Από πριν συμβεί, η
άποψη μας στο GFF για το BREXIT ήτανε ξεκάθαρη, έχοντας
σχολιάσει πως είναι ένα από τα μεγαλύτερα λάθη που έχει
κάνει η Βρετανία. Κάτι το οποίο σίγουρα θα πληρώσει η
βρετανική οικονομία. Όπως μάλιστα έχουμε γράψει, δεν
αποκλείουμε τα επόμενα χρόνια, για παράδειγμα 2024-2025 να
τεθεί θέμα επιστροφής της χώρας στην Ε.Ε.
Όπως χαρακτηριστικά
έγραφε σε μια τελευταία του ανάλυση ο αναλυτής της Berenberg
Καλούμ Πίκερινγκ, θα μείνει στην Ιστορία ως μία από τις
ειρωνείες της, ότι το Ηνωμένο Βασίλειο αποχώρησε από την
ενιαία αγορά της Ευρωπαϊκής Ενωσης και σχεδόν αυτοστιγμή
μετατράπηκε σε ημι-παρωδία της υποτιθέμενης προβληματικής
οικονομίας της Γηραιάς Ηπείρου. Η ανάπτυξή του είναι
βραδύτερη, ενώ η πολιτική του Λονδίνου είναι εριστική και
αναποτελεσματική. Από το 2013 έως το 2019 το Ηνωμένο
Βασίλειο ήταν μια οικονομία με κορυφαίες επιδόσεις στα ίδια
επίπεδα με τις Ηνωμένες Πολιτείες, παρά τη σημαντική
δημοσιονομική λιτότητα και την ανασυγκρότηση των τραπεζών,
των επιχειρήσεων και των ισολογισμών των νοικοκυριών.
Ωστόσο, από το δημοψήφισμα για το Brexit τον Ιούνιο του 2016
και μετά και ακόμη περισσότερο από την αποχώρηση της
Βρετανίας από την ενιαία αγορά της Ε.Ε. τον Ιανουάριο του
2020, έχει σοβαρή υστέρηση. Ενώ το ΑΕΠ της Ευρωζώνης είναι
2,4% πάνω από το επίπεδο του 4ου τριμήνου του 2019 και το
ΑΕΠ των ΗΠΑ είναι 5,1% υψηλότερο, το ΑΕΠ του Ηνωμένου
Βασιλείου παρέμεινε περίπου 0,5% χαμηλότερο. Ευτυχώς, τα
χειρότερα μπορεί σύντομα να τα αφήσουμε πίσω μας.
Στο Ηνωμένο
Βασίλειο, παρά τις αυστηρές νομισματικές και δημοσιονομικές
πολιτικές από τα τέλη του 2021, η ζήτηση έχει ανακάμψει στα
επίπεδα προ του ιού. Ωστόσο, το χάσμα ανάμεσα στη ζήτηση και
το πραγματικό ΑΕΠ αποτυπώνει το σοβαρό πλήγμα στην προσφορά
προ της εξόδου από την Ε.Ε. Κι αυτό οδήγησε σε αύξηση του
κόστους των συναλλαγών με τις χώρες της Ε.Ε. και σε
επιβράδυνση των επενδύσεων, που αφορούν την τόνωση της
παραγωγικότητας στις επιχειρήσεις. Πάντως, τα θεμελιώδη
μεγέθη της οικονομίας παραμένουν υγιή. Αν και το Brexit
συνιστά κακή πολιτική, είναι μόνο ένας παράγοντας μεταξύ
πολλών που θα καθορίσει τη μακροπρόθεσμη οικονομική απόδοση
του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι τράπεζες είναι καλά
κεφαλαιοποιημένες. Οι ισολογισμοί των νοικοκυριών και των
επιχειρήσεων είναι υγιείς. Οι θεσμοί είναι ισχυροί και το
ρυθμιστικό περιβάλλον ανταγωνιστικό. Η δυνητική ανάπτυξη του
Ηνωμένου Βασιλείου μειώθηκε από περίπου 2% σε 1,5% από το
δημοψήφισμα για την παραμονή ή μη στην Ε.Ε. το 2016. Αλλά
περίπου το ήμισυ αυτής της απώλειας προέρχεται από την
αβεβαιότητα μιας θορυβώδους πολιτικής. Αυτό περιλαμβάνει,
αλλά δεν περιορίζεται στις συνεχείς καθυστερήσεις κατά τις
εμπορικές διαπραγματεύσεις για το Brexit, τους
παρατεταμένους κινδύνους ενός εμπορικού πολέμου Ηνωμένου
Βασιλείου – Ε.Ε. για τα ιρλανδικά σύνορα, τις κυβερνητικές
διαμάχες και τη δημοσιονομική αλλαγή της τέως πρωθυπουργού
Λις Τρας πέρυσι τον Σεπτέμβριο, ενώ η παύση της περιττής
αβεβαιότητας πιθανότατα θα πυροδοτούσε την ανάπτυξη. |