H Ευρωζώνη μοιάζει
με την ιστορία δύο επιτοκίων, ήτοι του επίσημου που
καθορίζει η ΕΚΤ, και εκείνου που αποκομίζουν εταιρείες και
ιδιώτες από τις επενδύσεις τους. Το πρώτο είναι σε επίπεδα
ρεκόρ, ούτως ώστε να αποθερμανθεί η οικονομία και να
δαμαστεί ο πληθωρισμός. Ως απόρροια, τα έσοδα από τόκους του
ιδιωτικού τομέα αυξήθηκαν, στηρίζοντας την ανάπτυξη. Ωστόσο,
ενώ περισσότερα ομόλογα βαίνουν προς τη λήξη τους το 2024,
οπότε και απαιτείται αναχρηματοδότηση, η ευρωπαϊκή οικονομία
μπορεί να πάει χειρότερα από το αναμενόμενο.
Όπως
έγραψε το Reuters σε πρόσφατη ανάλυση του. Με τρόπο αθόρυβο
πολίτες και επιχειρήσεις κρύβουν χρήματα σε επενδυτικά
περιουσιακά στοιχεία από την οικονομική κρίση του 2008 και
εντεύθεν. Το πρώτο τρίμηνο του 2009, συγκεκριμένα, εταιρείες
της Ευρωζώνης, εξαιρουμένων των τραπεζών και των
ασφαλιστικών, κατείχαν χρηματοοικονομικά περιουσιακά
στοιχεία 15 τρισ. ευρώ, σύμφωνα με την ΕΚΤ. Μέχρι το δεύτερο
τρίμηνο του τρέχοντος έτους είχαν εκτιναχθεί στα 34 τρισ.
ευρώ. Την ίδια περίοδο η συνολική αξία των περιουσιακών
στοιχείων των νοικοκυριών, συμπεριλαμβανομένων των
καταθέσεων και των μετοχών, αυξήθηκε από 17 τρισ. σε 29
τρισ. ευρώ.
Οι ρωμαλέοι
ισολογισμοί του ιδιωτικού τομέα αντιστάθμισαν τις
προσπάθειες της ΕΚΤ να αποκλιμακώσει τον πληθωρισμό και,
παρόλο που αύξησε το βασικό επιτόκιό της από το -0,50%
πέρυσι τον Ιούλιο στο 4% σε διάστημα μικρότερο του ενός
έτους, η οικονομία της Ευρωζώνης αντεπεξήλθε. Το 2022
εμφάνισε 3,4% ανάπτυξη, ενώ το προσωπικό της ΕΚΤ αναμένει
φέτος περιστολή του ΑΕΠ στο 0,7%, εκτίμηση η οποία είναι
καλύτερη από την προβλεπόμενη ύφεση των οικονομολόγων.
Τα νοικοκυριά
κατέβαλαν τόκους 46 δισ. ευρώ για τα δάνειά τους το τρίμηνο
Απριλίου – Ιουνίου, ήτοι τετραπλάσιους από τις αρχές του
2022, σύμφωνα με την ΕΚΤ. Ομως οι τόκοι από τα περιουσιακά
στοιχεία τους αυξήθηκαν από 16 δισ. ευρώ σε 66 δισ. ευρώ την
ίδια περίοδο. Τα καθαρά έσοδα από τόκους που προκύπτουν
είναι τα υψηλότερα των τελευταίων 14 ετών. Οι ιδιωτικές
καταναλωτικές δαπάνες, περίπου το ήμισυ του ΑΕΠ της
Ευρωζώνης, αυξήθηκαν άνω του 4% ετησίως το 2021 και το 2022
και πολύ πάνω από τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο του 1%, σύμφωνα
με το ΔΝΤ.
Ο σχηματισμός
ακαθάριστου παγίου κεφαλαίου, ένα μέτρο των εταιρικών
επενδύσεων αντίστοιχο περίπου με το 25% του ΑΕΠ της
Ευρωζώνης, αυξήθηκε επίσης πολύ ταχύτερα από το σύνηθες.
Ωστόσο, τα ακόμη πιο υψηλά επιτόκια πιθανώς να αναγκάσουν
άτομα και εταιρείες «να σφίξουν το ζωνάρι» τους. Οι
εταιρείες θα είναι οι πρώτες που θα καταβάλουν υψηλότερους
τόκους. Σχεδόν το 45% του συνόλου του 1,4 τρισ. ευρώ που
οφείλουν οι ευρωπαϊκές εταιρείες επενδυτικής βαθμίδας λήγει
το 2024 και το 2025. |