεριληπτικών θεσμών, οι οποίοι διασφαλίζουν
τη συμμετοχή των πολιτών σε οικονομικές και
πολιτικές διαδικασίες, είναι καθοριστική για την
προώθηση της μακροχρόνιας οικονομικής
ανάπτυξης.
Απεναντίας, οι θεσμοί αποκλεισμού, που
περιορίζουν την πρόσβαση στις ευκαιρίες και
εξυπηρετούν τα συμφέροντα συγκεκριμένων ομάδων
ελίτ, οδηγούν σε οικονομικές ανισότητες,
αυξάνουν τη διαφθορά και παρεμποδίζουν την
οικονομική
πρόοδο.
Όσον
αφορά την Ελλάδα, παρά τα σημαντικά βήματα που
έχουν γίνει στην δημόσια διοίκηση τα τελευταία
χρόνια, συνεχίζει να αντιμετωπίζει σημαντικές
προκλήσεις όσον αφορά την ποιότητα των θεσμών
της.
Πιο
συγκεκριμένα, η γραφειοκρατία, η πολυνομία και η
αδυναμία αποτελεσματικής εφαρμογής των νόμων που
έχουν ήδη ψηφιστεί από την Βουλή, παραμένουν
διαχρονικά εμπόδια στην οικονομική ανάπτυξη και
στην προσέλκυση επενδύσεων.
Επίσης,
οι αργοί ρυθμοί απονομής δικαιοσύνης ως
παθογένεια δεκαετιών και οι συχνές αλλαγές στο
φορολογικό σύστημα, ιδίως όσον αφορά το ζήτημα
των συντελεστών αλλά και των τεκμηρίων,
αποτελούν πολλές φορές τροχοπέδη για στρατηγικές
και μόνιμες επενδύσεις στην χώρα μας.
Με βάση
τα συμπεράσματα των τριών βραβευμένων
οικονομολόγων, για να υπάρξει βιώσιμη οικονομική
ανάπτυξη, οι θεσμοί πρέπει να είναι ισχυροί,
δίκαιοι, εφαρμόσιμοι και διαφανείς.
Αυτό
σημαίνει πως απαιτείται όλο και μεγαλύτερη
προσπάθεια και εγρήγορση στην Ελλάδα, ώστε να
επιταχυνθούν οι μεταρρυθμίσεις, με προτεραιότητα
κυρίως στην ταχύτητα απονομής δικαιοσύνης και
την αποτελεσματική ψηφιοποίηση του κράτους, με
έμφαση στις ποιοτικές υπηρεσίες προς τον πολίτη,
χωρίς οποιαδήποτε άλλη εξωτερική παρέμβαση
φορέων του δημοσίου.
Οι
παραπάνω διαπιστώσεις μόνο θεωρητικές δεν είναι,
καθώς μία διεθνής έκθεση της Παγκόσμιας
Τράπεζας, έδειξε ότι η βελτίωση της διαφάνειας,
η μείωση της διαφθοράς και η ταχύτερη απονομή
δικαιοσύνης κατά 1%, μπορεί να αυξήσει το ΑΕΠ
μίας χώρας κατά 0,6% έως 1% σε ετήσια βάση.
Αυτό
σημαίνει πως αν η Ελλάδα καταφέρει να πετύχει
συστηματική βελτίωση των θεσμών τα επόμενα έτη
μέσα από μία διακομματική συναίνεση, τότε θα
μπορούσε, εκμεταλλευόμενη και τα κονδύλια του
Ταμείου Ανθεκτικότητας, να αυξήσει το ΑΕΠ της
κατά 1% ετησίως τουλάχιστον, γεγονός που
αποτελεί σημαντική πηγή εσόδων, τόσο για
κοινωνικό κράτος, όσο και για επενδύσεις σε
κρίσιμες υποδομές και υπηρεσίες προστιθέμενης
αξίας.
Συμπερασματικά θα λέγαμε, πως οι θεσμοί
αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της δημοκρατίας
αλλά και της μακροχρόνιας οικονομικής ευημερίας.
Αν αυτή
η προοπτική αποτελέσει βασικό εθνικό στόχο, η
Ελλάδα μπορεί να αξιοποιήσει τις δυνατότητές της
και να προσελκύσει επενδύσεις που θα ενισχύσουν
την παραγωγικότητα και την οικονομική ανάπτυξη,
επιβεβαιώνοντας με αυτό τον τρόπο, τόσο την
οικονομική θεωρία, όσο και την μακροχρόνια
έρευνα για την ποιότητα και την σημασία των
θεσμών σε μία ευνομούμενη πολιτεία.
Ο
Μελέτης Ρεντούμης είναι οικονομολόγος
τραπεζικός.
Μελέτης
Ρεντούμης (in.gr)
|