Με τους πάντες να παραδέχονται
πως η πανδημία φέρνει ριζικές αλλαγές στις ζωές των ανθρώπων,
ένα πραγματικά πολύ ενδιαφέρον έγραψε προσφάτως στο Project
Syndicate η Minouche Shafik (διευθύντρια του London School
of Economics and Political Science και συγγραφέας του
βιβλίου: What We Owe Every Other: A New Social Contract for
a Better Society -
Princeton University Press, 2021), σχολιάζοντας πως η
εμφάνιση της παραλλαγής
Όμικρον, λίγο πριν
από την εορταστική περίοδο, οδήγησε σε μια ακόμη έκρηξη
λοιμώξεων και νοσηλειών, στις πλούσιες οικονομίες του κόσμου,
ανανεώνοντας το έντονο ενδιαφέρον των πολιτών για το ζήτημα
των εμβολιασμών (ή,
σε πολλές περιπτώσεις, της κατηγορηματικής άρνησης, όπως
στην περίπτωση του Σέρβου τενίστα Νόβακ Τζόκοβιτς). Οι
ανεμβολίαστοι παραμένουν αναίτια ευάλωτοι, ενώ, παράλληλα,
όσοι – εξοργισμένοι πλέον – κάνουν τη δεύτερη και την τρίτη
δόση αναρωτιούνται πότε τα εμβόλια θα είναι αρκετά ώστε να
τους προστατεύσουν πλήρως από τον ιό. Ακόμη χειρότερα,
δισεκατομμύρια άνθρωποι στις αναπτυσσόμενες χώρες συνεχίζουν
να μην έχουν πρόσβαση στα εμβόλια, γεγονός που μάς δείχνει
την καταστροφική, συνεχή αποτυχία του διεθνούς συστήματος.
Aντιμέτωποι με τα σύγχρονα αυτά ζητήματα, οι υπεύθυνοι
χάραξης πολιτικής πρέπει να παλέψουν με ένα πρόβλημα που
αφορά άμεσα το σύνολο των πολιτών, ο λόγος για τους
ανεμβολίαστους, οι οποίοι θα συνεχίσουν να αποτελούν τη
μεγάλη πλειονότητα των θανάτων και των νοσηλειών, δίνοντας
στον ιό άφθονες ευκαιρίες να αποκτήσει νέες μεταλλάξεις, οι
οποίες μπορεί να αποβούν επικίνδυνες.
Πέραν, όμως, από αυτό, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής
καλούνται, επίσης, να αντιμετωπίσουν και τη ρίζα του
προβλήματος. Η επιφυλακτικότητα απέναντι στους εμβολιασμούς
είναι κάτι που αφορά όλους μας. Πιθανότατα, αποτελεί ένα
σύμπτωμα του βασικότερου προβλήματος της εποχής μας: του
σπασμένου κοινωνικού συμβολαίου, το οποίο, σε πολλές χώρες,
έχει κλονίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς.
Όπως
γράφει στο άρθρο της η
Minouche Shafik, κοινωνικό
συμβόλαιο είναι το βασικό σύνολο των κανόνων, γραπτών και
άγραφων, και των αμοιβαίων υποχρεώσεων που συνδέουν τα άτομα,
τις επιχειρήσεις, την κοινωνία των πολιτών και το κράτος. Με
απλά λόγια, το κοινωνικό συμβόλαιο ορίζει το τι «οφείλουμε»
ο ένας στον άλλον. Στο στενό πλαίσιο της πανδημίας,
καθορίζει τον βαθμό στον οποίο οι επιλογές που κάνει ο
καθένας μας ξεχωριστά υπερισχύουν του συλλογικού συμφέροντος.
Το εάν οι πολίτες νιώθουν την υποχρέωση του εμβολιασμού, του
να φορέσουν μάσκα ή να μπουν σε καραντίνα, εάν κολλήσουν,
δεν συσχετίζεται μόνο με την πανδημία, αλλά αποτελεί ένα
ζήτημα κοινωνικό και πολιτικό.
Το κοινωνικό συμβόλαιο, όμως, διέπει, επίσης, ένα πολύ
ευρύτερο σύνολο κοινών ανησυχιών, δημιουργώντας, έτσι, το
πλαίσιο των περισσότερων ανθρώπινων αλληλεπιδράσεων. Ορίζει,
για παράδειγμα, το ποιος θα πρέπει, σε μια κοινωνία, να
ασχολείται με τη φροντίδα των παιδιών. Είναι οι οικογένειες
αυτές που θα μεγαλώνουν τα δικά τους παιδιά στο σπίτι; Ή
πρέπει οι εταιρείες ή τα κράτη να μεριμνούν για τη φροντίδα
των παιδιών, με πολιτικές όπως, π.χ. η γονική άδεια μετ’
αποδοχών;
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με την υγειονομική περίθαλψη. Τα
άτομα, οι εργοδότες και οι ασφαλιστές ή το κράτος είναι
αυτοί που θα πρέπει να αναλαμβάνουν την κάλυψη των εξόδων
για θέματα υγειονομικής περίθαλψης; Και θα πρέπει οι
εργοδότες να προσφέρουν συμβάσεις με κανονικό ωράριο και
παροχές – όπως αναρρωτική άδεια και συντάξεις – ή θα πρέπει
οι εργαζόμενοι να αλλάζουν συχνά θέσεις εργασίας,
μεριμνώντας οι ίδιοι για το μέλλον τους;
Στις παραδοσιακές κοινωνίες, οι όροι του κοινωνικού
συμβολαίου αφορούν, πρωτίστως, τις οικογένειες και
κοινότητες, ενώ, στις σύγχρονες κοινωνίες, τις περισσότερες
ευθύνες τις αναλαμβάνει η αγορά και το κράτος. Ωστόσο, σε
όλες τις κοινωνίες, οι ικανοί ενήλικες είναι αυτοί που θα
συνεισφέρουν στο κοινό καλό, περιμένοντας ως αντάλλαγμα το
κράτος να μεριμνήσει, με τη σειρά του, για τη φροντίδα τους.
Ο σκοπός των δημόσιων παροχών είναι να βοηθήσουν τα άτομα να
ευδοκιμήσουν και να αξιοποιήσουν πλήρως τις δυνατότητές τους
ως μέλη που συνεισφέρουν στην κοινωνία. Η προσδοκία είναι
ότι όσοι λαμβάνουν κάτι από την κοινωνία, η τελευταία θα
τους το ανταποδώσει. Εάν κάποιος, που θεωρείται ικανός να
συνεισφέρει, απλώς λαμβάνει, αυτή η παραβίαση του κοινωνικού
συμβολαίου μπορεί να καταστρέψει την αίσθηση του ατόμου ότι
ανήκει κάπου, να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη που επιδεικνύει
στην κοινωνία, καθώς και την αντίληψη ότι τα μέλη μιας
κοινωνίας έχουν έναν κοινό σκοπό. Τέτοιες παραβιάσεις δεν
διαταράσσουν μόνο τις ατομικές ζωές, αλλά διαβρώνουν και
τους δεσμούς που συνδέουν τις κοινωνίες.
Στις περισσότερες χώρες σήμερα, το κοινωνικό συμβόλαιο
θεσπίστηκε σε δεδομένα κοινά για όλους, τα οποία,
ενδεχομένως, να έχουν πάψει να ισχύουν. Κατά την παράδοση, ο
άνδρας ήταν αυτός που έφερνε τα χρήματα στο σπίτι, ενώ οι
γυναίκες ασχολούνταν με τα παιδιά ή τους μεγαλύτερους σε
ηλικία.
Παλιότερα, οι άνθρωποι παρέμεναν παντρεμένοι μέχρι να τους
χωρίσει ο θάνατος και έκαναν παιδιά μόνο εντός γάμου. Οι
άνδρες είχαν σταθερή εργασία και δεν άλλαζαν συχνά θέσεις,
κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους. Η εκπαίδευση και οι
δεξιότητες που αποκτούσε κανείς από το σχολείο ήταν αρκετές
για όλη τη ζωή του. Όσοι τα κατάφερναν μέχρι τη σύνταξη,
λάμβαναν την οικονομική αυτή παροχή για λίγα μόνο χρόνια
μέχρι να τους βρει ο θάνατος.
Πολλές ρήτρες στο κοινωνικό συμβόλαιο βασίζονται στις
παραπάνω παραδοχές, παρόλο που δεν είναι σχετικές με τα
σημερινά δεδομένα. Σε παγκόσμιο επίπεδο, το ήμισυ περίπου
του γυναικείου πληθυσμού συμμετέχει, πλέον, στην αγορά
εργασίας (αν και διαφέρει σημαντικά από περιοχή σε περιοχή).
Στις πλουσιότερες οικονομίες του κόσμου, μεταξύ του 1/3 και
των μισών γάμων καταλήγουν σε διαζύγιο. Και, παρόλο που τα
ποσοστά διαζυγίων είναι χαμηλότερα στις περισσότερες
αναπτυσσόμενες χώρες, έχουν αρχίσει να σημειώνουν ανοδική
τάση. To ποσοστό των παιδιών που γεννιούνται εκτός γάμου
συνεχώς αυξάνεται.
Επιπλέον, ο μέσος εργαζόμενος έχει αλλάξει πολλές θέσεις
εργασίας, κατά τη διάρκεια της ζωής του, σε σχέση με τις
προηγούμενες γενιές, με την τεχνολογική αλλαγή, πιθανότατα,
να έχει συνεισφέρει σημαντικά στην τάση αυτή. Ενώ οι
αναπτυσσόμενες χώρες προσπαθούν με κάθε τρόπο να
προσελκύσουν περισσότερους εργαζομένους στην επίσημη
οικονομία, η άτυπη εργασία έχει αρχίσει να κερδίζει έδαφος
στις πλουσιότερες οικονομίες, με όλο και περισσότερους
ανθρώπους να εργάζονται σε επισφαλείς εργασιακές ρυθμίσεις
και με λίγες ή καθόλου παροχές.
Όπως πάντα
γράφει η
Minouche Shafik, υπάρχουν
πολλοί λόγοι για αυτές τις αλλαγές, με τους σημαντικότερους,
μέχρι σήμερα, να είναι οι αλλαγές στους ρόλους των φύλων, οι
οποίες έχουν επηρεάσει τα παραδοσιακά μοντέλα οικογένειας,
που αφορούσαν τη φροντίδα των παιδιών και των ηλικιωμένων,
και η τεχνολογία, η οποία έχει διαταράξει τόσο την εργασία
όσο και την εκπαίδευση. Πολλές χώρες αντιμετωπίζουν
σημαντικές δημογραφικές αλλαγές, λόγω της μετανάστευσης και
της γήρανσης του πληθυσμού. Ακόμη χειρότερα, η κλιματική
αλλαγή απειλεί,
σήμερα, να ανατρέψει ολόκληρες οικονομίες και τρόπους ζωής.
Παρά από αυτές τις θυελλώδεις εξελίξεις, πολλές από τις
οποίες έχουν ξεκινήσει εδώ και δεκαετίες, δεν έχουμε αλλάξει
τους όρους των κοινωνικών μας συμβάσεων. Ως αποτέλεσμα,
επικρατεί μια σύγχυση και μια αναντιστοιχία μεταξύ των
προσδοκιών των πολιτών και της πραγματικότητας. Όταν μια
κοινωνία δεν μπορεί, πλέον, να παρέχει αυτό που είχε κάποτε
υποσχεθεί, και όταν τα άτομα διαπιστώνουν ότι οι συνεισφορές
τους δεν ανταμείβονται πλέον όπως παλιά, όλο αυτό έχει ως
αποτέλεσμα τη δυσπιστία και την αποξένωση.
Αυτού του είδους η αλλαγή γίνεται εμφανής σε πολλές χώρες,
και εξηγεί καλύτερα τον θυμό και την αναταραχή που επικρατεί
σήμερα σε σχέση με το συχνά αναφερόμενο πρόβλημα της
στασιμότητας ή της πτώσης του βιοτικού επιπέδου. Αν και δεν
υπάρχει αμφιβολία ότι η ανισότητα και η φτώχεια
συσχετίζονται με πολλά από τα κοινωνικά δεινά, από μόνες
τους δεν μπορούν να εξηγήσουν την άνοδο του πολιτικού
εξτρεμισμού, των θεωριών συνωμοσίας, του εθισμού στα
ναρκωτικά και της άρνησης εμβολίων μεταξύ των πλουσίων και
των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων παγκοσμίως.
Οι επιδημίες μοναξιάς και κατάθλιψης μεταξύ των εύπορων,
μορφωμένων πληθυσμών δείχνουν ότι η κοινωνική αποξένωση
μπορεί να εξηγήσει περισσότερα από αυτά που συμβαίνουν σε
σχέση με την υλική στέρηση. Η προσωπική ευημερία εξαρτάται
σε μεγάλο βαθμό από την αίσθηση του ατόμου ότι ανήκει και
συνεισφέρει σε μια κοινότητα – δηλαδή αυτά στα οποία
στηρίζεται ένα κοινωνικό συμβόλαιο.
Σαφώς, το κοινωνικό συμβόλαιο χρειάζεται αναθεώρηση. Αλλά
για ποιο σκοπό; Στις αρχές του εικοστού αιώνα, η πρωτοπόρος
κοινωνικός επιστήμονας, Μπεατρίς Γουέμπ (μία από τις
ιδρύτριες του London School of Economics and Political
Science, στο οποίο τώρα είμαι διευθύντρια) εξήγησε ότι ένα
κοινωνικό συμβόλαιο πρέπει:
«… να εξασφαλίσει το ελάχιστο μιας πολιτισμένης ζωής σε
εθνικό επίπεδο… ανοιχτή σε όλους, και στα δύο φύλα και σε
όλες τις τάξεις, το οποίο συνεπάγεται την εξασφάλιση
επαρκούς διατροφής και εκπαίδευσης, όταν οι πολίτες είναι
νέοι, αξιοπρεπείς αποδοχές, όταν είναι υγιείς, θεραπεία,
όταν είναι άρρωστοι, και αξιοπρεπή μέσα διαβίωσης, όταν
πάσχουν από κάποια αναπηρία ή έχουν γεράσει».
Η συνταγή αυτή της Γουέμπ για μια δίκαιη σχέση μεταξύ της
κοινωνίας και του ατόμου είναι, σήμερα, πιο επίκαιρη από
ποτέ. Περιλαμβάνει τρεις βασικές αρχές που θα πρέπει να
στηρίζουν κάθε νέο κοινωνικό συμβόλαιο του εικοστού πρώτου
αιώνα: ελάχιστη οικονομική ασφάλεια για όλους, μέγιστη
επένδυση σε δυνατότητες, και ευρύτερη κατανομή του κινδύνου.
Ελάχιστη οικονομική ασφάλεια για όλους σημαίνει ότι κάθε
κοινωνία πρέπει να δημιουργήσει ένα ελάχιστο εισόδημα, το
οποίο θα αποτελεί και το κατώτατο όριο εισοδήματος των
πολιτών. Υπάρχουν πολλά εργαλεία για τη διασφάλιση αυτού του
σκοπού, από προγράμματα μεταφοράς μετρητών στις
αναπτυσσόμενες χώρες έως και μειώσεις φόρων για τους
χαμηλόμισθους στις προηγμένες οικονομίες.
Ωστόσο, η ελάχιστη ασφάλεια θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει
την πρόσβαση στη βασική υγειονομική περίθαλψη, σύνταξη για
την εξασφάλιση καλής ζωής κατά το γήρας, αναρρωτική άδεια
και ασφάλιση ανεργίας, ανεξάρτητα από το είδος της σύμβασης
εργασίας. Στις αναπτυσσόμενες χώρες, αυτό συνεπάγεται την
ένταξη περισσότερων εργαζομένων στην επίσημη οικονομία. Σε
πλουσιότερες οικονομίες, συνεπάγεται οι εργοδότες να
πληρώνουν επιδόματα στους εργαζομένους ώστε να τους «ανταμείβουν»,
ανάλογα με το πόσο εργάζονται.
Αυτό το τελευταίο σημείο είναι κρίσιμο, γιατί τονίζει την
ανάγκη προσαρμοστικότητας στο κοινωνικό συμβόλαιο. Η
ασφάλεια της αγοράς εργασίας δεν συνεπάγεται ακαμψία.
Πράγματι, το γλυκό σημείο είναι όπου ένα υψηλό επίπεδο
ασφάλειας συναντά ένα υψηλό επίπεδο ευελιξίας, ή αυτό που ο
πρώην πρωθυπουργός της Δανίας Poul Nyrup Rasmussen ονόμασε «ευελιξία
με ασφάλεια». Η αναπόφευκτη επανάσταση και η τεχνολογική
διαταραχή της εργασίας απαιτεί να επιτύχουμε αυτήν την
ισορροπία.
Στη δεύτερη αρχή, τη μέγιστη επένδυση σε δυνατότητες, δεν
δίνεται πάντα η δέουσα σημασία. Τόσο στις φτωχές χώρες όσο
και τις φτωχότερες κοινότητες των πλουσίων χωρών, τα ταλέντα
χάνονται, συχνά, εξαιτίας της ανεπαρκούς παροχής οικονομικών
ευκαιριών, οι οποίες καθίστανται απαραίτητες για την
κοινωνική κινητικότητα – και συνεπώς για την ισχύ που μπορεί
να ασκήσει το κοινωνικό συμβόλαιο. Η δυσαρέσκεια είναι συχνά
μεγαλύτερη σε εκείνες τις χώρες όπου οι προοπτικές βελτίωσης
της τύχης κάποιου με την πάροδο του χρόνου είναι χαμηλές ή
έχουν μειωθεί σημαντικά. Στις σκανδιναβικές χώρες, η
μετάβαση από το κάτω μέρος της κατανομής του εισοδήματος στη
μέση απαιτεί να περάσει το χρονικό διάστημα δύο ή τριών
γενεών. Στις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο,
σήμερα, χρειάζονται πέντε γενιές και στη Νότια Αφρική και τη
Βραζιλία εννέα.
Μεγάλο μέρος αυτού του χαμένου ταλέντου αφορά τις γυναίκες,
τις μειονοτικές ομάδες και τα παιδιά που γεννήθηκαν σε
οικογένειες ή κοινότητες που δεν μπορούν να τους παρέχουν
τις ευκαιρίες που χρειάζεται, ώστε να αξιοποιήσουν τις
ικανότητές τους. Έτσι, μη δημιουργώντας συνθήκες που θα
επιτρέπουν σε όλους να αξιοποιήσουν τις δυνατότητές τους,
μια κοινωνία αποτυγχάνει όχι μόνο για τις μειονεκτικές της
ομάδες, αλλά και για όλα τα μέλη της.
Στις ΗΠΑ,
το 20-40% της αύξησης παραγωγικότητας από 1960 μέχρι το 2010
μπορεί να εξηγηθεί από τη σωστή εκμετάλλευση του κρυμμένου
ταλέντου στην κοινωνία. Αντί να βασίζονται σε μια
περιορισμένη δεξαμενή λευκών, οι αλλαγές στους νόμους και
τους κανόνες έδωσαν τη δυνατότητα στους εργοδότες να
επιλέξουν από μία ευρύτερη δεξαμενή δεξιοτήτων, κατανέμοντας
τις θέσεις εργασίας σε εργαζομένους που τους ταίριαζαν
καλύτερα.
Ομοίως, μια
κοινωνία που ενδυναμώνει όσα παιδιά έχουν δυνατότητες και
από τις μη προνομιούχες κοινότητες θα αποκομίσει σημαντικά
οφέλη στον τομέα της καινοτομίας.
Έρευνα από το Κέντρο Οικονομικών Επιδόσεων του LSE δείχνει
ότι αν ταλαντούχα παιδιά από φτωχές οικογένειες – οι «χαμένοι
Αϊνστάιν»- αναζητούσαν διπλώματα ευρεσιτεχνίας με τον ίδιο
ρυθμό που αναζητούν τα ταλαντούχα παιδιά από πλούσιες
οικογένειες, η καινοτομία στις ΗΠΑ θα μπορούσε να
τετραπλασιαστεί.
Εκτός από τις επενδύσεις στα πρώτα χρόνια ζωής των πολιτών,
οι επιτυχημένες κοινωνίες του εικοστού πρώτου αιώνα θα
κάνουν περισσότερα για να εξασφαλίσουν την ίση πρόσβαση στην
εκπαίδευση, ενδεχομένως μέσω της κάλυψης εξόδων φοίτησης στο
πανεπιστήμιο ή μέσω της επαγγελματικής κατάρτισης. Ενώ οι
περισσότερες χώρες έχουν καταστήσει τις ευκαιρίες στην
εκπαίδευση ίσες για όλους, οι γυναίκες εξακολουθούν να
βρίσκονται σε μειονεκτική θέση στον χώρο εργασίας, καθώς
εκτελούν, κατά μέσο όρο, δύο ώρες παραπάνω απλήρωτη εργασία
(οικιακή εργασία και παροχή φροντίδας) την ημέρα από ό,τι οι
άνδρες. Η παροχή γονικής άδειας με περισσότερη γενναιοδωρία,
η δημόσια χρηματοδότηση για τη στήριξη των οικογενειών και ο
δικαιότερος καταμερισμός των εργασιών στο σπίτι θα έδιναν τη
δυνατότητα να «ανθίσουν» τα γυναικεία ταλέντα, προς όφελος
του κοινωνικού συνόλου.
Τέλος, το κοινωνικό συμβόλαιο πρέπει να διευρύνει την
κατανομή του κινδύνου. Το περισσότερο από αυτό το βάρος το
επωμίζονται τα ίδια τα άτομα, ενώ θα μπορούσε να
αντιμετωπιστεί καλύτερα σε συλλογικό επίπεδο. Για παράδειγμα,
είναι ευκολότερο να διασφαλιστεί ευελιξία για τους εργοδότες
(προσλήψεις και απολύσεις) όταν υπάρχουν οι κατάλληλοι
μηχανισμοί για την παροχή ασφάλισης ανεργίας και
επανεκπαίδευσης σε όσους έχουν απολυθεί. Ουσιαστικά, τέτοιες
ρυθμίσεις κατανέμουν τον κίνδυνο της ανεργίας σε ολόκληρη
την κοινωνία, αντί να επιβαρύνουν με καταστροφικό κόστος τα
ίδια τα άτομα και τα νοικοκυριά.
Κάτι παρόμοιο ισχύει και για τη φροντίδα των παιδιών, την
υγειονομική περίθαλψη και την τρίτη ηλικία. Για παράδειγμα,
δεν έχει νόημα για τους εργοδότες να επωμίζονται το κόστος
της άδειας μητρότητας. Εξάλλου, η γονική άδεια με δημόσια
χρηματοδότηση θα πετύχαινε τον ίδιο σκοπό, ενώ, ταυτόχρονα,
θα μείωνε την επιβάρυνση των μικρότερων επιχειρήσεων και θα
δημιουργούσε περισσότερο ίσους όρους ανταγωνισμού για τους
άνδρες και τις γυναίκες στην αγορά εργασίας.
Με την ίδια λογική, είναι πιο αποτελεσματικό και οικονομικά
αποδοτικό για όλους, όταν οι κίνδυνοι για την υγεία
απασχολούν μεγαλύτερο πληθυσμό. Και αυτό γίνεται ακόμη πιο
αποτελεσματικό όταν δίνονται τα κίνητρα στα ίδια άτομα να
αντιμετωπίζουν τους κινδύνους αυτούς μέσω της διατροφής και
της άσκησης. Ομοίως, πολιτικές, όπως η αυτόματη εγγραφή σε
συνταξιοδοτικά προγράμματα και η ασφάλιση για τη φροντίδα
των ηλικιωμένων, θα έκανε τα άτομα να νιώθουν μεγαλύτερη
ασφάλεια στο τέλος της ζωής τους, ενώ θα μείωναν το βάρος
των υπολοίπων. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Ιαπωνία
και η Γερμανία έχουν καταστήσει υποχρεωτική την ασφάλιση
κοινωνικής φροντίδας για τα γηρατειά.
Το κοινωνικό συμβόλαιο δεν είναι μια τυπική νομική συμφωνία,
ούτε υπάρχει μια συνταγή που να ταιριάζει σε όλους, όπως π.χ.
σε χώρες τόσο διαφορετικές όπως οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία, η Χιλή
και η Γκάνα. Κάθε κοινωνία πρέπει να ορίσει τους δικούς της
όρους κοινωνικής παροχής, σύμφωνα με τη δική της ιστορία,
λαμβάνοντας υπόψη τις οικογένειες, τις επιχειρήσεις, τους
κοινοτικούς οργανισμούς και το κράτος σε διάφορες
περιστάσεις.
Αυτό που μοιράζονται όλες οι χώρες είναι παγκόσμιες
προκλήσεις όπως η κλιματική αλλαγή και η πανδημία. Το να
αντιμετωπίζονται τέτοια προβλήματα από κάθε χώρα ξεχωριστά
δεν αποτελεί σωστή πρακτική. Η επίλυσή τους θα είναι αδύνατη
χωρίς την αίσθηση του κοινού σκοπού. Πρέπει να αναγνωρίσουμε
το ότι οι χώρες αλληλοεξαρτώνται, ενώ παράλληλα ανανεώνουμε
τους δεσμούς αμοιβαιότητας που συγκρατούν τις κοινωνίες μας.
Μόνο με ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο σε εθνικό επίπεδο – ένα
πραγματικά σχετικό με τη σύγχρονη ζωή μας – μπορούμε να
οικοδομήσουμε ξανά την εμπιστοσύνη που απαιτείται για την
επίτευξη αλληλεγγύης τόσο εντός όσο και μεταξύ των χωρών.
|