Στα τέλη του 1989,
σε ενημερωτικό δελτίο της Fed του Κλίβελαντ τέθηκε το
ερώτημα που απασχολούσε τους πάντες μετά τις διαδοχικές
αυξήσεις των επιτοκίων: «Πόσο ομαλή θα είναι η προσγείωση;».
Οι αναλυτές ήταν σχεδόν βέβαιοι ότι η ανάπτυξη θα
επιβραδυνόταν ήπια – το ερώτημα ήταν πόσο ήπια. Στα τέλη του
2000, μια στήλη στους New York Times είχε τίτλο το πώς η
ομαλή προσγείωση θα γίνει ομαλότερη, ενώ στα τέλη του 2007
στελέχη της Fed του Ντάλας συμπέραναν πως οι ΗΠΑ θα πρέπει
να ξεπεράσουν την κρίση των ενυπόθηκων δανείων χωρίς ύφεση.
Μέσα σε εβδομάδες ή μήνες και από τις τρεις ανακοινώσεις η
ανεργία εκτοξεύτηκε, επιχειρήσεις έκλεισαν και η ανάπτυξη
συρρικνώθηκε.
Όπως έγραψαν σε
πρόσφατη ανάλυση τους οι New York Times, σήμερα ο
πληθωρισμός έχει αρχίσει να μειώνεται σημαντικά, αλλά η
ανεργία παραμένει ιστορικά χαμηλή, στο 3,6%, και οι
προσλήψεις είναι δυναμικές. Οι καταναλωτές συνεχίζουν να
ξοδεύουν με σταθερό ρυθμό και συμβάλλουν στην τόνωση της
συνολικής ανάπτυξης. Δεδομένης όλης αυτής της δυναμικής, οι
οικονομολόγοι της Fed στην Ουάσιγκτον, οι οποίοι είχαν
προβλέψει ήπια ύφεση στα τέλη του 2023, δεν την αναμένουν
πλέον, όπως δήλωσε ο πρόεδρός της Τζερόμ Πάουελ. Είπε επίσης
ότι ενώ δεν ήταν ακόμη έτοιμος να χρησιμοποιήσει τον όρο
«αισιοδοξία», διέβλεψε μια πιθανή πορεία προς μια σχετικά
ανώδυνη επιβράδυνση.
Εντούτοις, μπορεί να
είναι δύσκολο να πει κανείς σε πραγματικό χρόνο εάν η
οικονομία επιβραδύνεται ομαλά ή αν σύρεται προς την άκρη του
γκρεμού. Την Τετάρτη οι αξιωματούχοι της Fed αύξησαν τα
επιτόκια στα υψηλότερα 22 ετών και απότομα από τα σχεδόν
μηδενικά επίπεδα στις αρχές του 2022. Αυτές οι κινήσεις των
επιτοκίων καθιστούν ακριβότερη την αγορά αυτοκινήτων και
σπιτιών με πίστωση, αλλά και οι επιχειρήσεις λαμβάνουν πιο
δαπανηρά δάνεια. Τα δεδομένα σήμερα φαίνονται αναμφισβήτητα
πιο ευοίωνα, οι κίνδυνοι όμως εξακολουθούν να «θολώνουν» τις
προοπτικές. Ο όρος «ομαλή προσγείωση» μπήκε για πρώτη φορά
στο οικονομικό λεξικό στις αρχές της δεκαετίας του 1970,
όταν στην Αμερική ήταν πολύ πρόσφατη η επιτυχής προσσελήνωση
του 1969. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ο όρος ήταν σε
ευρεία χρήση ως έκφραση ελπίδας για την οικονομία. Η
ομοσπονδιακή τράπεζα είχε εκτινάξει τα επιτόκια για να
δαμάσει έναν διψήφιο πληθωρισμό εις βάρος της απασχόλησης
εκατομμυρίων ανθρώπων. Η ύφεση από τα μέσα του 1990 έως τις
αρχές του 1991 ήταν πολύ πιο σύντομη και λιγότερο επώδυνη
από εκείνη προ δεκαετίας. Συγκρατημένη ήταν και η ύφεση του
2002, αλλά όχι του 2008. Βύθισε την Αμερική στη βαθύτερη και
πιο οδυνηρή κάμψη από το Μεγάλο Κραχ του 1929, με ανεργία
στο 10%. Τα ανωτέρω δεδομένα δείχνουν ότι είναι δύσκολο να
προβλέψεις την έκβαση της οικονομίας υπό συνθήκες πολύ
υψηλών επιτοκίων. |