Ο καλός φίλος Πάσχος Μανδραβέλης έγραψε στην
«Καθημερινή» της 24ης Μαΐου 2022 ένα κείμενο από
όπου σας παραθέτω ένα απόσπασμα: […] Οι τράπεζες,
για παράδειγμα, έχουν τεράστια μείωση κόστους
από το web banking, μείωση την οποία οι πελάτες
τους όχι μόνο δεν βλέπουν, αλλά αντιθέτως την
πληρώνουν. Συναλλαγές οι οποίες γίνονταν δωρεάν
στο γκισέ (φορτώνοντας τις τράπεζες με ενοίκια,
φως, νερό, τηλέφωνο, μισθούς υπαλλήλων, εισφορές
κ.λπ.) τώρα τις κάνει μόνος του ο καταναλωτής
και επιβαρύνεται γι’ αυτές! Μάλιστα, κατ’
αποκοπήν: 0,50 ευρώ για λογαριασμό ρεύματος 40
ευρώ, 0,50 και για 2.000 ευρώ. Είναι κατ’ ουσίαν
ένας «φόρος έλλειψης καταναλωτικού κινήματος» ή
«φόρος στενής διασύνδεσης κράτους – τραπεζών»,
ενός κράτους –ας μην το ξεχνάμε– που έχει ένα
σκασμό Αρχές για την «προστασία του καταναλωτή».
Εχω ακούσει πολλές φορές αυτή την
επιχειρηματολογία. Εντελώς συμπτωματικά στις 17
Μαΐου 2022, σε μια ομιλία μου στο «2ο Digital
Enterprise Transformation | Fintech Strategy»,
αναφέρθηκα στο ίδιο θέμα.
Επειδή πιστεύω ότι
το πρόβλημα των χρεώσεων
των τραπεζών τέμνει
οριζόντια τη
διαμορφωμένη ελληνική
πραγματικότητα, θα σας
παραθέσω ορισμένα σημεία
από την ομιλία μου. Το
λέω ξεκάθαρα χωρίς
περιστροφές. Δεν γνωρίζω
πώς καταλήξαμε έτσι,
αλλά 9 στους 10 Ελληνες
έχουν μεγαλώσει
περιμένοντας να έχουν
υπηρεσίες χωρίς να είναι
διατεθειμένοι να
πληρώσουν. Δεν υπάρχει
χειρότερη νοοτροπία,
γιατί συνοδεύεται και
από το συμπέρασμα: «οτιδήποτε
παρέχεται δωρεάν, δεν
έχει αξία». Το πλέον
χαρακτηριστικό
παράδειγμα είναι η
δωρεάν παιδεία και ο
τρόπος που μαθητές και
φοιτητές αντιμετωπίζουν
το θέμα.
Στην πολύ μακρά
σταδιοδρομία μου, που
ξεκίνησε το 1967, έζησα
πραγματικά τον
μετασχηματισμό των
τραπεζών και την
ανάπτυξη των Fintech.
Μπορώ μάλιστα να
ισχυριστώ ότι η Δέλτα
Πληροφορική στην οποία
ήμουν ένας από τους
ιδρυτές το 1984, ήταν η
πρώτη fintech εταιρεία
της Ελλάδας και
εξυπηρετούσε πολλές
τράπεζες στην Ελλάδα, σε
γειτονικές χώρες, αλλά
και στο Dubai και στη
Σαουδική Αραβία.
Στη Δέλτα, το 1990
πολύ πριν από το
internet, δώσαμε τη
δυνατότητα στους
μηχανικούς να πληρώνουν
τις εισφορές τους στο
TΣΜΕΔΕ με ένα τηλεφώνημα
και την πιστωτική τους
κάρτα, έναντι μιας
μικρής επιβάρυνσης. Η
ανταπόκριση των
μηχανικών ήταν απίστευτη.
Τα ευχαριστήρια
τηλεφωνήματα που δέχτηκα
τότε, δεν τα έχω πάρει
ποτέ άλλοτε στη ζωή μου.
Ολοι μιλούσαν για τη
σημαντική διευκόλυνση,
την οποία φυσικά ήταν
διατεθειμένοι να την
πληρώσουν.
Η βασική λειτουργία
μιας τράπεζας είναι να
δέχεται καταθέσεις και
να δίνει δάνεια
κερδίζοντας από τη
διαφορά των επιτοκίων.
Οι τράπεζες λειτουργούν
σε πολύ αυστηρά
κανονιστικά πλαίσια
προκειμένου να
προστατευθούν οι
καταθέτες. Είναι από τη
φύση τους δυσκίνητες με
πολύ αυστηρούς ελέγχους.
Είναι γεγονός ότι οι
τράπεζες από τη δεκαετία
του ’70 είδαν τα
πλεονεκτήματα της
τεχνολογίας και
ανέπτυξαν πολύ νωρίς
σημαντικά πληροφοριακά
συστήματα, τα οποία
είναι μεν γερά και
σταθερά αλλά δεν είναι
πολύ ευέλικτα. Η
νοοτροπία των τραπεζών
ήταν να προσελκύσουν τον
πελάτη στα καταστήματά
τους προκειμένου να του
παρέχουν διάφορες άλλες
συμπληρωματικές
υπηρεσίες. Είναι
χαρακτηριστικό ότι οι
παλαιοί τραπεζίτες
πίστευαν ότι «βγάζουν
χρήματα από τη σκόνη των
παπουτσιών των πελατών
που μπαίνουν στα
καταστήματά τους». Δεν
είναι υπερβολή. Το έχω
ακούσει πολλές φορές.
Με αυτή τη νοοτροπία
άρχισαν να παρέχουν
δωρεάν υπηρεσίες. Ειδικά
στην Ελλάδα, οι τράπεζες
εκπαίδευσαν τους πελάτες
ότι μπορούν να έχουν
πολλές υπηρεσίες χωρίς
καμία απολύτως
επιβάρυνση. Θα σας δώσω
δύο χαρακτηριστικά
παραδείγματα. Το 2000
επισκέφθηκα τη Nordea
Bank, μία από τις
μεγαλύτερες τράπεζες των
Σκανδιναβικών χωρών και
όχι μόνο. Οποιαδήποτε
συναλλαγή στο γκισέ από
υπάλληλο της τράπεζας
χρεωνόταν προς 4 ευρώ!
Σωστά διαβάσατε. Αν
κατέθετες 100 ευρώ στον
λογαριασμό έμπαιναν 96
ευρώ. Στον προθάλαμο των
καταστημάτων υπήρχε όμως
ηλεκτρονικός υπολογιστής
όπου ο πελάτης μπορούσε
να εκτελέσει κάποια
συναλλαγή με χρέωση 2
ευρώ. Φυσικά στην Ελλάδα
ούτε να ακούσουν κάτι
τέτοιο ήθελαν. Το
δεύτερο παράδειγμα είναι
ακόμα πιο χαρακτηριστικό.
Οι τράπεζες, την εποχή
της αστακομακαρονάδας,
έδιναν τα POS (σημ.
μηχανήματα αποδοχής
πιστωτικών και
χρεωστικών καρτών)
δωρεάν στις επιχειρήσεις.
Εχουν ξοδέψει
εκατοντάδες εκατομμύρια
ευρώ δίνοντας αλόγιστα
POS χωρίς κανένα
ουσιαστικό όφελος για
τις τράπεζες. Υπήρχαν
καταστήματα που διέθεταν
7 POS από εφτά
διαφορετικές τράπεζες!
Εποχικά καταστήματα
έκλειναν και πολλά από
τα POS χάθηκαν χωρίς να
κερδίσει απολύτως τίποτα
η τράπεζα που το διέθεσε.
Σε καμία ευρωπαϊκή χώρα
δεν γινόταν αυτή η
αλόγιστη σπατάλη.
Και ύστερα ήλθε η
κρίση.
Τότε άρχισαν οι
τράπεζες να
αντιμετωπίζουν την
πραγματικότητα με
διαφορετική νοοτροπία.
Ηταν όμως αργά. Είχαν
εκπαιδεύσει τους πελάτες
στις δωρεάν υπηρεσίες,
βασιζόμενες μόνο στο
διαφορικό μεταξύ
επιτοκίων δανεισμού και
καταθέσεων. Με τα
κόκκινα δάνεια και τα
ομόλογα του Ελληνικού
Δημοσίου οι τράπεζές μας
κατέρρευσαν σαν χάρτινος
πύργος και καταλήξαμε
σήμερα σε αυτό που έλεγε
ο μεγάλος τραπεζίτης
Γιάννης Κωστόπουλος (Αιωνία
του η Μνήμη) ότι «στην
Ελλάδα χωράνε μόνο 2,5
τράπεζες». Σήμερα, για
να επιβιώσουν οι
τράπεζες κλείνουν
καταστήματα, περιορίζουν
το προσωπικό τους και
πουλάνε δραστηριότητες
που δεν αφορούν τις
βασικές τους υπηρεσίες.
Για παράδειγμα, σχεδόν
όλες οι ελληνικές
τράπεζες έχουν πουλήσει
σε εξειδικευμένες
εταιρείες τα δίκτυα των
εμπόρων που είχαν
αναπτύξει με τόσο κόπο
και έξοδα, γιατί
επιτέλους αντιλήφθηκαν
ότι δεν μπορούν να τα
διαχειριστούν σωστά. Θα
σας δώσω ένα παράδειγμα,
για να διαπιστώσετε πως
αυτή η αλλαγή του
μοντέλου ωφέλησε τους
πάντες.
– Cardlink. Η ιδέα
για την Cardlink
ξεκίνησε το 2000 από την
τότε Δέλτα Πληροφορική.
Αφορούσε τη διαχείριση
των τερματικών POS δύο
μεγάλων τραπεζών: Alpha
και Eurobank. Η βασική
ιδέα ήταν να έχουν κοινό
δίκτυο POS ώστε να
ωφεληθούν και οι δύο από
τις οικονομίες κλίμακος.
Πράγματι, το 2004
δημιουργήθηκε η Cardlink
και οι δύο τράπεζες
αργότερα, το 2015, την
πούλησαν στον Ομιλο
Quest. Η Cardlink
απαλλαγμένη από τη
δυσκαμψία των τραπεζών
προσέφερε σημαντικά
βελτιωμένες υπηρεσίες
στους πελάτες της με
αποτέλεσμα να αποκτήσει
σημαντική θέση στην
Ελληνική αγορά, παρά το
γεγονός ότι χρέωνε
υπηρεσίες, τις οποίες
προηγουμένως οι τράπεζες
παρείχαν χωρίς καμία
χρέωση. Το 2021
εξαγοράστηκε από τη
μεγάλη εταιρεία
Worldline, προσφέροντας
σημαντικές υπεραξίες
στους μετόχους της.
Σήμερα, διαθέτει δίκτυο
290.000 POS, εξυπηρετεί
25.000 e-commerce
επιχειρήσεις και εκτελεί
2,7 εκατομμύρια
συναλλαγές ανά ημέρα.
Μια δραστηριότητα των
τραπεζών η οποία ήταν
μόνο κοστοβόρα, απέφερε
κέρδη στις τράπεζες,
στους επενδυτές αλλά
κυριότερα προσέφερε
σημαντικά βελτιωμένες
υπηρεσίες στους πελάτες
της. Είναι ίσως από τις
πλέον επιτυχημένες
δράσεις των τελευταίων
ετών γιατί πραγματικά
είναι όλοι κερδισμένοι.
– Quo Vadis. Το
ερώτημα είναι πού πάμε;
Η δική μου εκτίμηση
είναι ότι στα επόμενα
χρόνια με τη βοήθεια της
τεχνολογίας θα βλέπουμε
πολύ περισσότερες
καθημερινές υπηρεσίες να
φεύγουν από τις
δυσκίνητες τράπεζες και
να πηγαίνουν στις
Fintech. Οι τράπεζες θα
περιοριστούν στην
εξυπηρέτηση κυρίως
επιχειρήσεων και τη
χρηματοδότηση μεγάλων
έργων. Οι άνθρωποι που
σήμερα μεγαλώνουν πολύ
αμφιβάλλω αν θα πατήσουν
το πόδι τους σε
κατάστημα τραπεζών.
Αντίθετα, θα κάνουν όλες
σχεδόν τις
δραστηριότητές τους από
το τηλέφωνό τους ή το
σπίτι τους και θα είναι
διατεθειμένοι να
πληρώσουν για τη
διευκόλυνση αυτή.
Επανέρχομαι στον καλό
μου φίλο Πάσχο. Σωστά
χρεώνουν οι τράπεζες κατ’
αποκοπή, διότι είτε
πληρώνεις ηλεκτρονικά 50
ευρώ ή 2.000 ευρώ, έχουν
ακριβώς το ίδιο κόστος
ανά συναλλαγή. Αν δεν
θέλεις να έχεις καμία
επιβάρυνση, μπορείς να
πας σε ένα κατάστημα της
ΔΕΗ ή της ΕΥΔΑΠ και να
περιμένεις με τις ώρες
στην ουρά. Το πραγματικό
θέμα δεν είναι οι
χρεώσεις των τραπεζών,
αλλά το καθήκον μας να
αλλάξουμε τη λανθασμένη
νοοτροπία, ότι μπορείς
να απολαμβάνεις μια
υπηρεσία χωρίς να
πληρώνεις, γιατί
νομίζεις ότι δεν έχει
κόστος. Δυστυχώς, στην
Ελλάδα έτσι έχουν
εκπαιδεύσει τον κόσμο. Η
Αρχή της
Ανταποδοτικότητας λέει
:« Αν κάποιος δεν
πληρώνει μια υπηρεσία
που λαμβάνει, κάποιος
άλλος την πληρώνει». Δεν
υπάρχει δωρεάν γεύμα,
παρά μόνο στα
φιλανθρωπικά ιδρύματα!
Το πλέον
χαρακτηριστικό
παράδειγμα είναι τα
διόδια.
Αν δεν υπάρχουν
διόδια, η συντήρηση του
δρόμου μετακυλίεται σε
όλους τους
φορολογούμενους, ακόμα
και αυτούς που δεν
πρόκειται να
χρησιμοποιήσουν ποτέ
αυτόν τον δρόμο. Πόσο
δίκαιο είναι αυτό;
* O κ. Ανδρέας
Δρυμιώτης είναι
σύμβουλος επιχειρήσεων.
** Το άρθρο
δημοσιεύτηκε αρχικά στην
Καθημερινή της Κυριακής.