Το κλείσιμο
των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής με χρήση καυσίμου
τον άνθρακα και το λιγνίτη στην Ευρώπη,
δεν οδηγεί αυτόματα σε ισοδύναμη αύξηση της
ηλεκτροπαραγωγής από μονάδες ΑΠΕ όπως ήταν
αρχικά ο ευρωπαϊκός ενεργειακός σχεδιασμός. Αυτό
δίδει ένα σημαντικό οικονομικό και ανταγωνιστικό
προβάδισμα στις χώρες παραγωγής φυσικού αερίου
και στις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με χρήση
καυσίμου το φυσικό αέριο, στον Ευρωπαϊκό κλάδο
ενέργειας.
Είναι αποκλειστικά θέμα
των κρατών μελών της ΕΕ
πώς θα διαχειριστούν
αυτήν τη νέα κατάσταση
καθώς επηρεάζει άμεσα
τις εθνικές οικονομίες
τους (τιμές) και την
ενεργειακή ασφάλειά τους.
Οι ΗΠΑ διαθέτουν
παραγωγή σχιστολιθικού φυσικού
αερίου την
οποία μπορούν να
προσφέρουν στο σύνολο
των χωρών της ΕΕ, σε
ανταγωνιστικές τιμές σε
μορφή LNG (ΥΦΑ).
Εισαγωγή
Το Διεθνές εμπόριο είναι
ο τομέας των διεθνών
σχέσεων που είναι κατά
παράδοση και σύμφωνα με
τις Συνθήκες Ίδρυσης και
Λειτουργίας της
Ευρωπαϊκής Ένωσης,
αποκλειστική αρμοδιότητα
της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Στις 25 Ιουλίου του
2018, ο τότε πρόεδρος
της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Jean Claude Juncker
επισκέφθηκε τον τότε
Πρόεδρο των ΗΠΑ Donald
Trump στην Ουάσιγκτον
για συνομιλίες οι οποίες
επικεντρώθηκαν σε διεθνή
εμπορικά θέματα κοινού
ενδιαφέροντος.
Τα βασικά θέματα της
συζήτησης ήταν η
ενίσχυση του
ΕυρωΑτλαντικού εμπορίου
προϊόντων και υπηρεσιών
και η ενίσχυση της
στρατηγικής συνεργασίας
ΗΠΑ – ΕΕ στον τομέα του
εμπορίου και της
ενέργειας. Σε αυτό το
πλαίσιο, υπογράφηκε
Μνημόνιο συνεργασίας για
την ενίσχυση του
διατλαντικού εμπορίου
ενέργειας και ειδικότερα
για την προώθηση του
εμπορίου αμερικάνικου
υγροποιημένου φυσικού
αερίου στην Ευρώπη.
Οι δύο Πρόεδροι
αποφάσισαν να ενισχύσουν
τη συνεργασία
Αμερικανικών και
Ευρωπαϊκών επιχειρήσεων
εταιριών και να
προχωρήσουν στην ετήσια
διοργάνωση
επιχειρηματικών
συνδιασκέψεων για την
ανάπτυξη εταιρικών
συνεργασιών υπό την
αιγίδα του Κοινού
Διακρατικού Συμβουλίου
ΗΠΑ – ΕΕ για τον κλάδο
της ενέργειας.
Η πρώτη Επιχειρηματική
Συνδιάσκεψη ΗΠΑ – ΕΕ για
την αγορά φυσικού (2019)
Το Μάϊο του 2019, ως
εκπρόσωπος της
Ρυθμιστικής Αρχής
Ενέργειας (ΡΑΕ), είχα
την ευκαιρία να
συμμετάσχω στην πρώτη
συνδιάσκεψη “USA – EU
Business to Business
Conference” μεταξύ των
Αμερικάνικων και των
Ευρωπαϊκών επιχειρήσεων
φυσικού αερίου στις
Βρυξέλλες, το οποίο
τελούσε υπό την αιγίδα
του Κοινού Συμβουλίου
ΗΠΑ- ΕΕ για τον κλάδο
της ενέργειας.
Στη Συνδιάσκεψη η οποία
πραγματοποιήθηκε με
φυσική παρουσία καθώς
έλαβε χώρα προ της
έκρηξης της πανδημίας,
παραβρέθηκαν ο τότε
Υπουργός Ενέργειας των
ΗΠΑ Rick Perry (Energy
Secretary), ο Ευρωπαίος
Επίτροπος αρμόδιος για
τον τομέα της ενέργειας
Maros Sefcovic, και ο
Γενικός Διευθυντής της
Διεθνής Υπηρεσίας
ενέργειας του ΟΟΣΑ Fatih
Biroll.
Οι εκπρόσωποι των
αμερικάνικων
επιχειρήσεων από την
πρώτη στιγμή του
συνεδρίου υποστήριξαν
ότι οι ΗΠΑ διαθέτουν
σημαντική ποσότητα
παραγωγής σχιστολιθικού
φυσικού αερίου την οποία
μπορούν να προσφέρουν
στο σύνολο των χωρών της
ΕΕ, σε ανταγωνιστικές
τιμές, σε μορφή
υγροποιημένου φυσικού
αερίου (LNG).
Επιπλέον, οι εκπρόσωποι
των Αμερικάνικων
επιχειρήσεων τόνισαν ότι
ο βασικός στόχος τους
ήταν οι εξαγωγές του
αμερικάνικου
υγροποιημένου φυσικού
αερίου από τα 50
δισεκατομμύρια κυβικά
μέτρα φυσικού αερίου που
ήταν το 2018 να αυξηθούν
στα 120 δισεκατομμύρια
κυβικά μέτρα, το έτος
2020 και να ξεπερνούν τα
150 δισεκατομμύρια
κυβικά μέτρα το 2025.
Η αντίδραση της
Ευρωπαϊκής πλευράς
Για τις ευρωπαϊκές
επιχειρήσεις και την
ευρωπαϊκή επιτροπή
συμπεριλαμβανομένων και
των εκπροσώπων του
Ρυθμιστικού συμβουλίου
των ευρωπαϊκών
ρυθμιστικών αρχών, τα
λεγόμενα των εκπροσώπων
των αμερικάνικων
επιχειρήσεων προκαλούσαν
αμηχανία.
Ούτε λίγο ούτε πολύ οι
εκπρόσωποι των
αμερικάνικων
επιχειρήσεων παραγωγής
σχιστολιθικού αερίου,
δήλωναν πως ήταν ικανοί
μέχρι το έτος 2025 να
προμηθεύουν με
αμερικάνικο υγροποιημένο
φυσικό αέριο την
ευρωπαϊκή αγορά, με
ποσότητες μεγαλύτερες
από αυτές που προμήθευε
η Ρωσία την Ευρώπη (σ.σ.
155 δισεκατομμύρια
κυβικά μέτρα το 2021)
και σε ανταγωνιστικές
τιμές.
Αν και οι οργανωτές της
Συνδιάσκεψης (η
Ευρωπαϊκή Επιτροπή)
παρουσιάζονταν αρχικά
ενθουσιασμένοι ήταν
φανερό πως με αυτά που
έλεγαν οι Αμερικάνοι
αποδομούσαν ευρωπαϊκούς
«ενεργειακούς
σχεδιασμούς» δεκαετιών
και επιχειρηματικές
συνεργασίες με
επιχειρήσεις τρίτων
χωρών που όσο
προβληματικές και αν
ήταν, ήταν σταθερές στο
πέρασμα του χρόνου καθώς
ουσιαστικά προσέφεραν
σε ορισμένες «προνομιούχες»
ευρωπαϊκές επιχειρήσεις
μονοπωλιακά κέρδη.
Ενδεικτικά αναφέρουμε
ότι, 24 συνολικά
ευρωπαϊκές εταιρίες
ενέργειας συνεργάζονται
απευθείας με τη Ρωσική
εταιρία Gazprom έχοντας
συνάψει στρατηγικές
επιχειρηματικές
συμμαχίες: α)
αποκλειστικού
δικαιώματος εμπορίας του
Ρωσικού φυσικού αερίου
στις εθνικές τους αγορές,
β) αποκλειστικές
συνεργασίες για την
ανάπτυξη κοιτασμάτων
(Total, Shell).
Σε αυτές τις συνεργασίες
πρέπει να προστεθούν και
εταιρίες που έχουν
συνάψει αποκλειστικές
συνεργασίες για την
προμήθεια σημαντικών
μηχανημάτων, εργαλείων και
υλικών για την παραγωγή
και μεταφορά φυσικού
αερίου (π.χ. η εταιρία
Siemens προμηθεύει
τουρμπίνες/ στους
σταθμούς συμπίεσης
μεταφοράς αποκλειστικά
για τους Ρωσικούς
αγωγούς εντός και εκτός
Ευρώπης).
Η αμηχανία των
ευρωπαϊκών εταιριών
βασικών αγοραστών του
Ρωσικού φυσικού αερίου
ήταν έκδηλη. Είχαν
μπροστά τους (Αμερικάνους)
εκπροσώπους μικρών
σχετικά και άγνωστων μη
κρατικών εταιριών, που
δήλωναν κάτι που οι
ευρωπαίοι γραφειοκράτες
με τους ανέφικτους
σχεδιασμούς τους
προσπαθούσαν να
επιτύχουν για
περισσότερο από δύο
δεκαετίες χωρίς
αποτέλεσμα, δηλαδή την
αναζήτηση και την
προμήθεια φυσικού αερίου
από τρίτες χώρες (πλην
Ρωσίας) για την
ευρωπαϊκή αγορά
ενέργειας.
Η εξέλιξη της εμπορικής
συνεργασίας στο πέρασμα
του χρόνου
Τα επόμενα έτη 2020 ,
2021 οι συναλλαγές
υγροποιημένου φυσικού
αερίου μεταξύ ΗΠΑ – ΕΕ
αυξήθηκαν. Όμως, η
εξαγωγή αμερικάνικου
υγροποιημένου φυσικού
αερίου έφθασε τα 100
δισεκατομμύρια κυβικά το
2021 αντί των 120
δισεκατομμυρίων κυβικών
μέτρων που
προγραμματίζονταν από
την αμερικανική πλευρά
να καλύπτουν οι εξαγωγές
φυσικού αερίου , το
2020.
Στην καθυστέρηση
επίτευξης του στόχου
συνέβαλε η έκρηξη της
πανδημίας, η οποία
μείωσε την παραγωγή
σχιστολιθικού πετρελαίου
και κατ’ επέκταση του
σχιστολιθικού φυσικού
αερίου και επιβράδυνε
την ταχύτητα ολοκλήρωσης
των προγραμματισμένων
έργων κατασκευής σταθμών
υγροποίησης, στις ΗΠΑ .
Από τα συνολικά 100
δισεκατομμύρια κυβικά
μέτρα φυσικού αερίου που
εξήχθησαν από τις ΗΠΑ το
έτος 2021, μόνο 22
δισεκατομμύρια κυβικά
μέτρα αμερικανικού φ.α
κατέληξαν στην Ευρώπη
καθώς οι υπόλοιπες
ποσότητες βρήκαν άλλους
πιο προσοδοφόρους προορισμούς
στην Ασιατική Ήπειρο και
τη Λατινική Αμερική.
Ειδικά στην Ελλάδα, οι
εισαγωγές Αμερικάνικου
φυσικού αερίου
διαμορφώθηκαν στα 1,2
δισεκατομμύρια κυβικά
μέτρα το 2021 με
αξιοσημείωτες όμως ανταγωνιστικές
τιμές, καλύπτοντας μόλις
το 18% της συνολικής
εγχώριας κατανάλωσης
φυσικού αερίου.
Ο μικρός αριθμός φορτίων
αμερικάνικου
υγροποιημένου φυσικού
αερίου προς την Ευρώπη
δεν ήταν αποκλειστικά το
αποτέλεσμα των καλύτερων
διεθνών προσφορών αγοράς
του φυσικού αερίου στις
Ασιατικές αγορές.
Η αναποφασιστικότητα των
νέων ηγεσιών ΗΠΑ – ΕΕ
(2020-2021)
Η νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή
υπό τη νέα Πρόεδρο της,
τη Γερμανίδα Επίτροπο
Ursula Von Der Leyen, με
την έναρξη της θητείας
της το Δεκέμβριο του
2019, δεν έδωσε
ιδιαίτερη σημασία στην
προώθηση του
ΕύρωΑτλαντικού εμπορίου
υγροποιημένου φυσικού
αερίου καθώς η νέα
Επιτροπή επικεντρώθηκε
στην προώθηση της
πράσινης συμφωνίας για
την απανθρακοποίηση του
ενεργειακού κλάδου στην
ΕΕ (Νοέμβριος 2020).
Επιπλέον, οι μεγάλες
χώρες της Ευρώπης (κυρίως
η Γερμανία αλλά και η
Γαλλία και η Ιταλία),
συνέχισαν να δίδουν
προτεραιότητα στην
περαιτέρω ανάπτυξη του
ΡωσοΕυρωπαϊκού εμπορίου
φυσικού αερίου μέσω της
κατασκευής νέων χερσαίων
και υποθαλάσσιων αγωγών.
Αλλά και ο νέος Πρόεδρος
των ΗΠΑ Joe Biden δεν
ενθάρρυνε την προώθηση
των επενδύσεων σε
σχιστολιθικό πετρέλαιο
και σχιστολιθικό φυσικό
αέριο στις ΗΠΑ καθώς ,
το πρώτο χρόνο της
προεδρικής θητείας του
(2021), προωθούσε την
πολιτική της
απανθρακοποίησης και της
ενεργειακής μετάβασης
των ΗΠΑ.
H κρίση, ως η αρχή μιας
νέας ενισχυμένης
συνεργασίας ΗΠΑ – ΕΕ
στον κλάδο της ενέργειας.
Η έκρηξη των τιμών του
φυσικού αερίου στις
οργανωμένες Ευρωπαϊκές
αγορές το καλοκαίρι και
το χειμώνα του 2021 και
η στάση της Ρωσίας
απέναντι στην Ευρώπη: με
τη μείωση της εξαγωγής
Ρωσικού φυσικού αερίου
προς την ΕΕ, το χειμώνα
του 2021, κινητοποίησαν
την Ευρωπαϊκή
γραφειοκρατία για την
ενίσχυση της ενεργειακής
συνεργασίας ΗΠΑ – ΕΕ.
Έτσι, στις 28 Ιανουαρίου
2022, η νέα πρόεδρος της
Ευρωπαϊκή επιτροπής,
μετά την πάροδο
πολύτιμου χρόνου (δύο
ετών), υπέγραψε νέα
Κοινή Δήλωση με το Πρόεδρο
των ΗΠΑ Joe Biden στις
Βρυξέλλες για την
προώθηση του
ΕυρωΑτλαντικού εμπορίου
ενέργειας και την
ενθάρρυνση των εισαγωγών
αμερικάνικου
υγροποιημένου φυσικού
αερίου στην ΕΕ
μετριάζοντας όμως τις
εκπομπές μεθανίου στο
περιβάλλον κατά τη
διάρκεια της παραγωγής,
της υγροποίησης του,
της μεταφοράς και της
επαναεριοποίησης του.
Την κοινή δήλωση για τη
συνεργασία ΗΠΑ – ΕΕ
ενίσχυσε η Κοινή δήλωση
του Συμβουλίου ΗΠΑ – ΕΕ
για την ενέργεια το
οποίο πραγματοποιήθηκε
στις 7 Φεβρουαρίου 2022,
στην Ουάσιγκτον.
Συμπερασματικά
Οι ΗΠΑ είναι πλέον η
πρώτη χώρα στην
παγκόσμια κατάταξη των
χωρών στην παραγωγή
φυσικού αερίου και
υπολογίσιμη εξαγωγική
χώρα. Είναι η τρίτη χώρα
στην παγκόσμια κατάταξη
στην εξαγωγή
υγροποιημένου φυσικού
αερίου με την προοπτική
πολύ σύντομα να είναι
πρώτη.
Την παρούσα χρονική
περίοδο οι ενεργειακές
συναλλαγές μεταξύ των
δύο πλευρών (ΗΠΑ – EΕ),
στο φυσικό αέριο
πραγματοποιούνται με
βραχυχρόνια συμβόλαια
παράδοσης υγροποιημένου
φυσικού αερίου.
Η χρήση των ορυκτών
καυσίμων ( πετρελαίου
και φυσικού αερίου)
έχει ημερομηνία λήξης
καθώς τα κράτη μέλη των
ΗΕ έχουν δεσμευθεί να
πάρουν μέτρα για την
αντιμετώπιση της
κλιματικής αλλαγής.
Δυστυχώς μέχρι σήμερα το
κλείσιμο των μονάδων
ηλεκτροπαραγωγής με
χρήση καυσίμου τον
άνθρακα και το λιγνίτη
στην Ευρώπη, δεν οδηγεί
αυτόματα σε ισοδύναμη
αύξηση της
ηλεκτροπαραγωγής από
μονάδες ΑΠΕ όπως ήταν
αρχικά ο ευρωπαϊκός
ενεργειακός σχεδιασμός.
Αυτό δίδει ένα σημαντικό
οικονομικό και
ανταγωνιστικό προβάδισμα
στις χώρες παραγωγής
φυσικού αερίου και στις
μονάδες ηλεκτροπαραγωγής
με χρήση καυσίμου το
φυσικό αέριο στον
ευρωπαϊκό κλάδο
ενέργειας.
Είναι αποκλειστικά θέμα
των κρατών μελών της ΕΕ
πως θα διαχειριστούν
αυτή την νέα κατάσταση
καθώς επηρεάζει άμεσα
τις εθνικές οικονομίες
τους(τιμές) και την
ενεργειακή ασφάλεια τους.
Οι ΗΠΑ διαθέτουν
παραγωγή φυσικού αερίου
την οποία μπορούν να
προσφέρουν στο σύνολο
των χωρών της ΕΕ σε
ανταγωνιστικές τιμές σε
μορφή LNG (ΥΦΑ). Έως το
2025 οι αμερικάνικες
επιχειρήσεις θα
προσφέρουν στις διεθνείς
αγορές τουλάχιστον 150
δισεκατομμύρια κυβικά
μέτρα φυσικού αερίου και
ως το 2030 θα ξεπερνούν
τα 200 δισεκατομμύρια
κυβικά μέτρα φυσικού
αερίου . Σε αυτές τις
ποσότητες θα πρέπει να
προστεθούν και οι
ποσότητες υγροποιημένου
φυσικού αερίου που
μπορεί και θα προσφέρει
ο Καναδάς τα επόμενα
χρόνια.
Στον Καναδά, έχουν ήδη
εγκριθεί 18 έργα
κατασκευής μονάδων
υγροποίησης φυσικού
αερίου από την
Ομοσπονδιακή κυβέρνηση
συνολικής ετήσιας
ικανότητας υγροποίησης
240 δισεκατομμυρίων
κυβικών μέτρων φ.α.. και
χρόνο ολοκλήρωσης του
συνόλου των έργων, το
έτος 2030. Τα πέντε (5)
από τα 18 έργα προς
κατασκευή στον Καναδά είναι
στις Ανατολικές ακτές
του (Ατλαντικό), με
συνολική ετήσια
ικανότητα υγροποίησης
φυσικού αερίου τα 68
δισεκατομμύρια κυβικά
μέτρα φ.α (στοιχεία LNG
Canada project) .
Είναι αποκλειστικά στη
θέληση και στην επιλογή
των κρατών μελών και των
Ευρωπαϊκών επιχειρήσεων
αν προχωρήσουν σε
εμπορικές συμφωνίες με
τις αμερικάνικες
επιχειρήσεις, σε μια
προσπάθεια ενίσχυσης
της διατλαντικής
συμμαχίας και της
προστασίας της
δημοκρατίας στην Ευρώπη.
Ο Βασίλειος Π.
Πανουσόπουλος (1971).
Είναι Οικονομολόγος –
Διεθνολόγος, Ειδικός
Επιστήμονας, Βαθμός Α
στη Ρυθμιστική Αρχή
Ενέργειας (ΡΑΕ). Οι
απόψεις που
διατυπώνονται είναι
αποκλειστικά προσωπικές