Ελάχιστες οικονομικές μελέτες είχαν τόσο μεγάλη επίδραση
στις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων όσο η «Ανάπτυξη στην εποχή
του χρέους», που εκδόθηκε το 2010 από τους Κάρμεν Ράινχαρτ
και Κένεθ Ρογκόφ. Το πόνημα των δύο καθηγητών, οι οποίοι
μελέτησαν τα ιστορικά δεδομένα του κρατικού δανεισμού και
της οικονομικής ανάπτυξης, τους έκανε να συμπεράνουν ότι μια
αναλογία δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ άνω του 90% συνδεόταν με
σημαντικά χαμηλότερο ρυθμό ανάπτυξης.
Όπως έγραψε σε πρόσφατο άρθρο του στην ιστοσελίδα της Social
Europe, ο Philip Heimberger (οικονομολόγος του Ινστιτούτου
Διεθνών Οικονομικών Σπουδών της Βιέννης και του Ινστιτούτου
Εμπεριστωμένης Οικονομικής Ανάλυσης), ειδικά στην Ευρώπη,
πολιτικοί με έντονη επιρροή αναφέρονταν στην εν λόγω μελέτη
για να επιχειρηματολογήσουν υπέρ της αυστηρής λιτότητας. Ενας
μεταπτυχιακός φοιτητής, ο Τόμας Χέρντον, κατέδειξε ότι τα
συμπεράσματά τους δεν ήταν αντικειμενικά, διότι έκαναν
επιλογή των δεδομένων, υπήρχαν λάθη στην κωδικοποίηση των
αρχείων Εxcel και αντισυμβατικές αποφάσεις στη στάθμιση των
στατιστικών της περίληψης.
Τελικώς μετά τις σχετικές διορθώσεις ο Χέρντον και ακόμα δύο
ερευνητές βρήκαν ότι τα δεδομένα των Ράινχαρτ και Ρογκόφ δεν
συσχετίζουν πλέον την αναλογία χρέους προς ΑΕΠ άνω του 90%
σταθερά με τη χαμηλότερη ανάπτυξη – δεν εντοπίστηκε «μαγικό»
όριο πέραν του οποίου η ανάπτυξη υποχωρεί δραστικά.
Εντούτοις, κατοπινές μελέτες εντόπισαν αποδεικτικά στοιχεία
ότι όντως υπήρχε ένα όριο στον λόγο δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ
σχεδόν στο 90% και ότι πέραν αυτού σημειωνόταν σημαντική
κάμψη της ανάπτυξης. Αλλες έρευνες διαπίστωσαν συστηματικές
διαφοροποιήσεις στις μη γραμμικές επιπτώσεις του υψηλού
χρέους στην οικονομία σε διαφορετικές χώρες, κάτι το οποίο
φανερώνει πιθανώς ότι δεν υπάρχει ενιαίο και καθολικό όριο,
πέραν του οποίου η ανάπτυξη εξασθενεί. Οπότε, ποιο είναι το
σωστό; Σε μια νέα μου επιστημονική εργασία παρουσιάζω μια
ποσοτική σύνθεση της εμπειρικής βιβλιογραφίας σχετικά με τον
αντίκτυπο της υψηλότερης αναλογίας χρέους προς ΑΕΠ στην
ανάπτυξη. Στην εργασία μου ανέλυσα 826 υπολογισμούς από 46
πρωτογενείς μελέτες και συστηματικά αξιολόγησα όσες
χρησιμοποιούσαν στατιστικές μεθόδους, συνενώνοντάς τες σε
μια ευρύτερη εικόνα.
Τέσσερα είναι τα κύρια συμπεράσματα: Πρώτον, ότι, όντως, τα
υψηλότερα επίπεδα χρέους συσχετίζονται με χαμηλότερο
αναπτυξιακό ρυθμό. Ο μη σταθμισμένος μέσος όρος των
δημοσιοποιημένων αποτελεσμάτων δηλώνει ότι μια αύξηση στην
αναλογία χρέους της τάξεως των δέκα ποσοστιαίων μονάδων
συνδέεται με μια αποδυνάμωση της ετήσιας ανάπτυξης σχεδόν
0,15 της ποσοστιαίας μονάδας. Ως προς την ονομαστική αξία,
αυτό θα μεταφραζόταν στο ότι μια σημαντική αύξηση στην
αναλογία χρέους υπό συνθήκες πανδημίας θα ανέκοπτε την
ανάπτυξη. Δεύτερον, η βιβλιογραφία αναφέρει λιγότερες
εκτιμήσεις μηδενικής ή θετικής ανάπτυξης, που συνδέονται με
υψηλότερο δημόσιο δανεισμό, απ’ ό,τι η διάχυση των
αποτελεσμάτων υπαγορεύει. Αυτό δείχνει προκατάληψη σε
επίπεδο δημοσιότητας υπέρ μελετών που δείχνουν τον αρνητικό
αναπτυξιακό αντίκτυπο από το χρέος, τον οποίο οι συντάκτες
των επιστημονικών μελετών θέλουν με ζέση να προβάλλουν.
Τρίτον, οι αρνητικοί συσχετισμοί μεταξύ δημοσίου χρέους και
ανάπτυξης ίσως αποδίδονται σε άλλους παράγοντες, που από
κοινού επηρεάζουν τις δύο μεταβλητές. Ενα παράδειγμα θα ήταν
εάν μια τραπεζική κρίση επιβράδυνε την ανάπτυξη και διόγκωνε
ταυτόχρονα το χρέος. Και, τέταρτον, οι υπολογισμοί για το
όριο του 90% του χρέους προς το ΑΕΠ βασίζονται σε
συγκεκριμένα δεδομένα και επιλογές, που λογίζονται ως
προβληματικές.
Μετά την κρίση του κορωνοϊού, η δημόσια συζήτηση επί του
χρέους, της ανάπτυξης και της ενδεδειγμένης δημοσιονομικής
πολιτικής θα αναζωπυρωθεί. Οι λαμβάνοντες αποφάσεις στην
Ευρώπη θα πρέπει να αποφύγουν την επανάληψη λαθών του
πρόσφατου παρελθόντος.
|