Η παγκόσμια
οικονομία έχει εγκλωβιστεί σε έναν κύκλο χαμηλής ανάπτυξης,
κυρίως λόγω της γήρανσης του πληθυσμού και ασθενικών
επιχειρηματικών επενδύσεων που εμποδίζουν τη ροή κεφαλαίου
και εργατικού δυναμικού να κινηθεί προς την κατεύθυνση που
θα την κάνει παραγωγικότερη.
Οι δημογραφικές
πιέσεις εντείνονται, ενώ ταυτόχρονα η πράσινη και η ψηφιακή
μετάβαση απαιτούν σημαντικές επενδύσεις και ανακατανομή
πόρων σε εταιρείες και κλάδους, υποχρεώνοντας ορισμένες
χώρες να υστερήσουν έτι περαιτέρω. Αυτό καθιστά ακόμη πιο
επείγοντα τον εκσυγχρονισμό των κανόνων λειτουργίας των
οικονομιών. Αν και οι συγκεκριμένες προτεραιότητες πολιτικής
διαφέρουν μεταξύ των χωρών, πολλές οικονομίες έχουν την ίδια
ανάγκη να διευκολύνουν την είσοδο νέων επιχειρήσεων στην
αγορά, να ενθαρρύνουν τον ανταγωνισμό στην παροχή αγαθών και
υπηρεσιών, να παροτρύνουν τους εργαζομένους να παραμείνουν
στο εργατικό δυναμικό και να ενσωματώσουν καλύτερα τους
μετανάστες εργαζομένους. Μεταρρυθμίσεις τέτοιας κλίμακας και
είδους απαιτούν ευρεία κοινωνική στήριξη, αλλά από το
ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και μετά η
δυσφορία των ανθρώπων έχει κλιμακωθεί.
Τα παραπάνω έγραψαν
σε πρόσφατη ανάλυση τους στο Blog του IMF τα στελέχη του
ταμείου ΣΙΛΒΙΑ ΑΛΜΠΡΙΤΖΙΟ, ΜΠΕΡΤΡΑΝΤ ΓΚΡΑΣ, ΓΙΟΥ ΣΙ,
προσθέτοντας πως από πλευράς τους οι πολιτικοί, εάν θέλουν
να οικοδομήσουν κλίμα εμπιστοσύνης και να εξασφαλίσουν τη
δημόσια στήριξη, πρέπει να βελτιώσουν την επικοινωνία, να
καταστήσουν τους πολίτες κοινωνούς όταν σχεδιάζουν
μεταρρυθμίσεις, και να αναγνωρίσουν ότι ορισμένοι άνθρωποι
μπορεί να χρειαστούν υποστήριξη, εάν οι μεταρρυθμίσεις τους
βλάψουν, όπως δείχνει η ανάλυσή μας. Η διερεύνηση των
παραγόντων που διαμορφώνουν την κοινή γνώμη απέναντι στις
μεταρρυθμίσεις, φανερώνει ότι η αντίσταση συχνά εκτείνεται
πέρα από το απλό οικονομικό συμφέρον. Οι προσωπικές
πεποιθήσεις, οι αντιλήψεις και άλλοι παράγοντες συμπεριφοράς
αντιστοιχούν στο περίπου 80% της υποστήριξης για
μεταρρυθμίσεις, σύμφωνα με συμπεράσματα από έρευνές μας σε
περισσότερα από 12.000 άτομα σε έξι αντιπροσωπευτικές χώρες.
Εξίσου κρίσιμες είναι και οι απόψεις περί κατανομής πλούτου
και απόδοσης της δικαιοσύνης. Οι ενάντιοι των
μεταρρυθμίσεων, για παράδειγμα, φοβούνται ότι με μία
ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα στους κλάδους ηλεκτρικής
ενέργειας και τηλεπικοινωνιών αυτές οι υπηρεσίες θα
ακριβύνουν και θα μειωθεί η πρόσβαση για τους φτωχότερους.
Η έλλειψη
εμπιστοσύνης μπορεί, επίσης, να τροφοδοτήσει την αντίθεση
στις μεταρρυθμίσεις. Οι άνθρωποι που αντιτίθενται στις
μεταρρυθμίσεις, ακόμη και αν οι ανησυχίες τους επρόκειτο να
αντιμετωπιστούν επαρκώς με πρόσθετα μέτρα, επικαλούνται ως
επί το πλείστον μία γενικευμένη δυσπιστία προς τα
εμπλεκόμενα μέρη και αμφιβολίες για την ικανότητα της
κυβέρνησης να εφαρμόσει αλλαγές και να περιορίσει τυχόν
ζημιές. Το να επιτρέπεται στους ανθρώπους να βοηθούν στη
διαμόρφωση πολιτικών και να εκφράζουν ανησυχίες ενισχύει την
αίσθηση της κοινοτικής ιδιοκτησίας στις μεταρρυθμίσεις.
Τέλος, η αναγνώριση
ότι οι μεταρρυθμίσεις μπορεί να βλάψουν ορισμένες ομάδες
αλλά και η αντιμετώπιση αυτών των ανησυχιών με πρωτοβουλίες
μετριασμού, είναι απαραίτητη για την απόκτηση δημόσιας
υποστήριξης, ενώ ο καίριος πυλώνας στον οποίο βασίζονται και
οι ανωτέρω παράγοντες, είναι η εμπιστοσύνη. Και για να
οικοδομηθεί εμπιστοσύνη στη διαδικασία, η συνεργασία με τους
πολίτες πρέπει να ξεκινήσει νωρίς, στο στάδιο του σχεδιασμού
της πολιτικής.
|