Ένα
πολύ ενδιαφέρον άρθρο έγραψε στο Project Syndicate,
ο
Joseph Nye Jr. (πολιτικός επιστήμονας, καθηγητής στο
Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ. Εχει διατελέσει υφυπουργός Αμυνας
στην κυβέρνηση Κλίντον και πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου
Πληροφοριών. Είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων για τον ρόλο
των ΗΠΑ στον σύγχρονο κόσμο), καθώς
η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν εφαρμόζει τη στρατηγική του
ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων με την Κίνα, οι αναλυτές
αναζητούν ιστορικές παραπομπές για να εξηγήσουν την
κλιμακούμενη αντιπαλότητα. Ενώ, όμως, αρκετοί επικαλούνται
την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου, μια πιο έγκυρη ιστορική
αναγωγή παραπέμπει στο ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Το 1914 όλες οι μεγάλες δυνάμεις ανέμεναν έναν μικρής
διάρκειας τρίτο Βαλκανικό Πόλεμο. Αντιθέτως, όπως έχει
δείξει ο βρετανός ιστορικός Κρίστοφερ Κλαρκ, οδηγήθηκαν
υπνοβατώντας σε μια πυρκαγιά η οποία διήρκεσε τέσσερα χρόνια,
κατέστρεψε τέσσερις αυτοκρατορίες και σκότωσε εκατομμύρια
ανθρώπους.
Εκείνη την περίοδο οι ηγέτες δεν έδωσαν επαρκή σημασία στις
αλλαγές που λάμβαναν χώρα στην παγκόσμια τάξη πραγμάτων, η
οποία κάποτε είχε αποκληθεί «το κονσέρτο της Ευρώπης». Μια
σημαντική αλλαγή ήταν η διαρκής ενίσχυση του εθνικισμού.
Ενός εθνικισμού ο οποίος αποδείχθηκε ισχυρότερος ως δεσμός
για τις εργατικές τάξεις της Ευρώπης σε σύγκριση με τον
σοσιαλισμό, όπως και για τους τραπεζίτες σε σύγκριση με τον
καπιταλισμό.
Επιπλέον, παρατηρούνταν ένας ολοένα μεγαλύτερος εφησυχασμός
αναφορικά με την ειρήνη. Οι μεγάλες δυνάμεις δεν είχαν
εμπλακεί σε πόλεμο στην Ευρώπη για 40 χρόνια. Υπήρξαν,
βεβαίως, κρίσεις, αλλά οι διπλωματικοί συμβιβασμοί που τις
είχαν επιλύσει πυροδότησαν την απογοήτευση και τη διαρκώς
ισχυρότερη υποστήριξη προς τον αναθεωρητισμό. Πολλοί ηγέτες
είχαν αρχίσει να πιστεύουν πως ένας σύντομος, αλλά
αποφασιστικός πόλεμος, τον οποίο θα κέρδιζε ο πιο ισχυρός,
θα αποτελούσε μια ευπρόσδεκτη αλλαγή.
Μια τρίτη αιτία που οδήγησε στην απώλεια της ευελιξίας στην
παγκόσμια τάξη πραγμάτων των αρχών του 20ού αιώνα ήταν η
πολιτική της Γερμανίας, η οποία ήταν μεν φιλόδοξη, αλλά
ταυτόχρονα ασαφής και συγκεχυμένη. Παρατηρούνταν μια
τρομακτική αδεξιότητα σε σχέση με την προσπάθεια του
αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β’ να αποκτήσει μεγαλύτερη δύναμη.
Κάτι ανάλογο μπορεί να διακρίνει κανείς και με το «κινεζικό
όνειρο» του Σι Τζινπίνγκ, την εγκατάλειψη από μέρους του της
υπομονετικής προσέγγισης που είχε υιοθετήσει ο Ντενγκ
Σιαοπίνγκ και τις υπερβολές της εθνικιστικής διπλωματίας του
«λύκου του πολέμου» που εφαρμόζει η Κίνα.
Όσοι σχεδιάζουν και λαμβάνουν τις πολιτικές αποφάσεις σήμερα
οφείλουν να είναι σε εγρήγορση τόσο για την άνοδο του
εθνικισμού στην Κίνα όσο και για την ενίσχυση του
λαϊκιστικού σοβινισμού στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σε συνδυασμό
με την επιθετική εξωτερική πολιτική της Κίνας, αλλά και μια
αλληλουχία αντιπαραθέσεων και μη ικανοποιητικών συμβιβασμών
για την Ταϊβάν, η προοπτική μιας μη αναστρέψιμης κλιμάκωσης
ανάμεσα στις δύο δυνάμεις είναι υπαρκτή. Οπως το διατυπώνει
ο Κλαρκ, από τη στιγμή που καταστροφές όπως ο Β’ Παγκόσμιος
Πόλεμος συμβαίνουν, «μας επιβάλλουν (ή μοιάζουν να μας
επιβάλλουν) την αίσθηση ότι είναι απαραίτητες».
Ομως, το 1914, όπως συμπεραίνει ο ίδιος, «το μέλλον ήταν
ακόμη ανοιχτό – έστω και οριακά. Παρά την επιδείνωση της
σκλήρυνσης της στάσης και των δύο ένοπλων στρατοπέδων στην
Ευρώπη, υπήρχαν ενδείξεις πως η στιγμή που θα ξεσπούσε μια
μεγάλη σύρραξη ενδέχεται να περνούσε χωρίς αυτό να συμβεί».
Ετσι, μια επιτυχημένη στρατηγική σήμερα θα ήταν να
αποτρέψουμε το σύνδρομο της υπνοβασίας. Μια τέτοια
στρατηγική μπορεί να επιτύχει εάν οι ΗΠΑ αποφύγουν την
ιδεολογική δαιμονοποίηση και τις παραπλανητικές
αντιστοιχίσεις με τον Ψυχρό Πόλεμο και διατηρήσουν τις
συμμαχίες τους. Οι ΗΠΑ δεν μπορούν να περιορίσουν την Κίνα,
αλλά είναι σε θέση να περιορίσουν τις επιλογές της,
διαμορφώνοντας το περιβάλλον στο οποίο αυτή αναδύεται.
|