Οι κεντρικές
τράπεζες των μεγάλων οικονομιών μέχρι και πριν από λίγους
μήνες αναμενόταν πως θα μπορούσαν να συσφίξουν τη
νομισματική πολιτική τους πολύ σταδιακά. Ο πληθωρισμός φαινόταν
πως επηρεάζεται από το παράδοξο μείγμα των κραδασμών στην
εφοδιαστική αλυσίδα με την πανδημία και την πρόσφατη εισβολή
της Ρωσίας στην Ουκρανία. Υπό το πρίσμα αυτό θεωρητικά θα
αποκλιμακωνόταν ραγδαία, αφ’ ης στιγμής υποχωρούσαν και οι
προαναφερθείσες πιέσεις.
Όπως έγραψαν σε
πρόσφατη ανάλυση τους οι κ. Τομπίας Αντριάν, κ. Κρίστοφερ
Ερσεγκ και Φάμπιο Ναταλούτσι (αντίστοιχα, διευθυντής και
αναπληρωτές διευθυντές του Τμήματος Κεφαλαιαγορών του ΔΝΤ.
Το άρθρο δημοσιεύεται στο ιστολόγιο του ΔΝΤ), σήμερα, ο
δείκτης έχει εκτιναχθεί σε επίπεδα-ρεκόρ πολλών δεκαετιών
και οι πιέσεις των τιμών επεκτείνονται στην αγορά στέγης και
σε άλλες υπηρεσίες, οπότε οι κεντρικές τράπεζες αναγνωρίζουν
την ανάγκη να κινηθούν σαφώς ταχύτερα και να εμποδίσουν το
ανεξέλεγκτο των προσδοκιών του πληθωρισμού και το πλήγμα
στην αξιοπιστία τους. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, η
Τράπεζα του Καναδά και η Τράπεζα της Αγγλίας έχουν ήδη
αυξήσει τα επιτόκιά τους σε σημαντικό βαθμό και έχουν
δηλώσει την πρόθεσή τους να συνεχίσουν την ίδια πορεία με
μεγαλύτερες αυξήσεις φέτος. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα
πρόσφατα προχώρησε σε διόγκωση του κόστους δανεισμού πρώτη
φορά σε διάστημα δεκαετίας.
Οι κινήσεις των
κεντρικών τραπεζών και οι ανακοινώσεις τους για την
ενδεχόμενη πορεία της πολιτικής τους συνέτειναν από τις
αρχές του έτους σε σημαντική άνοδο των πραγματικών επιτοκίων
(ήτοι, των προσαρμοσμένων στον πληθωρισμό), που αφορούν τα
κρατικά ομόλογα. Αυτή η εξέλιξη οδηγεί σε ακόμη μεγαλύτερο
κόστος δανεισμού για καταναλωτές και επιχειρήσεις, ενώ
συμβάλλει σε δραστική πτώση στις τιμές των μετοχών
παγκοσμίως. Η προσέγγιση αμφοτέρων των κεντρικών τραπεζών
και των αγορών φανερώνει ότι η σκλήρυνση των συνθηκών
δανεισμού θα είναι αρκετή για να αποκλιμακώσει σχετικά
γρήγορα τον πληθωρισμό με κατεύθυνση τον επίσημο στόχο του.
Αυτό φαίνεται στους δείκτες των προσδοκιών πληθωρισμού, που
αποτυπώνουν μια επαναφορά του δείκτη στο σχεδόν 2% εντός των
επόμενων δύο ή τριών ετών τόσο για τις ΗΠΑ όσο και για τη
Γερμανία. Οι προβλέψεις των κεντρικών τραπεζών, όπως οι
τελευταίες τριμηνιαίες της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, δείχνουν
σε μια ανάλογη συγκράτηση στον ρυθμό ανόδου των τιμών, κάτι
που αποτυπώνεται και σε δημοσκοπήσεις οικονομολόγων και
επενδυτών. Και αυτό είναι λογικοφανές για τους εξής λόγους:
– Η νομισματική
και δημοσιονομική σύσφιγξη θα αποθερμάνει τη ζήτηση για
καύσιμα και άλλα αγαθά εκτός του κλάδου της ενέργειας. Αυτό
θα οδηγήσει σε βραδύτερη αύξηση των τιμών των αγαθών ή ακόμη
και σε κάμψη τους, ενώ μπορεί να μειώσει και τις τιμές της
ενέργειας υπό τον όρο πως δεν παρατηρούνται διαταραχές στην
αγορά εμπορευμάτων.
– Οι πιέσεις
από την πλευρά της προσφοράς θα εξασθενήσουν όσο υποχωρεί η
πανδημία και οι εγκλεισμοί και οι διακοπές στην παραγωγή
ελαττώνονται.
– Η πιο αργή
ανάπτυξη της οικονομίας σταδιακά θα ωθήσει καθοδικά τον
πληθωρισμό του κλάδου παροχής υπηρεσιών και θα ανακόψει την
αύξηση των μισθών. |