Η εκλογή
της Kέμι Μπάντενοχ στην ηγεσία
των Συντηρητικών ήταν εξαιρετικά απρόσμενη,
παρότι η ίδια επικράτησε πειστικά εναντίον του
εσωκομματικού της αντιπάλου Ρόμπερτ Τζένρικ.
Στην αρχή της διαδικασίας, φαβορί για την
ανάληψη της ηγεσίας των συντηρητικών ήταν ο
μετριοπαθής πρώην Υπουργός Εσωτερικών, Τζέιμς
Κλέβερλι, ο οποίος όμως εσφαλμένα κάλεσε τους
ψηφοφόρους του να ψηφίσουν στρατηγικά στον πρώτο
γύρο των εσωκομματικών εκλογών· το εγχείρημα
ήταν τόσο επιτυχές που εν τέλει οδήγησε στον
πρόωρο αποκλεισμό του από την κούρσα.
Με τον
Κλέβερλι εκτός, τα μέλη το συντηρητικού κόμματος
είχαν να επιλέξουν ανάμεσα σε δύο
υπέρ-συντηρητικούς υποψηφίους, και η χαρισματική
προσωπικότητά της ήταν αρκετή ώστε να
επικρατήσει του Τζένρικ. Στο τέλος της ημέρας
–έστω και από σπόντα εν μέρει– επικεφαλής
της βρετανικής αξιωματικής αντιπολίτευσης θα
είναι, τουλάχιστον για το άμεσο μέλλον, μια νέα
γυναίκα πολιτικός με έντονη εθνική ταυτότητα η
οποία πρεσβεύει αξιακά όλα όσα οδήγησαν στην
έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή
Ένωση. Ακόμα και αν η ίδια δεν εκλεγεί ποτέ
πρωθυπουργός, η στροφή του κόμματός της προς τα
δεξιά, την οποία πρεσβεύει η Μπάντενοχ, θα
επηρεάσει τις πολιτικές ισορροπίες στο Ηνωμένο
Βασίλειο.
Η Κέμι Μπάντενοχ και ο επαναπροσδιορισμός του
βρετανικού συντηρητισμού
Η εκλογή
της Μπάντενοχ στην ηγεσία των συντηρητικών
αποτελεί, εκ πρώτης όψεως, μια παραδοξότητα.
Πράγματι, θα περίμενε κανείς πώς η
σαράντα-τετράχρονη κόρη μεταναστών από τη
Νιγηρία, η οποία πέρασε αρκετά από τα πρώτα
χρόνια της ζωής της στο Λάγος, τουλάχιστον δεν
θα πρέσβευε το συντηρητικότερο τμήμα του
κόμματός της, αλλά θα διατηρούσε μια
μετριοπαθέστερη στάση τουλάχιστον σε ό,τι αφορά
μια σειρά κοινωνικών θεμάτων. Ωστόσο, η
Μπάντενοχ σε καμία περίπτωση δεν εντάσσεται
στους πρεσβευτές του σύγχρονου ευρωπαϊκού
συντηρητισμού, ο οποίος χαρακτηρίζεται από μια
πρόσμιξη συντηρητικής δημοσιονομικής πολιτικής,
και κοινωνικού φιλελευθερισμού. Αντίθετα, η –
εντυπωσιακή – πολιτική και προσωπική ανέλιξη της
Μπάντενοχ εντός των Συντηρητικών οφείλεται
σχεδόν σε απόλυτο βαθμό στην προσωπική της
αποστροφή στη φιλελεύθερη προσέγγιση – και
συγκεκριμένα τη woke κουλτούρα – σε κρίσιμα
θέματα τα οποία έχουν απασχολήσει τη βρετανική
κοινωνία τα τελευταία χρόνια, όπως είναι η
μετανάστευση, η κοινωνική ανισότητα μεταξύ των
διαφορετικών εθνικών μειονοτήτων, τα δικαιώματα
της LGBTQ κοινότητας, αλλά ακόμα και την
πολιτική και ιστορική κληρονομιά της Βρετανικής
Αυτοκρατορίας. Σε αυτό το πλαίσιο, ή άνευ όρων
υποστήριξή της στο Brexit, φαίνεται ως το
απόλυτο λογικό επακόλουθο.
Πέρα
όμως από τα προσωπικά της χαρακτηριστικά, η
Μπάντενοχ αναλαμβάνει το τιμόνι των Συντηρητικών
σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, τόσο για το κόμμα
της, όσο και για το βρετανικό πολιτικό σύστημα.
Έχοντας ηττηθεί συντριπτικά στις εθνικές εκλογές
του Ιουλίου, οι Συντηρητικοί καλούνται να
επαναπροσδιορίσουν την ταυτότητά τους περνώντας
στην αντιπολίτευση μετά από δεκατέσσερα ολόκληρα
χρόνια. Η επικράτηση της Μπάντενοχ πιθανότατα θα
ταυτιστεί με την υιοθέτηση μιας απόλυτης,
λαϊκίστικης, και αντιπαραγωγικής αντιπολίτευσης,
η οποία παράλληλα θα σημάνει και την πλήρη
απομάκρυνση των Συντηρητικών από οποιαδήποτε
σύγκλιση με τη βρετανική κυβέρνηση, σε ό,τι
αφορά τις προσπάθειες της σύγκλισής της με την
Ευρωπαϊκή Ένωση. Μετά τον – κατά τα άλλα συμπαθή
– ιδεολογικά άχρωμο και άγευστο Ρίσι Σούνακ, η
Μπάντενοχ στην ουσία έρχεται να επιβεβαιώσει πως
ο ιδεολογικός άξονας των βρετανών συντηρητικών
καθορίζεται ακόμα από την πολιτική κληρονομιά
της Μάργκαρετ Θάτσερ· όντως πολύ δύσκολα θα
μπορούσαν τα μέλη του κόμματος να βρουν μια πιο
κατάλληλη αρχηγό από την Μπάντενοχ ώστε να
προσδώσει στον πολιτικό, οικονομικό, και
πολιτισμικό θατσερισμό τα σύγχρονα anti-woke
χαρακτηριστικά που εξέλιπαν.
Βλέποντάς το μακροσκοπικά, η εκλογή της
Μπάντενοχ στρέφει τους Συντηρητικούς προς τα
ακρότατα όρια του ιδεολογικού φάσματος,
καθιστώντας την ηγεσία – αλλά και την
πρωθυπουργία – του μετριοπαθούς Τζον Μέιτζορ ως
μια παρένθεση στην κομματική ιστορία. Δεδομένα η
πολιτική πίεση του προφήτη του ευρωσκεπτικισμού,
αλλά και του παρωχημένου βρετανικού
εξαιρετισμού, Νάιτζελ Φάρατζ, έχει τσιμεντώσει
την πίστη των στελεχών των συντηρητικών πως η
πολιτική τους επιβίωση θα κριθεί στις παρυφές
του υπέρ-συντηρητισμού εναντίον του Reform UK,
και όχι στο μετριοπαθές κέντρο, εναντίον των
Εργατικών και των Φιλελεύθερων. Σε αυτή τη μάχη
η Μπάντενοχ αποτελεί την ιδανικότερη σταυροφόρο·
το αν αυτή η μάχη θα οδηγήσει παράλληλα και στην
πολιτική καταστροφή των συντηρητικών είναι
προφανώς μια διαφορετική συζήτηση.
Ως
επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η
Μπάντενοχ καλείται πλέον να συγκρουστεί με τον
ισχυρότερο – πολιτικά μιλώντας – Βρετανό
Πρωθυπουργό από το 1997 μέχρι
σήμερα. Υπενθυμίζεται πως στις εκλογές του
Ιουλίου οι Eργατικοί του Κιρ Στάρμερ
συγκέντρωσαν 411 έδρες στο βρετανικό
κοινοβούλιο, έναντι μόλις 121 των Συντηρητικών,
κάτι που σημαίνει πώς απολαμβάνουν μια ιστορική
απόλυτη πλειοψηφία. Παρότι ο Στάρμερ ξεκίνησε
την πρωθυπουργία του κάνοντας αρκετά λάθη –
κυρίως σε σημειολογικό επίπεδο, με την
πλειοψηφία εξ αυτών να αφορά την αποδοχή δώρων
και ευεργετημάτων – εντούτοις παραμένει πρακτικά
πανίσχυρος γεγονός που το αποδεικνύει και το
γεγονός πως έχει ήδη διαγράψει οκτώ βουλευτές
του οι οποίοι εναντιώθηκαν σε κρίσιμες
κυβερνητικές επιλογές. Σε προσωπικό επίπεδο, ο
Στάρμερ έχει τόσο την ιδιοσυγκρασία, όσο και την
πολιτική ικανότητα ώστε να αντιπαρατεθεί με
ευκολία απέναντι στις λεγόμενες «ερωτήσεις προς
τον πρωθυπουργό.» Με άλλα λόγια η Μπάντενοχ δε
θα δυσκολέψει σε πρακτικό επίπεδο τον Βρετανό
Πρωθυπουργό, καθώς η πλειοψηφία την οποία
απολαμβάνει στο κοινοβούλιο του επιτρέπει να
κυβερνήσει όπως επιθυμεί.
Ωστόσο,
το γεγονός πως των Συντηρητικών πλέον ηγείται
μια υπερ-συντηρητική πολιτικός – και με δεδομένη
την απήχηση του Reform UK στο βρετανικό εκλογικό
σώμα – σημαίνει πως ο Στάρμερ θα πρέπει να είναι
εξαιρετικά προσεκτικός σε ότι αφορά τη
διαχείριση ορισμένων κρίσιμων κοινωνικών
ζητημάτων, όπως είναι η αντιμετώπιση της
παράνομης μετανάστευσης, τα δικαιώματα των
μειονοτήτων, αλλά και οι σχέσεις με την
Ευρωπαϊκή Ένωση, οι οποίες πλέον αποτελούν
περισσότερο ένα πεδίο πολιτισμικής παρά
πολιτικής σύγκρουσης εντός του βρετανικού
πολιτικού συστήματος. Θέτοντάς το διαφορετικά,
παρότι υπό την ηγεσία της Μπάντενοχ οι
Συντηρητικοί πολύ δύσκολα θα αποκτήσουν μια
προοπτική επιστροφής στη διακυβέρνηση της χώρας,
εν τούτοις θα ενισχύσουν τη δυνατότητά τους ώστε
να επηρεάσουν τον βαθμό στον οποίο η κυβέρνηση
των εργατικών θα μπορεί να υιοθετεί μια
περισσότερο μετριοπαθή, αν όχι αμιγώς
φιλελεύθερη, προσέγγιση στα συγκεκριμένα
ζητήματα. Ο ίδιος ο Στάρμερ φαίνεται πως έχει
αντιληφθεί τη σημασία της συγκεκριμένης συνθήκης
στη διατήρηση τόσο του προσωπικού του πολιτικού
κεφαλαίου, όσο και σε εκείνο της κυβέρνησής του,
γεγονός που αποδεικνύεται τόσο από την
εξαιρετικά αυστηρή μεταναστευτική πολιτική την
οποία έχει ήδη υιοθετήσει – και η οποία σε ένα
βαθμό απορρίπτει ορισμένες πολιτικές σταθερές
εντός του εργατικού κόμματος – όσο και από την
πρακτική του εναντίωση στη σύσφιξη των διμερών
σχέσεων μεταξύ Λονδίνου και Βρυξελλών, f
τουλάχιστον με τους όρους που έχει θέσει η
Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ακριβώς
σε αυτό το πλαίσιο, η Μπάντενοχ δεν αναμένεται
να πρεσβεύσει μια εναλλακτική κυβερνητική
επιλογή όμως δεδομένα θα περιορίσει τις
πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης των Εργατικών,
αναγκάζοντας τη να προχωρήσει σε ορισμένες
νομοθετικές πρωτοβουλίες οι οποίες – σε
θεωρητικό επίπεδο – δεν πρεσβεύουν τον
ιδεολογικό πυρήνα του κόμματος. Το κατά πόσο η
συγκεκριμένη δυναμική θα πλήξει τους Εργατικούς,
εντός των οποίων εξάλλου ή αριστερή πτέρυγα
εξακολουθεί να ασκεί επιρροή παρά την προσπάθεια
του Στάρμερ ώστε να την περιορίσει, μένει να
αποδειχθεί σε δεύτερο χρόνο.
Με
δεδομένη τη στροφή των συντηρητικών προς τον
υπερσυντηρητισμό - ακριβώς όπως την πρεσβεύει η
Μπάντενοχ – αλλά και τον βαθμό στον οποίο αυτή
θα περιορίσει τις κυβερνητικές επιλογές των
Εργατικών, οι συνθήκες οι οποίες διαμορφώνονται
εντός του βρετανικού πολιτικού συστήματος
φαίνεται πως ευνοούν τους Φιλελεύθερους
περισσότερο από κάθε άλλη φορά στο πρόσφατο
παρελθόν. Υπό την ηγεσία του χαρισματικού Εντ
Ντέιβι, οι φιλελεύθεροι κατέγραψαν το
σπουδαιότερο πολιτικό αποτέλεσμα στην ιστορία
τους στις εκλογές του Ιουλίου, συγκεντρώνοντας
72 έδρες. Με το κόμμα να έχει πλέον ξεπεράσει
την καταστροφική συγκυβέρνηση με τους
Συντηρητικούς του Ντέιβιντ Κάμερον από το 2010
μέχρι το 2015, οι Φιλελεύθεροι παραμένουν η μονή
μετριοπαθής και αμιγώς φιλοευρωπαϊκή πολιτική
δύναμη στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το γεγονός πως οι
συντηρητικοί εξέλεξαν τη Μπάντενοχ στην ουσία
αφήνει στους φιλελεύθερους το πεδίο ορθάνοιχτο
ώστε να διευρύνουν ακόμα περισσότερο την
πολιτική τους επιρροή ανάμεσα στους μετριοπαθείς
ψηφοφόρους.
Στην
ουσία οι Φιλελεύθεροι αποτελούν τη μόνη πολιτική
δύναμη της χώρας η οποία μπορεί να ασκήσει
παραγωγική αντιπολίτευση απέναντι στους
Εργατικούς. Διατηρώντας έναν σταθερό ιδεολογικό
και αξιακό πυρήνα, οι Φιλελεύθεροι μπορούν πλέον
τόσο να αντιπαρατεθούν έναντι των Εργατικών
διατηρώντας σχεδόν ένα αποκλειστικό μονοπώλιο
στον μετριοπαθή χώρο, αλλά και να στηρίξουν μια
σειρά κυβερνητικών επιλογών οι οποίες θα
ενισχύσουν τη φιλοευρωπαϊκή και φιλοδυτική
προσέγγιση του Ηνωμένου Βασιλείου σε μια σειρά
ζητημάτων τα οποία αφορούν τόσο τη βρετανική
κοινωνία, όσο και την εξωτερική πολιτική της
χώρας. Υπό αυτό το πρίσμα η εκλογή της Μπάντενοχ
στην ηγεσία των συντηρητικών αποτελεί μια
ιδανική συγκυρία για τους “Lib Dems” των οποίων
οι πολιτικές τύχες δεν μοιάζουν σε τίποτα με
εκείνες της προηγούμενης δεκαετίας. Εξάλλου
μπορεί μέχρι το 2029 ο Στάρμερ να απολαμβάνει
μια ιστορική κοινοβουλευτική πλειοψηφία,
ενδεχομένως ωστόσο στο μέλλον οι Φιλελεύθεροι
του Ντέιβι να του είναι απαραίτητοι ώστε να
παραμείνει Downing Street.
Άγης
Παπαγεωργίου (Athens Voice)
|