Τρία από
αυτά -συγκεκριμένα: ο αμερικανικός εξαιρετισμός,
το αμερικανικό δημόσιο χρέος ύψους 35 τρισ.
δολαρίων, και η αντιστάθμιση κινδύνου (hedging)-
συνδέονται άρρηκτα με το λεγόμενο «πανάκριβο
προνόμιο» (exorbitant
privilege)
του δολαρίου· τα οφέλη που απολαμβάνει το
αμερικανικό νόμισμα λόγω του κυρίαρχου ρόλου του
στο παγκόσμιο οικονομικό και νομισματικό
σύστημα.
Πράγματι, το δολάριο των ΗΠΑ εξακολουθεί να
αποτελεί σχεδόν το 60% των συνολικών επίσημων
αποθεματικών σε ξένα νομίσματα. Ακόμα
σημαντικότερο είναι ότι παρά τη λανθάνουσα
στροφή προς μη παραδοσιακά νομίσματα στα
αποθεματικά, που παρατηρήθηκε από τους Μπάρι
Άιχενγκριν κ.α. το 2022 και το 2024 (βλ.
σχετικές δημοσιεύσεις στο
blog
του ΔΝΤ), το δολάριο παραμένει κυρίαρχο
αποθεματικό νόμισμα, με το μερίδιό του να έχει
μειωθεί κατά μονοψήφιο ποσοστό από την περίοδο
της Μεγάλης Ύφεσης (Great
Recession)
μέχρι την τρέχουσα περίοδο, παρότι -όπως μας
υπενθυμίζει ένας ακόμη επιφανής ιστορικός, ο
Χάρολντ Τζέιμς, στο βιβλίο του
Seven
Crashes
– ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα,
αναγνώρισε στη σύνοδο κορυφής της
G20
τον Μάρτιο του 2009 ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες
δεν είναι πια η μοναδική ή κυρίαρχη μεγάλη
δύναμη, σε σύγκριση με την εποχή του
Bretton
Woods
που ήταν η τελευταία φορά που αναδιαρθρώθηκε
ολόκληρη η αρχιτεκτονική του διεθνούς
συστήματος.
Κι όμως,
το δολάριο παρέμεινε κυρίαρχο χάρη στις έκτακτες
θεσμικές διευθετήσεις στο πλαίσιο της
«νομισματικής ειρήνης»· ένα νέο παράδειγμα
συνεργασίας παγκόσμιων οικονομικών υπερδυνάμεων,
με στόχο οι συντονισμένες δράσεις στο τρίγωνο
ΗΠΑ, Γερμανίας (εντός της Ευρωζώνης) και Κίνας
να διαφυλάξουν το παγκόσμιο νομισματικό καθεστώς
που επικρατούσε προ κρίσης.
Επιστρέφοντας στο σήμερα και στα τρία
προαναφερθέντα σημεία στην ανάλυση της Τετ,
πρώτον, ο αμερικανικός εξαιρετισμός θα είναι
ευάλωτος αν συμβούν γεωπολιτικά σοκ ή αν οι
πολιτικές του Τραμπ στραφούν προς εμπορικούς ή
νομισματικούς πολέμους -ανατρέποντας την
«νομισματική ειρήνη».
Δεύτερον, αν οι πολιτικές της νέας αμερικανικής
διοίκησης επιδιώξουν να αποδυναμώσουν το
δολάριο, να επιβάλουν πληθωριστικούς δασμούς, να
φέρουν τεράστιες μειώσεις φόρων, και να
περιορίσουν την θεσμική ανεξαρτησία της
Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (US
Fed)
-όπως συνοψίζονται από την Τετ οι προεκλογικές
δεσμεύσεις του Τραμπ- τότε ο κίνδυνος για την
παγκόσμια ηγεμονία του δολαρίου θα
αντικατοπτριστεί σε ένα υψηλότερο
premium
κινδύνου για τα ομόλογα του θησαυροφυλακίου των
ΗΠΑ (US
Treasuries) εν μέσω
περαιτέρω αύξησης του αμερικανικού δημοσίου
χρέους.
Τρίτον,
η αντιστάθμιση κινδύνου (είτε παραδοσιακά, με τη
διαφοροποίηση μέσω αγοράς χρυσού, ή ακόμα και με
εναλλακτικές επενδύσεις που περιγράφονται
εύστοχα στο κείμενο της Τετ ως «φαινόμενα
ασυνήθιστα, βασισμένα στην πίστη, και με
περιορισμένη πρακτική εφαρμογή») ενδεχομένως να
αποδώσει καρπούς στην περίπτωση μιας
συνεχιζόμενης λανθάνουσας, ή μιας λιγότερο
απαρατήρητης, διάβρωσης της κυριαρχίας του
δολαρίου στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Αντιστάθμιση κινδύνου, όμως, όχι κερδοσκοπία.
* Ο
Κωνσταντίνος Γκράβας είναι κάτοχος του
FT
NED
Diploma,
διδάκτωρ του Τμήματος Ιστορίας και Φιλοσοφίας
της Επιστήμης του ΕΚΠΑ, συγγραφέας του βιβλίου
«Οικονομικός Πόλεμος και Νομισματική Ειρήνη»
(εκδόσεις Ι. Σιδέρης, πρόλογος: Γιάννης
Στουρνάρας) και συν-συγγραφέας του βιβλίου
«Κεντρικές Τράπεζες» (εκδόσεις Παπαδόπουλος).
**Το
άρθρο αυτό βασίζεται σε επιστολή του κ. Γκράβα
που δημοσιεύθηκε στις 16 Δεκεμβρίου στους
Financial
Times.