Ο Τραμπ
επιστρέφει στον Λευκό Οίκο: το τέλος των διεθνών
συμμαχιών;
Ο
σκεπτικισμός του Τραμπ σχετικά με τις διεθνείς
δεσμεύσεις της Ουάσιγκτον απέναντι στους
παραδοσιακούς της εταίρους -κυρίως στην Ευρώπη-
είναι ο γνωστός εδώ και δέκα χρόνια, από τη
στιγμή που ο ίδιος ανακοίνωσε την πρόθεσή του να
διεκδικήσει την αμερικανική προεδρία στο lobby
του Trump Tower. Υπενθυμίζεται πως κατά τη
διάρκεια της πρώτης του θητείας, ο Τραμπ
απείλησε επανειλημμένα τους Ευρωπαίους του
εταίρους πως θα αποσύρει τις ΗΠΑ από το NATO
εφόσον το σύνολο των κρατών - μελών του δεν
πετύχει το στόχο της επένδυσης του 2% τους στον
τομέα της άμυνας. Ως Πρόεδρος εκ νέου των ΗΠΑ, ο
Τραμπ πλέον έχει αυξήσει κατά πολύ τον
συγκεκριμένο στόχο, δηλώνοντας πως πλέον τα
κράτη-μέλη της Ατλαντικής Συμμαχίας θα πρέπει να
επενδύουν τουλάχιστον το 5% του ΑΕΠ τους στην
άμυνα· δεδομένα, ο συγκεκριμένος στόχος είναι
παραπάνω από ουτοπικός για τη συντριπτική
πλειοψηφία των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, και μένει
να φανεί πώς ακριβώς θα λειτουργήσει απέναντι σε
αυτή την αντικειμενική πραγματικότητα.
Ενδεικτικά,
ο νέος Γενικός Γραμματέας του NATO —και
μακροβιότερος σύγχρονος Πρωθυπουργός της
Ολλανδίας— Μαρκ Ρούτε έχει ήδη προειδοποιήσει
τις ευρωπαϊκές ηγεσίες πως θα πρέπει να αυξήσουν
το ύψος της επένδυσής τους στον τομέα της άμυνας
τουλάχιστον μέχρι το 3,7% του ΑΕΠ, ακριβώς
επειδή η πανευρωπαϊκή ασφάλεια εξαρτάται ακόμα
πλήρως από την παρουσία της αμερικανικής
αμυντικής ομπρέλας στην Ευρώπη.
Ο Τραμπ
αυτό το γνωρίζει, ωστόσο είναι πρόθυμος να
ρισκάρει τη διατάραξη των διατλαντικών σχέσεων
μέσω της υιοθέτησης μιας συγκρουσιακής
προσέγγισης απέναντι στους παραδοσιακούς
εταίρους των ΗΠΑ, έτσι ώστε να πετύχει τον στόχο
του, παρά να προσπαθήσει να ενισχύσει το επίπεδο
της ευρωπαϊκής επένδυσης στην κοινή άμυνα του
Οργανισμού μέσω διπλωματικών και διμερών
πιέσεων, όπως έκαναν οι προκάτοχοι του. Η
συγκεκριμένη προσέγγιση, ωστόσο, πέρα από τα
όποια πρακτικά αποτελέσματα στα οποία μπορεί να
οδηγήσει, παράγει και ένα διαφορετικό αφήγημα σε
ό,τι αφορά τις προτεραιότητες της αμερικανικής
εξωτερικής πολιτικής.
Η ρητορική
απειλή της εξόδου των ΗΠΑ από το NATO συμβαίνει
σε έναν πολιτικό χρόνο στον οποίο στον οποίο η
Ευρώπη δοκιμάζεται από μια σειρά περιφερειακών
συγκρούσεων, με τις ευρωπαϊκές ηγεσίες να
αναζητούν πλέον τρόπους έτσι ώστε να ενισχύσουν
την αμυντική τους αυτονομία απέναντι στον ρωσικό
επεκτατισμό, τη στιγμή που ο 47ος Πρόεδρος των
ΗΠΑ φαίνεται πως θα υιοθετήσει εκ νέου μια
αμιγώς φιλικότερη στάση απέναντι στη ρωσική
κυβέρνηση —και τον Ρώσο Πρόεδρο, Βλαντιμίρ
Πούτιν, προσωπικά— διαχωρίζοντας πλήρως τη θέση
του από εκείνη του προκατόχου του, ο οποίος καθ’
όλη τη διάρκεια του ρώσο-ουκρανικού πολέμου
συμπορεύτηκε τόσο αξιακά, όσο και πρακτικά, με
την ηγεσία της ΕΕ, αλλά και τις βρετανικές
κυβερνήσεις οι οποίες κλήθηκαν να διαχειριστούν
αυτή την πρωτοφανή περιφερειακή κρίση.
Η πρόθεση
του Τραμπ έτσι ώστε να πιέσει την Ουκρανία να
αποδεχτεί την παραχώρηση των εδαφών της —τα
οποία ελέγχει αυτή τη στιγμή ο ρωσικός
στρατός— στη Ρωσία αντιβαίνει εξ ολοκλήρου στο
δόγμα της αυτοδιάθεσης, και της προάσπισης της
Δημοκρατίας, τα οποία η Ουάσιγκτον θεωρητικά να
εξασφαλίσει στο διηνεκές μέσω της ίδρυσης της
Ατλαντικής Συμμαχίας.
Προφανώς, η
απόσυρση των ΗΠΑ από το NATO εξακολουθεί να
παραμένει εξαιρετικά απίθανη, όπως ακριβώς
συνέβη και κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας
του Τραμπ στον Λευκό Οίκο. Όμως, ο ίδιος έχει
ταυτιστεί με την ηθική και ιδεολογική χρεοκοπία
του Οργανισμού, καθώς τόσο οι σχετικές του
δηλώσεις, όσο και ο τρόπος με τον οποίο
αναμένεται να προσεγγίσει τη μεγαλύτερη
ευρωπαϊκή περιφερειακή κρίση, υποδεικνύει πως ο
συναλλακτικός τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται
τις διεθνείς σχέσεις δεν αφήνει πλέον σχεδόν
κανένα περιθώριο για μια παραγωγική συμβολή των
ΗΠΑ στο πολυμερές σύστημα συμμαχιών, το οποίο
δόμησαν —και καλλιεργούν έκτοτε— οι
μεταπολεμικές αμερικανικές κυβερνήσεις.
Δεδομένα, ο Τραμπ αναμένεται να υιοθετήσει και
μια εξαιρετικά σκεπτικιστική στάση απέναντι σε
μια σειρά διεθνών οργανισμών —οι οποίοι
στηρίζονται σε τεράστιο βαθμό στη συμβολή των
ΗΠΑ σε αυτούς— όπως τα Ηνωμένα Έθνη, ή ο
Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας.
Η πρόκληση
ενός παγκόσμιου εμπορικού πολέμου
Αν σε
γεωπολιτικό επίπεδο το δόγμα του “America
First” προϋποθέτει την υιοθέτηση μιας
συναλλακτικής προσέγγισης στο πλαίσιο της
άσκησης της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής,
σε εμπορικό επίπεδο αναμένεται να αποτυπωθεί
μέσω της εφαρμογής υψηλότατων δασμών ακόμα και
απέναντι στους σημαντικότερους εμπορικούς
εταίρους των ΗΠΑ. Τη δεδομένη χρονική στιγμή, ο
Τραμπ εμφανίζεται έτοιμος να επιβάλει δασμούς
στην εισαγωγή ευρωπαϊκών, καναδέζικων, και
ιαπωνικών προϊόντων, οι οποίοι θα ξεπερνάνε σε
ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και το 20%,
αυξάνοντας παράλληλα τους δασμούς απέναντι στο
Μεξικό στο 25%, ενώ στην περίπτωση της Κίνας ο
συγκεκριμένος δείκτης ενδεχομένως να ξεπεράσει
και το 60%.
Το
εντυπωσιακό ποιοτικό στοιχείο είναι πως η Κίνα,
ο Καναδάς, το Μεξικό, η Ιαπωνία και η Γερμανία
αποτελούν τους σημαντικότερους εμπορικούς
εταίρους των ΗΠΑ σε επίπεδο εισαγωγής προϊόντων
στην αμερικανική οικονομία, εδώ και αρκετές
δεκαετίες. Ο ίδιος ο Τραμπ θεωρεί πως η
υιοθέτηση ενός αμιγώς προστατευτικού εμπορικού
δόγματος θα οδηγήσει στην ενίσχυση
του —ασθμαίνοντος, για τα δεδομένα των
ΗΠΑ— αμερικανικού βιομηχανικού τομέα, στην
αποσυμπίεση των πληθωριστικών πιέσεων, αλλά και
στη μείωση του ελλείματος των ΗΠΑ.
Φιλοσοφικά
μιλώντας, ο βαθμός στον οποίο η εισαγωγή
αυστηρών προστατευτικών μέτρων συμβάλλει όντως
στην εξυγίανση των εγχώριων μακροοικονομικών
δεικτών οποιασδήποτε οικονομίας, είναι
τουλάχιστον αμφισβητήσιμος, όμως το
σημαντικότερο στοιχείο σε ό,τι αφορά τις
προτεραιότητες του Τραμπ στην εμπορική πολιτική
την οποία αναμένεται να ασκήσει είναι πως, ξανά,
έρχεται να αμφισβητήσει εξολοκλήρου τις σταθερές
της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής όπως έχουν
δομηθεί ήδη από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου.
Βλέποντάς
το μακροσκοπικά, από το 1945 μέχρι το τέλος της
θητείας του Μπαράκ Ομπάμα, ποτέ κανείς
Αμερικανός Πρόεδρος δεν αμφισβήτησε τον ισχυρό
συσχετισμό ανάμεσα στη φιλελεύθερη αμερικανική
εξωτερική πολιτική, και την ενίσχυση του
ελεύθερου διεθνούς εμπορίου, ως καταλύτη
σταθεροποίησης του διεθνούς συστήματος, και
αποτροπής μιας νέας σειράς περιφερειακών και
διεθνών κρίσεων.
Ο Τραμπ όχι
απλώς δεν αναμένεται να αναζητήσει νέες διόδους
ενίσχυσης του συγκεκριμένου μοντέλου άσκησης της
αμερικανικής εμπορικής πολιτικής, αλλά
αντιθέτως, αναμένεται να πλήξει οικειοθελώς τους
στενούς εμπορικούς δεσμούς των ΗΠΑ με τους
παραδοσιακούς τους εμπορικούς εταίρους,
αδιαφορώντας —σε μεγάλο βαθμό— για τις όποιες
συνέπειες υιοθέτηση του προστατευτικού αυτού
δόγματος μπορεί να προκαλέσει σε διεθνές
επίπεδο.
Δεν είναι
τυχαίο πως ο Τραμπ είχε εναντιωθεί πλήρως στη
σύναψη της διμερούς συμφωνίας TTIP
(Transatlantic Trade and Investment
Partnership) —και την οποία η δική του κυβέρνηση
απέσυρε πριν εγκριθεί, επί της ουσίας— μεταξύ
των ΗΠΑ και της ΕΕ, η οποία θα αποτελούσε τη
σπουδαιότερη εμπορική συμφωνία στην παγκόσμια
ιστορία. Δεδομένα, η σύναψη στης συγκεκριμένης
συμφωνίας πίσω στο 2018 θα είχε σαφείς
γεωπολιτικές προεκτάσεις, καθώς θα εξομάλυνε τις
όποιες διμερείς διαφωνίες μεταξύ των ΗΠΑ και της
ΕΕ, και πέρα από την ενίσχυση του στενού
διμερούς εμπορικού δεσμού μεταξύ τους, θα
ενθάρρυνε την περεταίρω εμβάθυνση των
διατλαντικών σχέσεων σε κάθε επίπεδο.
Πιστός στην
πεποίθησή του πως το εμπορικό ισοζύγιο των ΗΠΑ
θα πρέπει να εξισορροπηθεί, αλλά και πως η
ενίσχυση κάθε τομέα της αμερικανικής παραγωγής
απαιτεί τον έμμεσο αποκλεισμό του ανταγωνισμού
τον οποίο δημιουργεί η εισαγωγή προϊόντων από
τρίτες χώρες, ο Τραμπ αναμένεται να
πραγματοποιήσει μια ριζοσπαστική τομή σε ό,τι
αφορά την αμερικανική εμπορική πολιτική. Στον
τρέχοντα πολιτικό χρόνο, η υιοθέτηση
προστατευτικών μέτρων απέναντι στους
σημαντικότερους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ,
έχει σαφείς γεωπολιτικές προεκτάσεις, πόσο
μάλλον δε όταν αυτά έρχονται να προστεθούν στην
πρόθεση του Τραμπ ώστε να αμφισβητήσει σταθερές
της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής οι οποίες
καθορίζουν τις διπλωματικές και αμυντικές
δεσμεύσεις των ΗΠΑ προς τους εταίρους τους.
Η
αβεβαιότητα την οποία έχουν προκαλέσει οι
ανανεωμένες δεσμεύσεις του Τραμπ σχετικά με την
υιοθέτηση ενός απομονωτικού δόγματος εξωτερικής
πολιτικής —όπως και οι πρωτοφανείς του δηλώσεις
σχετικά με την προσάρτηση της Γροιλανδίας, του
Καναδά, και του Παναμά στην αμερικανική
επικράτεια— έρχεται να προστεθεί σε εκείνη που
προκαλεί η πρόθεση του να εφαρμόσει μια αμιγώς
προστατευτική εμπορική πολιτική, ο συνδυασμός
των οποίων έρχεται να αμφισβητήσει πλήρως τον
τρόπο με τον οποίο η Ουάσιγκτον κινείται
παραδοσιακά εντός του διεθνούς συστήματος, το
οποίο εξάλλου η ίδια έχει διαμορφώσει σε
τεράστιο βαθμό.
Μια νέα
πραγματικότητα
Ο Ντόναλντ
Τραμπ αποτελεί ένα πρωτοφανές πολιτικό,
ιδεολογικό, αξιακό, και εν τέλει πολιτισμικό
φαινόμενο από μόνος του. Love him or hate him,
όπως λένε στις ΗΠΑ, ποτέ κανείς εκλεγμένος
Πρόεδρος δεν είχε τόση επιρροή εντός του
διεθνούς συστήματος τόσο σε γεωπολιτικό, όσο και
σε εμπορικό επίπεδο, όσο αυτή που αποδείχθηκε
πως έχει ο ίδιος από τη μέρα που επιβεβαιώθηκε η
επιστροφή του στον Λευκό Οίκο.
Κανείς δεν
μπορεί να προβλέψει με ασφάλεια κατά πόσον οι
προτεραιότητές του σε ό,τι αφορά τον τρόπο με
τον οποίο η κυβέρνησή του αναμένεται να ελιχθεί
εντός του διεθνούς συστήματος για τα επόμενα
τέσσερα χρόνια θα κριθούν επιτυχημένες ή όχι,
όπως και κατά πόσο ο ίδιος είναι όντως πρόθυμος
ώστε να υλοποιήσει τις σχετικές ανατρεπτικές
προεκλογικές και μετεκλογικές του δεσμεύσεις.
Δεν υπάρχει
αμφιβολία πως η γεωπολιτική και εμπορική
φιλοσοφία που ο ίδιος έχει αποδώσει στο δόγμα
του “America First” αντιβαίνει σχεδόν εξ
ολοκλήρου με την παράδοση της αμερικανικής
εξωτερικής και εμπορικής πολιτικής, όπως αυτή
έχει διαμορφωθεί εδώ και σχεδόν οχτώ δεκαετίες.
Όμως, αυτή είναι μια συνθήκη την οποία γνώριζαν
οι Αμερικανοί πολίτες οι οποίοι επέτρεψαν στον
Τραμπ να επιστρέψει θριαμβευτικά στον Λευκό
Οίκο, και ο ίδιος είναι υπόλογος πρωτίστως προς
εκείνους.
Στην πράξη,
ο Τραμπ αποτελεί τον αρχιτέκτονα μιας νέας
διεθνούς πραγματικότητας, και το κατά πόσο αυτή
θα είναι καλύτερη ή χειρότερη τόσο για τις ΗΠΑ,
όσο και για τον κόσμο μακριά από τις ακτές τους
και έξω από τα σύνορά τους, μένει να αποδειχθεί
στην πράξη. Γενικά μιλώντας, η πραγματικότητα
έχει την τάση να είναι αδυσώπητη, και με
δεδομένη την ασύγκριτη ισχύ των ΗΠΑ σε
γεωπολιτικό και εμπορικό επίπεδο, τα υπόλοιπα
μέλη του διεθνούς συστήματος δεν έχουν πλέον
άλλη επιλογή από το να προσαρμοστούν —με τον
έναν ή τον άλλο τρόπο— σε αυτή τη νέα
πραγματικότητα· εκείνη του Ντόναλντ Τραμπ.
Άγης
Παπαγεωργίου (Athens Voice)
|