Με τις
συζητήσεις γύρω από την πανδημία και την κατάσταση των
εθνικών και της παγκόσμιας οικονομίας να είναι non – stop.
Χωρίς αμφιβολία, όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα και στη
Γερμανία, ενόψει και του σχηματισμού της νέας κυβέρνησης.
Όπως έγραφε το Bloomberg, στα 16 χρόνια που παρέμεινε στο
τιμόνι της Γερμανίας, η απερχόμενη καγκελάριος Αγκελα
Μέρκελ δεν
κατόρθωσε να αντιμετωπίσει ορισμένα από τα βαθύτερα
διαρθρωτικά προβλήματα που μαστίζουν τη μεγαλύτερη οικονομία
της Ευρώπης. Μολονότι ήταν η «χρυσή δεκαετία»της αδιάκοπης
ανάπτυξης και των δημοσιονομικών πλεονασμάτων, οι
περισσότεροι οικονομολόγοι συμφωνούν ότι η Γερμανία έχει
παραμελήσει τις υποδομές της και έχει έλλειμμα επενδύσεων
στην ψηφιοποίηση.
Το
ινστιτούτο Ifo προβλέπει πως η οικονομία θα σημειώσει
εντυπωσιακή ανάπτυξη 5,1% το 2022, που θα είναι η ισχυρότερη
από την εκρηκτική άνοδο των αρχών της δεκαετίας του 1990
μετά την επανένωση των Γερμανιών. Ο υψηλός αυτός ρυθμός
ανάπτυξης οφείλεται κυρίως στην ανάκαμψη από την ύφεση της
πανδημίας. Αλλά κάτω από τη λαμπερή επιφάνεια, τα πράγματα
δεν είναι τόσο ωραία. Αν η Γερμανία δεν θέλει να γνωρίσει
την υποχώρηση μέσα στα επόμενα χρόνια, η νέα κυβέρνηση
πρέπει να λύσει τρία προβλήματα:
Υπό την κ.
Μέρκελ, η Γερμανία έμεινε πίσω στην ψηφιοποίηση, όπως
διαπίστωσε λίγο μετά τις εκλογές το Ευρωπαϊκό
Κέντρο Ψηφιακής Ανταγωνιστικότητας.
Είναι 18η ανάμεσα στις 20 μεγαλύτερες βιομηχανικές και
αναδυόμενες οικονομίες με μόνο την Ιαπωνία και την Ινδία να
βρίσκονται σε χειρότερη θέση. Ο στόχος της κυβέρνησης να
προσφέρει γρήγορο Ιντερνετ μέσω εθνικού δικτύου έχει
καθυστερήσει πολύ. Είναι ακόμη πολύ λίγα τα καλωδιακά δίκτυα
οπτικών ινών, ιδιαιτέρως στις αγροτικές περιοχές.
Η Γερμανία
έχει, επίσης, μείνει πίσω στην επέκταση των δικτύων κινητής
τηλεφωνίας πέμπτης γενιάς (5G) με αποτέλεσμα να
επιβραδύνεται η ανάπτυξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε
ορισμένες περιοχές. Και τελικά η χώρα πάσχει από έλλειψη
ειδικών στην τεχνολογία της πληροφορίας (ΙΤ). Σύμφωνα με την
ένωση εταιρειών τεχνολογίας Bitkom, είναι κενές 86.000
θέσεις ειδικών ΙΤ. Επτά στις δέκα εταιρείες παραπονιούνται
ότι χρειάζονται ειδικούς του κλάδου και το 60% εκτιμά πως η
κατάσταση θα επιδεινωθεί τα επόμενα χρόνια.
Η
πανίσχυρη αυτοκινητοβιομηχανία της Γερμανίας αγωνίζεται να
συνεχίσει εξαιτίας της έλλειψης επεξεργαστών και άλλων
καίριων εξαρτημάτων που προκάλεσε η πανδημία.
Αυτοκινητοβιομηχανίες και προμηθευτές εξαρτώνται σχεδόν εξ
ολοκλήρου από τους επεξεργαστές ενός μικρού αριθμού
βιομηχανιών της Ασίας και των ΗΠΑ. Ετσι οι εφοδιαστικές
αλυσίδες βρέθηκαν εκτεθειμένες στην αχίλλειο πτέρνα του
γερμανικού επιχειρηματικού μοντέλου. Κι ενώ η Γερμανία
γνώριζε επιθετική ανάπτυξη εν μέσω της παγκοσμιοποίησης, το
παγκόσμιο δίκτυο της εφοδιαστικής αλυσίδας, που έδωσε μεγάλη
ώθηση στην οικονομία της, αποδεικνύεται πως τώρα αποτελεί
αδυναμία της.
Σύμφωνα με
σχετική έρευνα που εκπόνησε το Ifo τον Σεπτέμβριο, ένα
ποσοστό ρεκόρ της τάξης του 77,4% των βιομηχανιών αναφέρει
ότι αντιμετωπίζει δυσκολίες όταν προσπαθεί να προμηθευθεί
πρώτες ύλες. Μεταξύ των αυτοκινητοβιομηχανιών το ποσοστό
εκτοξεύεται στο άνευ προηγουμένου 97%. Οι ελλείψεις
επεξεργαστών και άλλων βιομηχανικών εξαρτημάτων έχουν πλήξει
φέτος την ανάκαμψη της γερμανικής οικονομίας, ενώ έχουν
αναγκάσει στελέχη επιχειρήσεων και πολιτικούς να
επανεξετάσουν τις γραμμές εφοδιασμού τους και να
προσπαθήσουν να μειώσουν την εξάρτησή τους από έναν μικρό
αριθμό ασιατικών και αμερικανικών εταιρειών που τις
προμηθεύουν. Δεδομένου δε ότι έχει χρησιμοποιηθεί πλήρως η
παγκόσμια παραγωγική δυνατότητα για την κατασκευή ημιαγωγών,
δεν αναμένεται να επιστρέψει σύντομα η αύξηση της παραγωγής
και οι ειδικοί προειδοποιούν ότι οι ελλείψεις θα συνεχιστούν
και το επόμενο έτος.
Σε
συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Γερμανία και Γαλλία
ασκούν πιέσεις προκειμένου να επενδυθούν πολλά δισ. ευρώ σε
προγράμματα κρατικών ενισχύσεων, που θα υποστηρίξουν την
ανέγερση εργοστασίων επεξεργαστών και θα αναλάβουν να
αναπτύξουν την επόμενη γενιά του είδους. Ταυτοχρόνως, όμως,
η Γερμανία γερνάει ύστερα από δεκαετίες χαμηλών ποσοστών
γεννήσεων και ασταθούς μετανάστευσης. Ενώ αντιμετώπιζε τη
γήρανση του πληθυσμού και τη συρρίκνωση του εργατικού
δυναμικού, η απερχόμενη καγκελάριος αγνόησε τις εκκλήσεις
για περισσότερα μέτρα αναμόρφωσης του συνταξιοδοτικού
συστήματος και για χαλάρωση των κανόνων που διέπουν την
είσοδο μεταναστών στη χώρα. Η υφιστάμενη νομοθεσία, έργο του
κυβερνητικού συνασπισμού της Μέρκελ από το 2006, αυξάνει
σταδιακά μέχρι το 2031 την ηλικία στην οποία μπορούν να
πάρουν πλήρη σύνταξη οι Γερμανοί στα 67 από τα 65 έτη. Και η
επιτροπή των οικονομικών συμβούλων της κυβέρνησης προτείνει
να παραταθεί περαιτέρω η ηλικία συνταξιοδότησης σταδιακά στα
68 έτη έως το 2042. Η πρότασή τους έχει απορριφθεί από τον
Ολαφ Σολτς, έως τώρα υπουργό Οικονομικών και επικρατέστερο
διάδοχο της κ. Μέρκελ μετά την εκλογική νίκη των
Σοσιαλδημοκρατών.
Σύμφωνα με
το οικονομικό ινστιτούτο IfW, η απασχόληση στη Γερμανία θα
φτάσει στην κορύφωσή της το 2023, οπότε υπολογίζεται πως θα
εργάζονται σχεδόν 48 εκατ. άνθρωποι. Στη συνέχεια αναμένεται,
πάντως, πως θα αποχωρήσουν από την εργασία τους περισσότεροι
από όσους θα ενταχθούν στην αγορά εργασίας. Αυτό σημαίνει
ότι η Γερμανία θα χάνει κάθε χρόνο περίπου 130.000 άτομα
οικονομικά ενεργής ηλικίας από το 2026 και μετά. Η
συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού αναμένεται να περιορίσει
την ενδεχόμενη αύξηση της οικονομίας. Οι ειδικοί
υποστηρίζουν πως το πρόβλημα μπορεί να αντιμετωπισθεί με τη
μετανάστευση, τις καλύτερες υπηρεσίες για τη φροντίδα των
παιδιών, ώστε να αυξηθεί η ένταξη των γονέων στην αγορά
εργασίας, και την προσφορά περισσότερων μοντέλων ευέλικτης
εργασίας για να μένουν περισσότερο οι άνθρωποι στη δουλειά
τους.
|