Η Ουκρανία,
θύμα μιας προκλητικής επίθεσης στην οποία
αρνήθηκε να πιστέψει μέχρι το ξέσπασμα της,
διεξάγει αμυντικό πόλεμο. Το πραγματοποίησε με
επιτυχία. Προς έκπληξη όλων, αρνήθηκε στους
Ρώσους την εύκολη νίκη που περίμεναν και τους
εμπόδισε να επιτύχουν τον αρχικό τους στόχο: την
κατάληψη του Κιέβου και την εγκατάσταση μιας
φιλορωσικής ουκρανικής κυβέρνησης.
Αυτή η
πετυχημένη αντίσταση των Ουκρανών στη ρωσική
εισβολή, οδήγησε τη Δύση στην παροχή βοήθειας
και στήριξης. Μετά την εξέλιξη αυτή, ο Πούτιν
είναι προφανές ότι σημείωσε την αποτυχία του
κηρύσσοντας την προσάρτηση των περιοχών
Λουχάνσκ, Ντόνετσκ, Ζαπορίζια και Χερσώνα στις 5
Οκτωβρίου 2022: αυτός είναι πράγματι ένας
μικρότερος στόχος από αυτόν που αρχικά επεδίωκε.
Η προσάρτηση αυτών των τεσσάρων περιοχών θα
μπορούσε να επιτρέψει σε μια ανεξάρτητη
κυβέρνηση να παραμείνει στα υπόλοιπα τέσσερα
πέμπτα της ουκρανικής επικράτειας.
Πρόκειται για έναν αισθητά μειωμένο εδαφικό
στόχο, ο οποίος για την ώρα απέχει από την
ολοκλήρωση του. Μόνο η περιοχή του Λουχάνσκ
βρίσκεται υπό πλήρη ρωσικό έλεγχο. Οι άλλες
τρεις «παίζονται» ακόμα.
Σε σύγκριση
με τους μειωμένους στόχους που έχει επιδείξει, ο
Πούτιν θα μπορούσε να κηρύξει νίκη μόνο στο
τέλος μιας επίθεσης που θα του επέτρεπε να
ελέγχει αυτές τις τρεις περιοχές· είμαστε μακριά
από αυτό.
Αυτό δεν
εμποδίζει τον Ρώσο Πρόεδρο να διατυπώσει
εδαφικές διεκδικήσεις που υπερβαίνουν κατά πολύ
αυτές τις τέσσερις περιοχές. Επιπλέον, συνεχίζει
ακούραστα, μεταξύ άλλων στις ομιλίες του να
επιδεικνύει τον στόχο μιας
«αποστρατιωτικοποιημένης και εξουδετερωμένης»
Ουκρανίας. Συνολικά, δεν έχει αποκηρύξει τους
αρχικούς στόχους του, που είναι ο πολιτικός και
στρατιωτικός έλεγχος ολόκληρης της Ουκρανίας.
Αυτόν τον
στόχο η Ουκρανία τον αρνήθηκε στον Ρώσο πρόεδρο.
Αν λοιπόν ο παραπάνω ρωσικός στόχος αναθεωρηθεί
προς τα κάτω, ουσιαστικά η Ουκρανία θα έχει
κερδίσει έναν πόλεμο αμυνόμενη κατά της ρωσικής
εισβολής. Συμβαίνει όμως ο φον Κλαούζεβιτς να
έχει πει ότι η άμυνα είναι μια ανώτερη
μορφή πολέμου από την επίθεση, επειδή ο
επιτιθέμενος είναι υποχρεωμένος να νικήσει τον
αντίπαλο. Ο αμυντικός μπορεί απλά να το
αποτρέπει, κάτι που είναι πολύ λιγότερο
απαιτητικό. Αυτό κατάφερε η Ουκρανία, κόντρα σε
όλες τις πιθανότητες, και συνεχίζει μέχρι
σήμερα.
Στο πλαίσιο αυτό ωστόσο, ο Αμερικανός πρόεδρος
Ντόναλντ Τραμπ έχει ένα διαπραγματευτικό ατού,
στο οποίο κανείς δεν αναφέρεται και αυτό είναι
εξόχως περίεργο.
Συγκεκριμένα, με την κατάρρευση της Σοβιετικής
Ένωσης και το τέλος του ψυχρού πολέμου η
Ουκρανία κληρονόμησε περί τα 5.000 πυρηνικά
όπλα, με αποτέλεσμα να είναι η τρίτη χώρα μετά
από τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, σε ισχύ πυρηνικών.
Επίσης πυρηνικές κεφαλές είχαν ξεμείνει και στη
Λευκορωσία και το Καζακστάν. Με την υπογραφή
τριών διαφορετικών πράξεων (μια για κάθε χώρα),
που τις υπέγραψαν από κοινού η Ρωσία, το Ηνωμένο
Βασίλειο και οι ΗΠΑ, συνομολογούνταν η πρόθεση
της Ουκρανίας, της Λευκορωσίας και του Καζακστάν
να επιστρέψουν στη Ρωσία το πυρηνικό οπλοστάσιο
που διέθεταν στα εδάφη τους, με αντάλλαγμα
εγγυήσεις ασφαλείας εδαφών από τη Ρωσία, το
Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ. Σύμφωνα με το
μνημόνιο, η Ρωσία, οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο
Βασίλειο επιβεβαίωσαν ότι η Λευκορωσία, το
Καζακστάν και η Ουκρανία, έγιναν συμβαλλόμενα
μέρη στη Συνθήκη για τη μη διάδοση των πυρηνικών
όπλων και επιστρέφουν το πυρηνικό τους
οπλοστάσιο στη Ρωσία με τους όρους:
-Να υπάρξει
σεβασμός στην ανεξαρτησία, στην κυριαρχία και
στα υπάρχοντα σύνορα κάθε μιας από τις τρεις
χώρες (Λευκορωσία, Καζακστάν και η Ουκρανία).
-Να μην υπάρξει απειλή ή χρήση βίας κατά της
εδαφικής ακεραιότητας των χωρών αυτών.
-Να μην υπάρξει κανενός είδους οικονομική πίεση
ως μέσο επηρεασμού των αποφάσεων των χωρών
αυτών.
-Άμεση σύγκλιση του Συμβουλίου Ασφαλείας για
παροχή βοήθειας στη Λευκορωσία, το Καζακστάν ή
την Ουκρανία εάν γίνουν θύμα επιθετικής πράξης ή
αντικείμενο απειλής επίθεσης κατά την οποία
χρησιμοποιούνται πυρηνικά όπλα.
-Να μην χρησιμοποιηθούν πυρηνικά όπλα εναντίον
τους.
-Με πιο απλά λόγια, με τη Συμφωνία αυτή, οι τότε
νικητές του Ψυχρού Πολέμου, η Δύση και οι ΗΠΑ εν
προκειμένω, έκαναν δώρο στη Ρωσία, την Ουκρανία,
τη Λευκορωσία και το Καζακστάν, με την ελπίδα
ότι το τότε καθεστώς του Μπόρις Γέλτσιν θα
ερχόταν πιο κοντά στη Δύση.
-Ταυτόχρονα, υπό την πίεση των ΗΠΑ, το NATO
άνοιγε τις πόρτες του στη Ρωσία και θυμάμαι πολύ
καλά τον Φεβρουάριο του 1995 Ρώσους αξιωματικούς
να παρακολουθούν επιμορφωτικά σεμινάρια στις
αίθουσες του NATO στις Βρυξέλλες.
Οι
εξελίξεις αυτές, από τα πρώτα τους βήματα δεν
ήταν διόλου αρεστές στον πρώην πράκτορα της KGB
Βλαδίμηρο Πούτιν, ο οποίος από το 1992 και έως
το 1996, υπήρξε το δεξί χέρι του δημάρχου της
Αγίας Πετρούπολης Ανατόλι Σομπτσάκ (1937-2000).
Ανερχόμενος
έτσι στην εξουσία από το 1999 και μετά, ο
Πούτιν, στηριζόμενος από διάσημους Ρώσους
ολιγάρχες όπως ο Μπερεζόφσκι τότε, είχε πάντα
κατά νου την επανασύνδεση της Ουκρανίας με τη
Ρωσία, γεγονός που τροφοδοτούσε και την
αντιδυτική ρητορική του.
Συνεπώς, η
σε δύο φάσεις (2014 και 2022) ρωσική εισβολή
στην Ουκρανία, έχει πολλά χρόνια προμελέτης πίσω
της και τα αίτιά της απέχουν πολύ από αυτά που
πιπιλίζουν οι επαγγελματίες της ρωσικής
προπαγάνδας σήμερα.
Υπό αυτή την έννοια, ο Τραμπ μόνον προσφέροντας
στον Πούτιν ένα δυτικό Βατερλώ θα μπορούσε να
σταματήσει αυτόν τον πόλεμο, που τώρα
χρησιμοποιεί εκβιαστικά κατά της Ευρώπης.
European
Business Review
|