Σηματοδοτεί η δεύτερη προεδρία Τραμπ, ενός
επιχειρηματία με «συναλλακτική» λογική, τον
θρίαμβο της αγοράς επί της πολιτικής; Η απάντηση
είναι όχι, καθώς πρόκειται για μια εξόχως
πολιτική προεδρία.
Από τη
δεκαετία του 1980 και μετά, κριτικοί αναλυτές
και κοινωνικά κινήματα τόνιζαν ότι η κυριαρχία
του νεοφιλελευθερισμού υπέτασσε την πολιτική
στις αγορές. Η οικονομική παγκοσμιοποίηση – με
τη μείωση των περιορισμών στην κυκλοφορία των
κεφαλαίων, την ενίσχυση των πολυεθνικών
εταιρειών και τη σύγκλιση των εθνικών
οικονομικών πολιτικών υπό την επιρροή των
διεθνών οργανισμών –, η υποχώρηση του κράτους
πρόνοιας, η απορρύθμιση των αγορών και οι
ιδιωτικοποιήσεις επιβεβαίωναν αυτήν την τάση.
Η προεδρία
Τραμπ, η οποία συνδυάζει φιλοεπιχειρηματικές
πολιτικές στο εσωτερικό και προστατευτικούς
δασμούς στο εξωτερικό, έχει χαρακτηριστεί ως ένα
πείραμα «νεοφιλελευθερισμού σε μία μόνο χώρα».
Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι αποτελεί απλώς την
επιβολή μιας μερίδας του επιχειρηματικού κόσμου
στην πολιτική.
|
Οι
στρατηγικές της προεδρίας Τραμπ αναπτύσσονται σε
δύο κύρια μέτωπα. Στην εξωτερική πολιτική, ο
Τραμπ επιχειρεί να αντιστρέψει την υπερεπέκταση
της αυτοκρατορίας και να διαχειριστεί την
αναδίπλωσή της. Κεντρικό εργαλείο αυτής της
προσέγγισης είναι η περικοπή των παροχών προς τα
κράτη-πελάτες των ΗΠΑ—από την αναπτυξιακή
βοήθεια του USAID έως τη στρατιωτική προστασία
της Ευρώπης—με στόχο την ανακατεύθυνση των
αμερικανικών πόρων στην αντιμετώπιση του βασικού
ανταγωνιστή, της Κίνας. Στο εσωτερικό, η βασική
επιδίωξη είναι η υποταγή του κράτους
(γραφειοκρατία, δικαιοσύνη) στην εκτελεστική
εξουσία. Και στα δύο αυτά μέτωπα, ο Τραμπ και οι
σύμμαχοί του αντλούν έμπνευση από αμερικανικές
πολιτικές παραδόσεις του 19ου αιώνα, όταν οι ΗΠΑ
ασκούσαν απομονωτική πολιτική, επικεντρώνονταν
στον έλεγχο της αμερικανικής ηπείρου και
διέθεταν μια κομματικά ελεγχόμενη δημόσια
διοίκηση.
Η
«συναλλακτική» προσέγγιση του Τραμπ απορρέει από
το επιχειρηματικό του έθος, αλλά λειτουργεί ως
εργαλείο για την επίτευξη αμιγώς πολιτικών
στόχων. Η προτεραιότητα της πολιτικής έναντι της
οικονομίας φανερώνεται από το γεγονός ότι ο
Τραμπ αντιμετωπίζει ως ανεκτό κόστος για την
προώθηση των σχεδίων του τις οικονομικές
αναταράξεις που τείνει να προκαλεί η πολιτική
του—όπως η πρόσφατη μείωση της αξίας της
περιουσίας των μεγιστάνων των νέων τεχνολογιών,
η πιθανή αύξηση του πληθωρισμού λόγω των δασμών
και το ενδεχόμενο μιας «ύφεσης Τραμπ».
Στην
πραγματικότητα, η μεγαλύτερη πρόκληση που
αντιμετωπίζει ο Τραμπ αφορά στα όρια του
πολιτικού του βολονταρισμού. Η βασική του
τακτική είναι η ωμή και απρόβλεπτη χρήση της
(υπερ)δύναμης με σκοπό τη διαμόρφωση μιας νέας
ισορροπίας ισχύος. Ωστόσο, η παγκόσμια τάξη των
τελευταίων δεκαετιών έχει δημιουργήσει ισχυρές
δομές. Οι πιέσεις προς την Κίνα δεν μπορούν να
αγνοήσουν τις οικονομικές αλληλεξαρτήσεις,
ειδικά σε ό,τι αφορά το αμερικανικό δημόσιο
χρέος. Η απόσυρση της αμερικανικής ηγεμονικής
προστασίας και βοήθειας ενδέχεται να οδηγήσει σε
νέες, μη ευνοϊκές για τις ΗΠΑ συμμαχίες.
Παρομοίως, η επανεκβιομηχάνιση των ΗΠΑ (ένας
στόχος που, άλλωστε, συμμεριζόταν και η προεδρία
Μπάιντεν) προσκρούει στον υφιστάμενο διεθνή
καταμερισμό εργασίας.
Η πρώτη
φάση της προεδρίας Τραμπ λειτούργησε ως ένα
πολιτικό blitzkrieg, με την ταχεία ανάληψη
πολλαπλών πρωτοβουλιών που περιλάμβαναν συχνά
ακραίες απαιτήσεις. Ωστόσο, οι επόμενες κινήσεις
του θα δοκιμαστούν στα όρια των δομών που
επιδιώκει να αλλάξει. Οι συμβιβασμοί είναι
αναπόφευκτοι, και οι μεγαλύτερες πιέσεις
ενδέχεται να πηγάσουν όχι από τους πολιτικούς
του αντιπάλους, αλλά από τον ίδιο τον κόσμο από
τον οποίο προέρχεται: τις αγορές και την
οικονομία.
*Ο Νίκος
Σουλιώτης είναι Κύριος Ερευνητής, ΕΚΚΕ.
Πρώτη
δημοσίευση στο Βήμα
|