|
Το ερώτημα σχετικά
με την κατεύθυνση που θα ακολουθήσει η Federal Reserve ως
προς τα επιτόκια το 2026 παραμένει ανοικτό, καθώς η στάση
της έχει μεταβληθεί επανειλημμένα το τελευταίο διάστημα.
Άλλοτε εμφανίζεται έτοιμη να υιοθετήσει πιο χαλαρή
νομισματική πολιτική και άλλοτε επανέρχεται σε πιο
περιοριστική κατεύθυνση, γεγονός που ενισχύει την
αβεβαιότητα των επενδυτών σχετικά με το ενδεχόμενο
ουσιαστικών μειώσεων επιτοκίων την επόμενη χρονιά. Παρά
ταύτα, η Fed εξακολουθεί να δέχεται αυξημένες πολιτικές
πιέσεις υπέρ της άμεσης χαλάρωσης. Αν ληφθεί υπόψη η
ιστορική εμπειρία, είναι πιθανό το 2026 να υπάρξει κύκλος
μειώσεων επιτοκίων.
Στη συνεδρίαση του
Οκτωβρίου, η Fed προχώρησε σε μείωση των επιτοκίων κατά 25
μονάδες βάσης, διαμορφώνοντάς τα στο εύρος 2,75% – 4%, όμως
ο πρόεδρος Τζερόμ Πάουελ συνέχισε να τονίζει την ανάγκη
διατήρησης μιας πιο αυστηρής πολιτικής. Ως αποτέλεσμα,
ενισχύθηκαν οι εκτιμήσεις ότι οι μειώσεις ενδέχεται να είναι
λιγότερο γενναίες από ό,τι αναμενόταν. Την περασμένη
Παρασκευή όμως, ο Τζον Γουίλιαμς, επικεφαλής της Fed της
Νέας Υόρκης, άφησε να εννοηθεί ότι οι μειώσεις ενδέχεται να
έρθουν «στο κοντινό μέλλον», γεγονός που αναζωπύρωσε τις
προσδοκίες της αγοράς.
Το ενδεχόμενο
σημαντικών μειώσεων μέσα στο επόμενο έτος δεν θα οφείλεται
απαραίτητα σε κίνδυνο ύφεσης, αλλά στις πιέσεις του Λευκού
Οίκου για ταχεία χαλάρωση. Η ιστορία δείχνει ότι οι
πολιτικές παρεμβάσεις συχνά οδηγούν σε μειώσεις επιτοκίων.
Σύμφωνα με έρευνα του Τόμας Ντρέχσελ από το Πανεπιστήμιο της
Μέριλαντ, η πολιτική επιρροή μεταξύ προέδρων των ΗΠΑ και
επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας το 1933 επιτάχυνε τις
μειώσεις επιτοκίων. Αν υιοθετηθεί η σύγκριση με την πίεση
που άσκησε το 1971 ο Ρίτσαρντ Νίξον προς τον τότε επικεφαλής
της Fed, Άρθουρ Μπερνς – ή ακόμη περισσότερο οι δημόσιες
επιθέσεις του Ντόναλντ Τραμπ προς τον Πάουελ – τότε θα
μπορούσε να υπάρξει περαιτέρω μείωση κατά 1 έως 1,5
ποσοστιαία μονάδα μέσα στους επόμενους 12 μήνες.
Εφόσον η Fed δώσει
προτεραιότητα στην απασχόληση εις βάρος της σταθερότητας των
τιμών, όπως έχει συμβεί στο παρελθόν, τα επιτόκια μπορεί να
υποχωρήσουν κάτω από το 3% έως το τέλος του επόμενου έτους.
Με νέο πρόεδρο της Fed, τον οποίο θα διορίσει ο Τραμπ, η
κεντρική τράπεζα πιθανόν να εμφανιστεί ακόμη πιο επιρρεπής
στις πιέσεις αυτές. Βραχυπρόθεσμα, μια τέτοια πολιτική θα
μπορούσε θεωρητικά να ενισχύσει την ανάπτυξη για ένα έως δύο
χρόνια. Ωστόσο, στη συνέχεια η οικονομική δραστηριότητα
τείνει να εξασθενεί.
Ο Ντρέχσελ τονίζει
ότι η υπαναχώρηση απέναντι σε πολιτικές παρεμβάσεις δεν
οδηγεί σε διατηρήσιμη ενίσχυση της οικονομίας. Μάλιστα,
ιστορικά οι μειώσεις επιτοκίων που προκύπτουν λόγω πολιτικών
πιέσεων όχι μόνο δεν εξασφαλίζουν σταθερή ανάπτυξη, αλλά
συνοδεύονται από μόνιμα υψηλότερο πληθωρισμό. Επιθετικές
μειώσεις που δεν εδράζονται αποκλειστικά σε οικονομικές
ενδείξεις τείνουν να προκαλούν υπερθέρμανση της οικονομίας
και άνοδο του πληθωρισμού για δύο έως τρία χρόνια. Το
πρόβλημα επιδεινώνεται όταν αμφισβητείται η ανεξαρτησία της
κεντρικής τράπεζας, καθώς αυτό επιταχύνει περαιτέρω τον
πληθωρισμό.
Μια τέτοια εξέλιξη
εγκυμονεί τον κίνδυνο δημιουργίας φαύλου κύκλου, όπου ο
πληθωρισμός μπορεί να ξεφύγει από τον έλεγχο, εκτός αν η Fed
αναγκαστεί αργότερα να αυξήσει επιθετικά τα επιτόκια.
|