|
Το αυξημένο κόστος
των πρώτων υλών για τις εργασίες εξόρυξης έχει ανεβάσει το
κατώτατο όριο της τιμής του πετρελαίου που απαιτείται ώστε
να παραμένει κερδοφόρα η παραγωγή του στις ΗΠΑ. Σήμερα, αυτή
η τιμή έχει φτάσει τα 65 δολάρια ανά βαρέλι, ενώ το 2017
επαρκούσαν μόλις 46 δολάρια για να είναι βιώσιμη η
δραστηριότητα των εταιρειών σχιστολιθικού πετρελαίου. Στην
αύξηση του κόστους συμβάλλουν και οι δασμοί που επέβαλε η
κυβέρνηση Τραμπ, καθώς έχουν οδηγήσει σε άνοδο τις τιμές του
χάλυβα, βασικού υλικού για τον εξοπλισμό εξόρυξης.
Παράλληλα, οι προοπτικές για τη διεθνή ζήτηση πετρελαίου
είναι αρνητικές, με πολλούς διεθνείς οργανισμούς να θεωρούν
πως η παγκόσμια κατανάλωση έχει ήδη φτάσει στο αποκορύφωμά
της. Η συνέπεια ενδέχεται να είναι η μείωση της παραγωγής
πετρελαίου στις ΗΠΑ, ακόμη και αυτής από τα κοιτάσματα
σχιστολίθου.
Όπως επισημαίνουν
αναλυτές του Reuters, τα πετρελαϊκά κοιτάσματα μπορούν να
φέρουν γρήγορα πλούτο, αλλά και εξίσου γρήγορα οικονομική
καταστροφή. Το 1901, η ανακάλυψη κοιτάσματος στο Τέξας
σηματοδότησε μια περίοδο έντονης παραγωγής και παράλληλης
κατάρρευσης των τιμών. Μέσα σε δύο χρόνια, η εξαντλητική
εξόρυξη άδειασε την πηγή. Παρότι σήμερα ο τομέας είναι πιο
εξελιγμένος, ακόμα και στη λεκάνη του Τέξας –την κύρια
περιοχή παραγωγής– τα αποθέματα δεν είναι ανεξάντλητα. Η
μέθοδος που επέτρεψε στις ΗΠΑ να γίνουν ο μεγαλύτερος
παραγωγός παγκοσμίως είναι η υδραυλική ρηγμάτωση, μέσω της
οποίας διοχετεύεται ένα μίγμα νερού, άμμου και χημικών με
υψηλή πίεση στα πετρώματα, «σπάζοντας» τα για να
απελευθερωθούν οι υδρογονάνθρακες. Σήμερα από την περιοχή
αυτή παράγονται πάνω από 6 εκατ. βαρέλια ημερησίως, ποσότητα
που ξεπερνά το ήμισυ της συνολικής αμερικανικής παραγωγής
και υπερβαίνει τη συνολική παραγωγή της χώρας πριν την
τεχνολογική καινοτομία.
Η παγκόσμια
επιβράδυνση της ζήτησης αναμένεται να περιορίσει και την
αμερικανική παραγωγή. Αν και η τεχνολογία της υδραυλικής
ρηγμάτωσης άνοιξε νέες δυνατότητες, δεν μπορεί να ακυρώσει
τους θεμελιώδεις οικονομικούς κανόνες: όταν οι τιμές πέφτουν
κάτω από το κόστος παραγωγής, η εξόρυξη σταματά. Αυτό το
σενάριο φαίνεται να απασχολεί πλέον σοβαρά τη βιομηχανία των
ΗΠΑ. Σύμφωνα με έρευνα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας του
Ντάλας, το σημείο ισορροπίας για τις εταιρείες βρίσκεται
πλέον στα 65 δολάρια ανά βαρέλι στο Τέξας – τιμή υψηλότερη
από την τρέχουσα τιμή του αργού Δυτικού Τέξας. Αυτή η πτώση
των τιμών αποδίδεται κυρίως στις προβλέψεις για εξασθένηση
της παγκόσμιας κατανάλωσης.
Η Διεθνής Υπηρεσία
Ενέργειας (IEA) αναμένει αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης για
πετρέλαιο μικρότερη του 1% το 2025. Η Κίνα, που ευθυνόταν
για το ήμισυ της ανόδου τις τελευταίες δύο δεκαετίες, πλέον
αναπτύσσεται πιο αργά. Την ίδια στιγμή, τα ηλεκτρικά οχήματα
περιορίζουν την αύξηση της ζήτησης και ενδέχεται σταδιακά να
την εξαλείψουν. Η ΙΕΑ προβλέπει ότι η ζήτηση θα αρχίσει να
μειώνεται πριν το τέλος της δεκαετίας, οδηγώντας σε
πλεονάζουσα προσφορά πετρελαίου. Παρότι αρκετές υφιστάμενες
πετρελαιοπηγές παραμένουν κερδοφόρες, τα κοιτάσματα
σχιστολιθικού πετρελαίου έχουν σύντομη «ζωή». Η παραγωγή
τους μειώνεται κατά περίπου 70% μέσα στον πρώτο χρόνο και
σχεδόν 95% μέσα σε έξι χρόνια. Αυτό σημαίνει πως, πολύ
σύντομα, ενδέχεται να θεωρούνται ασύμφορα.
Οι μεγάλες
πετρελαϊκές εταιρείες ήδη μειώνουν τις επενδύσεις σε νέα
έργα και προτιμούν να κατευθύνουν τα κεφάλαιά τους στην
επιστροφή αξίας στους μετόχους. Την τελευταία διετία, οι
πέντε κορυφαίοι ενεργειακοί κολοσσοί –
Exxon
Mobil,
Chevron,
TotalEnergies,
BP
και Shell
– δαπάνησαν περίπου 225 δισ. δολάρια σε μερίσματα και
επαναγορές μετοχών, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα τις
επενδύσεις σε νέες εξορύξεις.
|