Ένα
πολύ ενδιαφέρον άρθρο έγραψε για ακόμη μια φορά στην
προσωπική του στήλη ο Πολ Κρούγκμαν, οικονομολόγος των New
York Times, σχολιάζοντας: «Όταν ο Βλαντιμίρ Πούτιν εισέβαλε
στρατιωτικά στην Ουκρανία, οι πιο πολλοί εκτιμούσαν πως
εκείνος θα την γλίτωνε χωρίς αξιοσημείωτες συνέπειες»,
γράφει ο νομπελίστας Αμερικανός οικονομολόγος Πολ
Κρούγκμαν στους Τάιμς της Νέας
Υόρκης. Ο ρωσικός στρατός θα «έπαιρνε» το Κίεβο και
άλλες μεγάλες πόλεις της Ουκρανίας μέσα σε λίγες ημέρες. Και
η Δύση θα απαντούσε, επιπλήττοντας μεν τη Ρωσία αλλά κατά
τρόπο μάλλον ανώδυνο και άτολμο.
Ωστόσο,
δύο εβδομάδες έπειτα από την έναρξη της ρωσικής εισβολής,
είναι σαφές πια πως τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως πολλοί
ανέμεναν στο μέτωπο της Ουκρανίας. Το Κίεβο και
το Χάρκοβο ακόμη
«κρατάνε» και η ουκρανική αντίσταση παραμένει σθεναρή (με τη
βοήθεια και των όπλων που έστειλαν οι Δυτικοί στην Ουκρανία),
ενώ οι ρωσικές δυνάμεις εισβολής από την άλλη πλευρά έχουν
βρεθεί αντιμέτωπες με προβλήματα. Την ίδια ώρα, οι δυτικές
κυρώσεις είναι πια ξεκάθαρο πως έχουν σοβαρές επιπτώσεις στη
ρωσική οικονομία, επιπτώσεις που θα μπορούσαν μάλιστα να
γίνουν και σοβαρότερες
«Προφανώς
όλα αυτά θα μπορούσαν να αλλάξουν», προειδοποιεί ο Κρούγκμαν.
Οι ρωσικές δυνάμεις θα μπορούσαν να ανασυνταχθούν και να
συνεχίσουν την επίθεση, και οι δυτικές κυβερνήσεις από την
άλλη πλευρά θα μπορούσαν να αρχίσουν να προχωρούν σε άρση
των κυρώσεων.
Για
την ώρα πάντως, ο Πούτιν αντιμετωπίζει
συνέπειες πολύ χειρότερες από όσο θα μπορούσε να φανταστεί,
όπως σημειώνει στην ανάλυσή του ο νομπελίστας Αμερικανός
οικονομολόγος.
«Τα κόστη για
την παγκόσμια οικονομία θα είναι σοβαρά. Το ερώτημα είναι
πόσο σοβαρά;», συνεχίζει ο Κρούγκμαν, σύμφωνα με τον οποίο «τα
πράγματα θα είναι άσχημα αλλά όχι καταστροφικά», ενώ είναι
σαφές πως η αντίδραση στην επιθετικότητα του Πούτιν θα έχει
κόστος όχι μόνο για τη ρωσική πλευρά αλλά και για τις άλλες
πλευρές που αντιδρούν.
«Πιο
συγκεκριμένα, το (σ.σ. τελευταίο) σοκ (σ.σ. από τις κινήσεις
του) Πούτιν το πιο πιθανό είναι πως δεν θα είναι τόσο σοβαρό
όσο οι πετρελαϊκές κρίσεις που συντάραξαν την παγκόσμια
οικονομία τη δεκαετία του 1970», κατά την άποψη του
Κρούγκμαν.
Όπως
τη δεκαετία του 1970, έτσι και τώρα το πλήγμα για την
παγκόσμια οικονομία προέρχεται από τις τιμές των
εμπορευμάτων (commodity prices). Η Ρωσία εξάγει μεγάλες
ποσότητες πετρελαίου και φυσικού
αερίου, και τόσο η Ρωσία όσο
και η Ουκρανία είναι παράλληλα και μεγάλοι εξαγωγείς σιτηρών.
Ως εκ τούτου, ο πόλεμος δεν μπορεί να παρά να έχει αντίκτυπο
στις τιμές όχι μόνο της ενέργειας αλλά
και των τροφίμων.
Μέχρι
στιγμής, οι κυρώσεις που έχει ανακοινώσει η Ευρώπη κατά
της Ρωσίας δεν έχουν αγγίξει τις ρωσικές εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού
αερίου. Οι Ηνωμένες Πολιτείες βέβαια από την πλευρά τους
απογόρευσαν τις εισαγωγές πετρελαίου από τη Ρωσία, χωρίς
όμως αυτό στην προκειμένη περίπτωση να έχει μεγάλο κόστος
για τις ίδιες ή για τη Ρωσία. Σημειωτέων πως η ρωσική
παραγωγή πετρελαίου αντιστοιχεί περίπου στο 11% της
παγκόσμιας παραγωγής, ενώ αντιθέτως η παραγωγή των χωρών του
Κόλπου αντιστοιχούσε συγκριτικά περίπου στο 35% της
παγκόσμιας παραγωγής κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του
1970.
Σε
σύγκριση ωστόσο με τη δεκαετία του 1970, η παγκόσμια
οικονομία σήμερα εξαρτάται πολύ λιγότερο από το πετρέλαιο,
όπως σημειώνει ο Κρούγκμαν.
Οι προμήθειες
και οι ροές της ενέργειας λοιπόν προς το παρόν δεν έχουν
διαταραχθεί, πλην όμως οι αγορές αντιδρούν σαν να πρόκειται
να διαταραχθούν.
Ως αποτέλεσμα,
η πραγματική – προσαρμοσμένη στον πληθωρισμό – τιμή του
πετρελαίου έχει εκτοξευθεί σχεδόν στο επίπεδο που είχε
φτάσει κατά την Ιρανική Επανάσταση το 1979.
Τι γίνεται όμως
με το ρωσικό φυσικό αέριο; Ναι, η Ευρώπη βασίζεται σημαντικά
σε αυτό, όπως παραδέχεται ο Πολ Κρούγκμαν. Ο ίδιος
υπογραμμίζει ωστόσο ότι η κατανάλωση φυσικού αερίου είναι σε
μεγάλο βαθμό εποχική (strongly seasonal), όπερ σημαίνει ότι
αυξάνεται μεν κατά τους χειμερινούς μήνες αλλά υποχωρεί κατά
τους καλοκαιρινούς, πράγμα που σημαίνει με τη σειρά του ότι
τα προβλήματα θα είναι μεγαλύτερα για την Ευρώπη (εάν εκείνη
δεν πάρει μέτρα θωράκισης) όχι τώρα αλλά μετά το καλοκαίρι
του 2022.
«Το
φαγητό μπορεί στην πραγματικότητα να αποτελέσει μεγαλύτερο
πρόβλημα από την ενέργεια», συνεχίζει ο Κρούγκμαν. Πριν από
τον πόλεμο του Πούτιν, Ρωσία και Ουκρανία μαζί
αντιπροσώπευαν πάνω από το 25% των παγκόσμιων εξαγωγών σιταριού.
Τώρα που η Ρωσία έχει βρεθεί στο στόχαστρο κυρώσεων και η
Ουκρανία έχει μετατραπεί σε εμπόλεμη ζώνη, οι τιμές του
σιταριού έχουν εκτοξευθεί από τα 8 δολάρια ανά μπούσελ στα
13 δολάρια.
Σε πλούσιες
περιοχές όπως η Βόρεια Αμερική και η Ευρώπη, αυτή η αύξηση
των τιμών θα είναι επώδυνη αλλά ως επί το πλείστον ανεκτή,
κι αυτό επειδή οι καταναλωτές στις προηγμένες χώρες ξοδεύουν
ένα σχετικά μικρό ποσοστό του εισοδήματός τους σε τρόφιμα.
Για τα φτωχότερα έθνη ωστόσο, το σοκ θα είναι πολύ πιο
σοβαρό.
«Συνολικά
λοιπόν, η ενεργειακή κρίση που δημιούργησε ο Πούτιν θα είναι
σοβαρή αλλά μάλλον όχι καταστροφική […] και το ρωσικό σοκ
στην παγκόσμια οικονομία θα είναι οξύ αλλά μάλλον όχι πάρα
πολύ οξύ», καταλήγει στην ανάλυσή του ο νομπελίστας
Αμερικανός οικονομολόγος, υπογραμμίζοντας ότι η μεγαλύτερη
δική του ανησυχία για τις από εδώ και πέρα εξελίξεις είναι
πιο πολύ πολιτική και
λιγότερο οικονομική.
Σύμφωνα πάντως
με τον Κρούγκμαν, εάν ο Πούτιν νομίζει ότι μπορεί να
κρατήσει ολόκληρη την υφήλιο σε ομηρία ζητώντας λύτρα, τότε
μάλλον έχει κάνει άλλον έναν λάθος υπολογισμό. |