Ένα
ενδιαφέρον άρθρο του έγραψε προσφάτως στο
Project Syndicate ο
Γιόσκα Φίσερ (υπουργός Εξωτερικών και αντικαγκελάριος της
Γερμανίας από το 1998 έως το 2005, υπήρξε για σχεδόν 20
χρόνια ηγετικό στέλεχος των γερμανών Πρασίνων), σχολιάζοντας
πως υπό το φως των συνεχιζόμενων παγκόσμιων πολιτικών
αλλαγών, γίνεται πολλή συζήτηση στην ΕΕ για
την ανάγκη «στρατηγικής αυτονομίας». Ο συλλογισμός των
ευρωπαϊκών θεσμών στις Βρυξέλλες, καθώς και των ευρωπαίων
ηγετών στο Παρίσι και μερικές άλλες πρωτεύουσες, είναι πως η
παγκόσμια επανεξισορρόπηση της πολιτικής και οικονομικής
ισχύος μακριά από τον Βόρειο Ατλαντικό επιβάλλει να
αναπτύξει η Ευρώπη μία πιο δυναμική πολιτική ασφάλειας και
άμυνας ώστε να μπορεί να έχει ρόλο στον γεωπολιτικά
ανερχόμενο Ινδο-Ειρηνικό.
Όπως έγραψε ο
Γιόσκα Φίσερ, όμως ο Ινδο-Ειρηνικός βρίσκεται μακριά από την
Ευρώπη. Παρότι η Γαλλία εξακολουθεί να πιστεύει πως έχει
στρατηγικά συμφέροντα εκεί χάρη στα υπερπόντια εδάφη της,
δεν ισχύει ασφαλώς το ίδιο για την Ευρώπη συνολικά. Επιπλέον,
παρότι η Γαλλία πασχίζει να γίνει μία δύναμη του Ειρηνικού,
δεν διαθέτει πλέον την απαιτούμενη δύναμη. Αυτές της οι
φιλοδοξίες πρέπει να αναγνωριστούν ως απλός αντίλαλος μιας
εποχής που έχει παρέλθει.
Δεν βρισκόμαστε
στον 18ο ούτε στον 19ο αιώνα. Αν μια δύναμη του 21ου αιώνα
στον Ειρηνικό είχε πραγματικά επιθετικά σχέδια για κάποιο
από τα απομακρυσμένα εδάφη της Γαλλίας εκεί, η τελευταία θα
ήταν ανήμπορη να επιστρατεύσει την απαραίτητη άμυνα. Θα
βρισκόταν στην ίδια κατάσταση με τη Μεγάλη Βρετανία έναντι
της Ιαπωνίας στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου:
απολύτως εξαρτώμενη από τις ΗΠΑ.
Η νέα συζήτηση
περί «στρατηγικής αυτονομίας» πηγάζει από το γεγονός ότι η
αμερικανική πολιτική τα τελευταία χρόνια έχει θέσει υπό
αμφισβήτηση την αξιοπιστία της αμερικανικής εγγύησης
ασφαλείας. Αν όμως οι Ευρωπαίοι θέλουν να ενισχύσουν την
αρχή της αμοιβαίας άμυνας αυξάνοντας τη συνεισφορά τους στη
διατλαντική ασφάλεια (όπως πιστεύω θα έπρεπε να κάνουν),
τότε οφείλουν να κοιτάξουν πρώτα και κύρια στη γειτονιά τους.
Μέχρι τώρα, η ΕΕ είχε μόνο ένα πραγματικά αποτελεσματικό
εργαλείο πολιτικής ασφαλείας στη διάθεσή της: την υπόσχεση
της έντασης σε αυτή. Από τη μεγάλη της διεύρυνση προς
Ανατολάς, το 2004, και εξής, ωστόσο, η ΕΕ έχει αναγκαστεί να
αντιμετωπίσει εσωτερικές κρίσεις πυροδοτημένες από
εθνικιστικές κυβερνήσεις στην Ουγγαρία και την Πολωνία, δύο
χώρες που έχουν αμφισβητήσει ευθέως την ΕΕ απορρίπτοντας την
υπεροχή του ευρωπαϊκού δικαίου.
Σε κάθε περίπτωση, η διαδικασία της διεύρυνσης έχει
ουσιαστικά σταματήσει, λόγω των τριγμών που προκάλεσε η
προηγούμενη διεύρυνση και της ανικανότητας των παλαιότερων
κρατών-μελών να εφαρμόσουν τις απαραίτητες εσωτερικές
μεταρρυθμίσεις. Εντούτοις, παρότι η ΕΕ έχει στερήσει εαυτόν
από τα μέσα επίτευξης ενός ανεξάρτητου ρόλου σε θέματα
ασφαλείας και εξωτερικής πολιτικής, έχει αρχίσει να χτυπά το
τύμπανο της «στρατηγικής αυτονομίας». Αυτό θα έπρεπε να
αναγνωριστεί ως μία επικίνδυνη αντίφαση.
Εχουν περάσει 18 χρόνια αφότου δεσμεύτηκε η ΕΕ, στη Σύνοδο
Κορυφής της Θεσσαλονίκης, στην ευρωπαϊκή προοπτική των
Δυτικών Βαλκανίων. Υπαναχωρώντας στην υπόσχεσή της προς τις
χώρες της περιοχής, ή παραπέμποντας τις επιπλέον εντάξεις
στις ελληνικές καλένδες, θα διακινδύνευε καταστροφικές
συνέπειες. Μπορεί κανείς να επιχειρηματολογήσει για το κατά
πόσο είναι πραγματικά η Τουρκία μέρος της Ευρώπης, για τα
Δυτικά Βαλκάνια ωστόσο δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ως προς
αυτό. Ούτε υπάρχει αμφιβολία πως η αστάθεια εκεί αποτελεί
κίνδυνο για ολόκληρη την ήπειρο. Η μακρά, βίαιη διάλυση της
Γιουγκοσλαβίας τη δεκαετία του 1990 θα έπρεπε να το έχει
καταστήσει αυτό σαφές.
Πέραν αυτού του γεωπολιτικού ρίσκου, υπάρχει η δυναμική που
σχετίζεται με τις νέες αντιπαλότητες μεταξύ μεγάλων δυνάμεων.
Η Ρωσία και η Κίνα έχουν ήδη δείξει πως είναι πάρα πολύ
πρόθυμες να παίξουν το χαρτί των Βαλκανίων εναντίον της ΕΕ.
Αν εξανεμιζόταν η πίστη στην παλαιότερη υπόσχεση της ΕΕ στην
περιοχή, το πιθανότερο είναι πως θα ακολουθούσε μία αναβίωση
του επιθετικού εθνικισμού, δημιουργώντας τις συνθήκες για
μια επιστροφή στον πόλεμο.
Από αυτή την άποψη, η ΕΕ απλώς δεν έχει την πολυτέλεια να
εγκαταλείψει τη διεύρυνση, ιδίως αν θέλει σοβαρά να επιτύχει
τη «στρατηγική αυτονομία». Φυσικά, οι πρόσφατες εσωτερικές
προκλήσεις έχουν δείξει ότι οι α.λλαγές στον τρόπο
διακυβέρνησης της ΕΕ ίσως να είναι απαραίτητες. Η αθέτηση
της υπόσχεσης για ένταξη, όμως, δεν αποτελεί εναλλακτική
επιλογή. Στα Βαλκάνια, και όχι στον μακρινό Ινδο-Ειρηνικό,
πρέπει να αποδείξει την αξία της η πολιτική ασφαλείας και η
εξωτερική πολιτική της ΕΕ. Αυτό θα ήταν προς το συμφέρον
όλης της Δύσης.
|