Στο τέλος κάθε
εκλογικής δια-δικασίας συζητάμε πολλά και πρωτίστως τις
δημοσκοπήσεις: Πώς πήγαν; Πού έπεσαν μέσα; Γιατί έπεσαν έξω;
Σε αυτή την αναμέτρηση η κουβέντα ήταν βραχεία, παρ’ όλο που
είχε ένα ξεχωριστό –και ιδιαιτέρως επικίνδυνο–
χαρακτηριστικό. Σύσσωμοι οι δημοσκόποι δήλωσαν ότι φοβήθηκαν
να δημοσιοποιήσουν αυτά που έβρισκαν και κάποιοι κατήγγειλαν
το μπούλινγκ, σαν αυτό που δέχονται οι δημοσιογράφοι διά των
αγωγών.
Όπως έγραψε το
Bloomberg σε πρόσφατη ανάλυση του, αυτό είναι ένα ακόμη
σύμπτωμα της ανελευθερίας του λόγου που κυριαρχεί στην
Ελλάδα, ασχέτως αν δεν είναι θεσμοθετημένο. Ισχυροί
προπαγανδιστικοί μηχανισμοί (στη συγκεκριμένη περίπτωση του
ΣΥΡΙΖΑ) επιβάλλουν διά της οχλαγωγίας το «δίκιο» τους. Την
πέφτουν σε κάποιους για να τους κλείσουν το στόμα. Οπως
γράφαμε το 2015, «Οι Μακάρθι της “πρώτης φοράς” πέτυχαν για
μία ακόμη φορά τον στόχο τους», δηλαδή να διώξουν τον
σκιτσογράφο Αρκά από τα κοινωνικά δίκτυα. «Και ο συγγραφέας
Χρήστος Χωμενίδης εγκατέλειψε τα κοινωνικά δίκτυα, επειδή το
συριζότσουρμο (κατά κύριο λόγο) ήταν διαρκώς πίσω του για να
τον χλευάσει και να τον βρίσει. Χειρότερη ήταν η εμπειρία
της συγγραφέως Λένας Διβάνη…» («Επιθέσεις μίσους χωρίς
χιούμορ», 28.6.2015). Κάτι ανάλογο, αν και σε πολύ μικρότερη
κλίμακα, ζήσαμε προσφά-τως με τον Διονύση Σαββόπουλο.
Μόνο που η διά του
όχλου λογοκρισία γίνεται πάντα μπούμερανγκ. Ολοι γνωρίζουμε
κάποιους που ήταν φιλικώς διακείμενοι προς την Αριστερά και
τώρα βγάζουν φλύκταινες. Δεν φταίνε μόνο τα καμώματα της
«πρώτης φοράς», αλλά και οι προσωπικές επιθέσεις που
δέχθηκαν. Μικρό το κακό, θα πουν κάποιοι, παρά το γεγονός
ότι τα θύματα αυτής της πρακτικής είναι συνήθως γνωμηγέτες.
Το μεγάλο κακό που προκαλεί κάθε λογοκρισία είναι αυτό που
παρατήρησε ο Τζον Στιούαρτ Μιλ: «Το ιδιαίτερο πρόβλημα με
την παρεμπόδιση της έκφρασης μιας γνώμης είναι ότι πλήττει
όλο το ανθρώπινο είδος, τόσο τη μέλλουσα όσο και την παρούσα
γενιά – εκείνους που υποστηρίζουν αυτή τη γνώμη, αλλά ακόμη
περισσότερο εκείνους που διαφωνούν με αυτή. Αν η γνώμη είναι
σωστή, τότε χάνουν την ευκαιρία να αντικαταστήσουν το σφάλμα
με την αλήθεια. Αν είναι λαθεμένη, τότε στερούνται κάτι που
είναι εξίσου ωφέλιμο: τη δυνατότητα διαυγέστερης αντίληψης
και πιο ζωηρής εντύπωσης της αλήθειας, που είναι το
αποτέλεσμα της σύγκρουσης μεταξύ αλήθειας και σφάλματος».
Ετσι οι
παρατρεχάμενοι του ΣΥΡΙΖΑ στέρησαν, διά της οχλαγωγικής
λογοκρισίας, από το κόμμα τους την ευκαιρία να διορθώσει την
προεκλογική τακτική του ή έστω να σκεφθεί «τι στην ευχή
κάνουμε τόσο στραβά και η “καταστροφικότερη κυβέρνηση της
Μεταπολίτευσης” μας ρίχνει στο κεφάλι 20 μονάδες;». |