| Ειδήσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | +/- | "Μας ακούνε" | Fundamentalist | Marx - Soros | Start Trading |

 

 

Πέμπτη, 00:01 - 09/06/2022

 

 

Πολλοί Ευρωπαίοι, και λιγότεροι Αμερικανοί, αναρωτιούνται σήμερα μήπως θα ήταν καλύτερα για όλους να αποχωρήσει η Τουρκία από το ΝΑΤΟ. Ωστόσο, οι ειδικοί, όσοι γνωρίζουν σε βάθος την Τουρκία, επιμένουν ότι θα παραμείνει στο ΝΑΤΟ και θα διατηρήσει τη σύνδεση με την Ευρώπη. Αυτό είναι καλή είδηση για όσους στη Δύση δεν έχουν παραιτηθεί από την ιδέα ότι μπορεί να υπάρξει φιλελεύθερη δημοκρατία στην Τουρκία. Αλλά υπάρχουν και κακές ειδήσεις για τα δύο αυτά ζητήματα. Μια Τουρκία μετά τον Ερντογάν −πρέπει να πάρουμε υπόψη ότι στην Τουρκία υπάρχουν ακόμα πιο εθνικιστές, ακόμα πιο δεξιοί, ακόμα πιο ανθέλληνες από τον Ερντογάν− δεν θα τρέξει πίσω στη Δύση αλλά θα ακολουθήσει το σενάριο του σημερινού καθεστώτος: αυτό το «καθεστώς» είναι που δυσκολεύει τη συνεννόηση με τους Τούρκους − αλλά, δεν πρόκειται για κάτι καινούργιο∙ πάντοτε η Τουρκία δημιουργούσε προβλήματα στο εσωτερικό της Ατλαντικής Συμμαχίας και έναντι της Ελλάδας. Το θέμα ήταν και είναι τι κάνει το ΝΑΤΟ για να σταματήσει την επιθετική της συμπεριφορά κι αν χρησιμοποιεί τη σωστή μόχλευση.

 

 

Αν ανατρέξουμε στην πρόσφατη ιστορία θα δούμε ότι τα «προβλήματα» δεν αρχίζουν με τον Ερντογάν. Η Τουρκία ήταν ανέκαθεν διαφορετική πολιτισμικά και, παρότι οι δυτικές δυνάμεις την καλόπιασαν με υποσχέσεις για ένταξη στην ΕΟΚ, δεν συμμορφώθηκε με τις ενταξιακές απαιτήσεις − δεν μπορούσε να συμμορφωθεί από την ίδια της τη φύση, τη δομή και την ιστορία. Στην πραγματικότητα, μόνο με την τουρκική αριστερά μπορούσαν να συνεννοηθούν οι Ευρωπαίοι∙ αλλά η αριστερά κατέρρευσε μέσα στον εκκωφαντικό θόρυβο του τουρκικού εθνικισμού ο οποίος παρέσυρε και την κοσμικότητα του κράτους.

 

Οι μεταρρυθμίσεις έμειναν μισές ήδη από τη δεκαετία του 1980. Και παρότι το κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης υποσχέθηκε να προχωρήσει τον εξευρωπαϊσμό, σε οικονομική αναδιάρθρωση και σε αναβάθμιση των εμπορικών και διπλωματικών δεσμών με τους γείτονες, στον μετα-κομμουνιστικό κόσμο η Τουρκία άρχισε να αντιμετωπίζεται ως αυτό που είναι: υπερεθνικιστική, μουσουλμανική, συμπλεγματική έναντι της Δύσης και με έμμονη ιδέα για τον κουρδικό αυτονομισμό, ένα ζήτημα που θα μπορούσε να είναι δευτερεύον ή και ανύπαρκτο ακόμα. Στη δεκαετία του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η ενσωμάτωση με την τότε Ευρωπαϊκή Κοινότητα συμβάδιζε με το άνοιγμα στη Μέση Ανατολή και αργότερα στον μετακομμουνιστικό κόσμο. Αλλά μέχρι τα μέσα της δεκαετίας, η Τουρκία πήρε πολεμοχαρή στροφή. Στις αρχές του 1996, άγονα βραχάκια στο Αιγαίο κόντεψαν να προκαλέσουν πόλεμο με την Ελλάδα, επίσημα σύμμαχο της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ. Ο τουρκικός στρατός έμπαινε τακτικά στο Ιράκ για να πολεμήσει το PKK και το φθινόπωρο του 1998 απείλησε να εισβάλει και στη Συρία. Η Τουρκία βρισκόταν σε αντίθεση με τη Ρωσία για τον πόλεμο στην Τσετσενία και με το ΝΑΤΟ για το θέμα της επέκτασής του. Τι έχει αλλάξει από τότε;

 

Ο Tουργκούτ Οζάλ έβλεπε τις εξωτερικές προτεραιότητες της Τουρκίας μέσα από ένα οικονομικό πρίσμα. Οι μεταρρυθμίσεις του είχαν στόχο, μεταξύ άλλων, τη βελτίωση της θέσης της χώρας στη διεθνή αγορά. Το αντίστροφο ίσχυε επίσης: το παγκόσμιο περιβάλλον ευνόησε την εγχώρια ατζέντα του. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, η παγκόσμια οικονομία ανέκαμψε μετά από μια ύφεση στην αρχή της δεκαετίας: ενισχύθηκε από το πρόγραμμα για την ενιαία αγορά και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της Τουρκίας επεκτάθηκε αποκτώντας νέα μέλη. Στη Δυτική Γερμανία το ΑΕΠ αυξανόταν κατά μέσον όρο 2,9% μεταξύ 1983 και 1990, φτάνοντας το 4-5% προς το τέλος της περιόδου − αλλά, συνολικά, η Δυτική Ευρώπη καθυστερούσε σχετικά με τις ΗΠΑ όπου η εποχή Ρέιγκαν είχε εντείνει τον ρυθμό ανάπτυξης και ως προς τις πρόσφατα βιομηχανοποιημένες χώρες που επίσης αναπτύσσονταν γοργά. Έτσι κι αλλιώς, η Ευρώπη είχε σταθερή ζήτηση για εξαγωγές. Ο εγχώριος μετασχηματισμός στην Τουρκία συνδυάστηκε με την παγκοσμιοποίηση. Ο Oζάλ ακολούθησε πιστά το σενάριο που έθεσαν τα διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα με την απελευθέρωση του εξωτερικού εμπορίου μέσω της μείωσης των δασμών, της κατάργησης των ποσοστώσεων εισαγωγής και του ανοίγματος της Τουρκίας σε άμεσες ξένες επενδύσεις με ταυτόχρονες «δομικές προσαρμογές» στο εσωτερικό. Με τη σειρά τους, αυτοί οι διεθνείς φορείς ενίσχυσαν τη νομιμότητα του πρωθυπουργού και το 1986, ο Οζάλ προήδρευσε των υπουργικών συνόδων του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), της λέσχης των πλούσιων εθνών.

 

Οι παγκόσμιες γεωπολιτικές ανακατατάξεις ευνόησαν την Τουρκία. Η τήξη των σχέσεων Ανατολής-Δύσης στα τέλη της δεκαετίας του 1980 που ξεκίνησε από τον Γκορμπατσόφ και τη «νέα σκέψη» του, η πτώση του Τείχους του Βερολίνου και η αποσύνθεση της Σοβιετικής Ένωσης άνοιξαν αδιανόητες μέχρι τότε ευκαιρίες για τις τουρκικές επιχειρήσεις και τη διπλωματία. Η αρχική απόκριση στην Τουρκία για τον Γκορμπατσόφ, την περεστρόικα στο εσωτερικό και τη βελτίωση των σχέσεων με τη δυτική συμμαχία ήταν μάλλον επιφυλακτική. Ωστόσο, ο ίδιος ο Oζάλ ήταν, θα λέγαμε, μπροστά από την εποχή του: κάτι που δεν ισχύει για τον Ερντογάν. Το 1984, ακόμη και προτού η Μόσχα αλλάξει πορεία, επέβλεψε τη σύναψη της πρώτης σύμβασης για τις σοβιετικές παραδόσεις φυσικού αερίου προς την Τουρκία. Τέσσερα χρόνια αργότερα, οι πρώτες αποστολές ταξίδεψαν μέσω της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας μέσω του λεγόμενου Διαβαλκανικού αγωγού, εγκαινιάζοντας τη μετέπειτα ανάπτυξη των ενεργειακών και διπλωματικών δεσμών της Τουρκίας με τη Ρωσική Ομοσπονδία μετά το 1991.

 

Αλλά ο απολογισμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία και το κουρδικό ζήτημα εμπόδισαν τις τουρκο-ευρωπαϊκές σχέσεις. Πρέπει να θεωρείται φυσικό κι αναμενόμενο το ότι οι Ευρωπαίοι πολιτικοί και το ευρωπαϊκό κοινό δεν ήταν ποτέ ενθουσιασμένοι με την προοπτική της Τουρκίας να ενταχθεί στην ΕΟΚ − κι από την άλλη πλευρά, ούτε ένα απερίφραστο «όχι» φαινόταν βιώσιμη επιλογή. Το Συμβούλιο της ΕΟΚ και οι υπουργοί απέρριψαν αίτηση ένταξης που υπέβαλε το Μαρόκο το ίδιο έτος, με το σκεπτικό ότι δεν ήταν ευρωπαϊκή χώρα. Τέτοια απάντηση δεν δόθηκε στους Τούρκους. Ο λόγος δεν είχε να κάνει τόσο με το ότι μόνο το 3% του τουρκικού εδάφους βρίσκεται γεωγραφικά στην Ευρώπη −ένα μέρος της Κωνσταντινούπολης συν τη θρακική ενδοχώρα− αλλά μάλλον περισσότερο με το πνεύμα της Συμφωνίας της Άγκυρας του 1963 που αναγνώριζε τον στόχο της προσχώρησης της Τουρκίας στην Κοινότητα. Επιπλέον, τα κράτη μέλη είχαν βάσιμους στρατηγικούς και εμπορικούς λόγους για να μην επιθυμούν ρήξη. Έτσι, πλανιόταν ένα μεγάλο «ίσως». Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Δεκέμβριο του 1989 αναφερόταν στην Τουρκία ως «φυσικό υποψήφιο για το καθεστώς πλήρους κράτους μέλους», αλλά πρόσθετε ότι οι διαπραγματεύσεις δεν θα ξεκινούσαν πριν από το 1993. Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώθηκε. Η ΕΟΚ, που το 1992 αναβαθμίστηκε σε ΕΕ με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, επικεντρώθηκε στη διεύρυνσή της προς την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Τα επόμενα χρόνια, οι σχέσεις με την Τουρκία περιορίστηκαν στη διαπραγμάτευση μιας Τελωνειακής Ένωσης, στόχος που είχε τεθεί από τη Συμφωνία της Άγκυρας. Η Τελωνειακή Ένωση, που υπογράφηκε το 1995, θα μπορούσε να θεωρηθεί τόσο ως εκτροπή από τον στόχο της ένταξης και ως βήμα προς αυτόν. Η κατάργηση όλων των δασμολογικών φραγμών στο εμπόριο βιομηχανικών αγαθών, έδωσε στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις μια άνευ προηγουμένου ευκαιρία να επενδύσουν στην Τουρκία και να επανεξάγουν τα βιομηχανικά τους προϊόντα τους στην ευρωπαϊκή αγορά. Η οικονομική ολοκλήρωση εντάθηκε, ευνοώντας τις άμεσες ξένες επενδύσεις, την ανάπτυξη και την οικονομική μεγέθυνση στη χώρα. Ο Οζάλ ήταν αρχικά χλιαρός απέναντι στην Τελωνειακή Ένωση αλλά αργότερα, ακολουθώντας τη γνωμάτευση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του Δεκεμβρίου 1989, άλλαξε τακτική. Ο πρωθυπουργός άσκησε πιέσεις ακόμη και σε σκεπτικιστικές επιχειρηματικές ενώσεις που επέμεναν ότι οι δασμοί στις εισαγωγές έπρεπε να καταργηθούν μόνο αν η Τουρκία γινόταν πλήρες μέλος. Η αναστροφή του Οζάλ βασίστηκε στην εκτίμηση ότι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου θα μπορούσε να μειώσει την αξία της Τουρκίας τόσο για τους Δυτικοευρωπαίους όσο και για τις ΗΠΑ − πράγμα που συνέβη. Ωστόσο, η Τουρκία είναι, είτε μας αρέσει είτε όχι, συνυφασμένη οικονομικά με τις δυτικές χώρες και η τουρκική διπλωματία −ένας συνδυασμός κωλυσιεργίας και εκβιασμών− έχει δημιουργήσει ένα Κατεστημένο που δεν μπορεί να γκρεμιστεί χωρίς μεγάλο κόστος. Ακούγεται σαν να σέρνουμε τα πόδια μας ή σαν να είμαστε αδρανείς και παθητικοί, αλλά, αν πιστέψουμε τους ειδήμονες στην Τουρκία, όπως για παράδειγμα τον Βούλγαρο καθηγητή των Διεθνών Σχέσεων Dimitar Bechev, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι η κολακεία, το καλόπιασμα, οι μικρές απαιτήσεις, η επιμονή και η υπομονή. Πιθανότατα, όσοι ζητούν την εκδίωξη της Τουρκίας από το ΝΑΤΟ, ιδιαίτερα μετά την άρνησή της να γίνουν μέλη του ΝΑΤΟ η Φιλανδία και η Σουηδία, προτείνουν μια επικίνδυνη περιπέτεια. Πράγματι, τη στάση της Τουρκίας στη λήψη αποφάσεων του ΝΑΤΟ δεν μπορούμε να την αγνοήσουμε, μπορούμε όμως να αγνοήσουμε τις καθημερινές δηλώσεις του Τούρκου προέδρου: πώς θα ήταν άραγε η ειδησεογραφία αν δεν υπήρχαν οι διαρκείς αναφορές στο «τουρκικό παραλήρημα»; Και πώς θα αισθανόταν ο Ενρτογάν με την τόσο εύθραυστη ψυχική διάθεση;

 

Τριαντάφυλλος Δελησταμάτης (Athens Voice)

 

Greek Finance Forum Team

 

 

Σχόλια Αναγνωστών

 

 
 

 

 

 

 

 

 

 

 
   

   

Αποποίηση Ευθύνης.... 

© 2016-2022 Greek Finance Forum