Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως η πανδημία έχει φέρει
ριζικές αλλαγές στις ζωές των ανθρώπων και των εργαζομένων,
με ριζικές αλλαγές οι οποίες όπως όλα δείχνουνε θα είναι
μόνιμες. Είναι χαρακτηριστικά ότι όπως σχολίαζαν σε ένα από
τα τελευταία τους άρθρα οι New York Ti.
Κάποιοι υποβάλλουν την παραίτησή τους. Κάποιοι παραμένουν
αδρανείς στο περιθώριο περιμένοντας μια δελεαστική προσφορά.
Κάποιοι άλλοι τολμούν να απαιτούν αυξήσεις μισθών, μόνιμη
επιλογή για τηλεργασία ή διάφορα άλλα. Και κάποιοι δηλώνουν
στους δημοσιογράφους των ΝΥΤ ότι οι εργαζόμενοι έχουν
απαυδήσει και πολλοί ιδιοκτήτες επιχειρήσεων, όπως εκείνοι
των ρεστοράν, είναι απελπισμένοι γιατί δεν μπορούν να βρουν
προσωπικό. Οπως τονίζουν, «τώρα είμαστε πολύ λιγότεροι,
έχουμε πολύ υψηλότερες προδιαγραφές και αυτό μας δίνει
περισσότερη διαπραγματευτική δύναμη από όση είχαμε στο
παρελθόν».
Όπως γράφουνε οι New York Times, η
Τζέλα Ρόμπερτς ήταν σερβιτόρα και φημισμένη ως πολύ καλή στη
δουλειά της. Στη διάρκεια της πανδημίας, όμως, αναρωτήθηκε
κατά πόσον μπορούσε να συνεχίσει με αυτή τη δουλειά. Οι
πελάτες παραβίαζαν τους κανόνες και δεν φορούσαν μάσκα. Ο
βασικός μισθός ήταν 5 δολάρια την ώρα. Ενα απόγευμα τον
περασμένο Νοέμβριο ένας πελάτης έβηξε στο πρόσωπό της την
ώρα που του σέρβιρε ένα σάντουιτς. Επέστρεψε στο σπίτι της
ράκος. Πολλοί συνάδελφοί της υπέβαλαν τότε την παραίτησή
τους και η κ. Ρόμπερτς υπογραμμίζει πως η διεύθυνση της
επιχείρησης «ίδρωνε» στην προσπάθειά της να βρει κόσμο για
να στελεχώσει το ρεστοράν. Ετσι, αντί να παραιτηθεί υπέβαλε
κάποια αιτήματα που έγιναν δεκτά λίγες εβδομάδες αργότερα.
Ενα από αυτά ήταν να της επιτραπεί να λαμβάνει τα
φιλοδωρήματά της μέσω πιστωτικής κάρτας. «Οι εργαζόμενοι
έχουν απαυδήσει και τα ρεστοράν είναι απελπισμένα», τονίζει
η ίδια.
Με το εργατικό δυναμικό των ΗΠΑ να έχει μειωθεί κατά
περισσότερο από τέσσερα εκατ. άτομα και τον αριθμό των
παραιτήσεων να βρίσκεται στα ύψη, οι εργοδότες είναι
απελπισμένοι. Το ποσοστό των επιχειρήσεων που ζητούν
υπαλλήλους και προσφέρουν προγράμματα συνταξιοδότησης μέσω
της ιστοσελίδας ZipRecruiter έχει αυξηθεί κατά 30% σε
σύγκριση με ό,τι συνέβαινε πριν από την πανδημία. Οι θέσεις
που προσφέρουν ευέλικτα ωράρια εργασίας έχουν τριπλασιαστεί
και το ποσοστό όσων ζητούν υπαλλήλους και προσφέρουν μπόνους
από τη στιγμή της πρόσληψης έχει αυξηθεί από το 2% στο 12%.
Και πάλι, το πλήθος των ανθρώπων που εγκαταλείπουν τη
δουλειά τους αυξάνεται συνέχεια. Τον Αύγουστο, ένας στους 14
υπαλλήλους ξενοδοχείων εγκατέλειψε τη θέση του, σύμφωνα με
στατιστικά στοιχεία του αμερικανικού Γραφείου Εργασίας. Το
ποσοστό αυτών των παραιτήσεων είναι πάνω από 50% υψηλότερο
σε σύγκριση με το αντίστοιχο προ της πανδημίας. Σήμερα, στις
ΗΠΑ οι άνθρωποι που ψάχνουν δουλειά βρίσκουν σχεδόν 50%
περισσότερες ελεύθερες θέσεις από όσες έβρισκαν πριν από την
πανδημία και πολλοί επεκτείνουν τα όρια της αναζήτησής τους
πολύ πέραν της πόλης τους, καθώς τους το επιτρέπουν οι νέοι
διακανονισμοί που ισχύουν πλέον σε πολλούς κλάδους.
Δεδομένης όλης αυτής της πλημμύρας από επιλογές, οι
εργαζόμενοι αισθάνονται ότι τώρα έχουν δυνατότητες. Οι
εργοδότες παρατηρούν αυτό το άλμα στα αιτήματα των
εργαζομένων και των υποψηφίων υπαλλήλων και πολλοί ενδίδουν
παραχωρώντας ένα τμήμα εξουσίας γνωρίζοντας πως το νέο
καθεστώς δεν θα διαρκέσει για πολύ.
«Οι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται την κλίμακα των αλλαγών»,
επισημαίνει η Τζούλια Πόλακ, επικεφαλής οικονομολόγος της
ZipRecruiter. Οπως διευκρινίζει η ίδια, κάνοντας έναν
παραλληλισμό με το γνωστό παιχνίδι «μουσικές καρέκλες», «ακόμη
και μία μόνον καρέκλα να πάρεις, αλλάζει η συνολική δυναμική
του παιχνιδιού και αυτό είναι που βλέπουμε τώρα, καθώς
αυξάνονται κατά 50% οι ελεύθερες θέσεις εργασίας και η νέα
κατάσταση δίνει στους ανέργους δραματικά περισσότερη
διαπραγματευτική ισχύ». Οι επιχειρήσεις διαγκωνίζονται
μεταξύ τους για να προσφέρουν περισσότερα, όπως μπόνους και
οικογενειακά πακέτα ασφάλισης. Ορισμένες επιχειρήσεις
ξενοδοχείων υπόσχονται στα διευθυντικά στελέχη τους «μπόνους
παραμονής στην εργασία» ύψους έως και 75.000 δολαρίων για να
αποτρέψουν τις παραιτήσεις. Και οι εργαζόμενοι δράττονται
της ευκαιρίας για να ζητήσουν περισσότερα.
Ενδεικτική περίπτωση ο Ανταμ Ράιαν, υπάλληλος στο Target
στην πόλη Κρίστιανμπουργκ, προσπαθεί να οργανώσει τους
συναδέλφους του που δεν είναι οργανωμένοι σε συνδικάτο και
αγωνίζεται να τους πείσει να ζητήσουν περισσότερες αποδοχές
και καλύτερους όρους εργασίας από το 2017 οπότε και άνοιξε
το συγκεκριμένο κατάστημα. Πριν από την πανδημία ο κ. Ράιαν
έβλεπε έναν φόβο στο βλέμμα των συναδέλφων του όταν τους
ζητούσε να υπογράψουν τα αιτήματά του. Τις τελευταίες
εβδομάδες, όμως, οι συνάδελφοί του είναι πρόθυμοι να
ακούσουν τις ιδέες του. Οταν τους πλησιάζει σε οποιονδήποτε
τομέα της επιχείρησης και αν απασχολούνται, πολλοί συμφωνούν
αμέσως να προσχωρήσουν στην εκστρατεία του με την οποία
ζητάει επίδομα ύψους δύο δολαρίων ανά ώρα εργασίας για την
απασχόλησή τους στη διάρκεια της πανδημίας. «Τα παιδιά
αισθάνονται ότι πέρασαν πολλά και έχουν λιγότερα να χάσουν»,
τονίζει ο ίδιος και επισημαίνει πως «με την έλλειψη
εργατικών χεριών, οι άνθρωποι αισθάνονται ότι έχουν
μεγαλύτερη αξία και δεν είναι τόσο αναλώσιμοι». Πράγματι, η
επιχείρηση ανακοίνωσε τον περασμένο μήνα ότι θα καταβάλει
στους υπαλλήλους της πρόσθετη αμοιβή ύψους δύο δολαρίων την
ώρα για την περίοδο των εορτών οπότε υπάρχει μεγάλος φόρτος
εργασίας. Ο κ. Ράιαν έχει εκλάβει την προσφορά της ως θετική
απάντηση στις πιέσεις που άσκησαν στην επιχείρηση υπάλληλοι
όπως αυτός. Και αυτό τον έχει ενθαρρύνει να εξακολουθήσει να
ζητάει περισσότερα.
Η Target είναι μία μόνο από το κύμα των επιχειρήσεων που
ενδίδουν στα αιτήματα των υπαλλήλων για υψηλότερους μισθούς,
καλύτερους όρους εργασίας και ευέλικτες συνθήκες. Σύμφωνα με
τη Σχολή Βιομηχανικών και Εργασιακών Σχέσεων του
Πανεπιστημίου Cornell, από τις αρχές του έτους και μέχρι τα
μέσα Οκτωβρίου έχουν καταγραφεί απεργίες σε 178 επιχειρήσεις.
Οσο ασφαλείς κι αν νιώθουν, όμως, εργαζόμενοι όπως ο κ.
Ράιαν, όταν προβάλλουν απαιτήσεις γνωρίζουν πως οι εργοδότες
τους εξακολουθούν να έχουν ένα όπλο: τις θέσεις εργασίας.
Πολλές επιχειρήσεις προειδοποίησαν το προσωπικό τους ότι αν
εξακολουθήσουν να οργανώνονται υπερβολικά φανερά και
θορυβωδώς, κινδυνεύουν να χάσουν τις δουλειές τους.
Ακόμη και στη σημερινή κατάσταση που οι οικονομολόγοι έχουν
χαρακτηρίσει «οικονομία των εργαζομένων», πολλοί
απασχολούμενοι στους τομείς της τεχνολογίας και των
υπηρεσιών μπορούν ανά πάσα στιγμή να απολυθούν, σχεδόν χωρίς
προειδοποίηση. Και όταν κατορθώνουν να διατηρήσουν κάποιες
κατακτήσεις, η βελτίωση που βλέπουν στους όρους εργασίας
τους συχνά είναι οριακή. Οι εβδομαδιαίες αποδοχές για τους
υπαλλήλους των εστιατορίων, για παράδειγμα, έχουν αυξηθεί
επειδή ο κλάδος των ξενοδοχείων και των εστιατορίων
δυσκολεύεται πολύ να βρει προσωπικό. Οπως επισημαίνει η
Χάιντι Σίρλχολτζ, πρόεδρος του Ινστιτούτου Οικονομικής
Πολιτικής, «αυτή τη στιγμή υπάρχει μια κεκτημένη ταχύτητα
αλλά ταυτοχρόνως είναι πολλά τα εμπόδια στην προσπάθεια των
εργαζομένων να κερδίσουν περισσότερη διαπραγματευτική ισχύ
σε μόνιμη βάση». Οπως τονίζει η ίδια, είναι μικρότερο από
11% το ποσοστό των Αμερικανών εργαζομένων που εκπροσωπείται
από εργατικά συνδικάτα. «Οι εργοδότες προσπαθούν να
προβάλουν το επιχείρημα ότι η πανδημία έπληξε τους πάντες»,
τονίζει η κ. Σίρλχολτζ και καταλήγει πως «ουσιαστικά
ισχυρίζονται ότι δεν έχουν ισχύ, όμως γνωρίζουμε πως όλα τα
χαρτιά είναι στα χέρια των εργοδοτών». Αν, πάντως, είναι
περιορισμένη η δύναμη που αισθάνονται πως έχουν τώρα οι
εργαζόμενοι ή ακόμη κι αν είναι μία ψευδαίσθηση, οι
αναγκαιότητες που επέβαλαν τη δυνατότητα τηλεργασίας τούς
έχουν δώσει μεγάλες νίκες.
Στην 3Μ, μια πολυεθνική εταιρεία μεταποίησης που έχει έδρα
τη Μινεσότα, εσωτερικές έρευνες κατέδειξαν πως το 87% των
εργαζομένων θέτει σε προτεραιότητα τη δυνατότητα να επιλέγει
το μέρος από το οποίο θα εργάζεται. Τον Αύγουστο όταν άρχισε
να μεταδίδεται το στέλεχος «Δέλτα», η εταιρεία ανακοίνωσε τη
νέα προσέγγισή της στην τηλεργασία και επέτρεψε στους
υπαλλήλους να επιλέξουν το πότε και αν θα έρχονται στα
γραφεία της. Τον περασμένο μήνα οι υπάλληλοι της PwC
πληροφορήθηκαν από την εταιρεία ότι εφεξής μπορούν να
εργάζονται από οπουδήποτε προτιμούν οι ίδιοι, αλλά εντός των
ΗΠΑ. Ακόμη και σε επιχειρήσεις που δίνουν σημασία στην επαφή
με το προσωπικό τους έχουν αλλάξει τα δεδομένα στις
προσλήψεις.
Σύμφωνα πάντα με τους New York Times … «Ως έναν βαθμό
υποχωρούμε στις προσδοκίες και τις επιθυμίες των φοιτητών
Νομικής και των νεότερων δικηγόρων μας», δηλώνει ο Μπραντ
Καρπ, πρόεδρος της εταιρείας νομικών Paul Weiss, που απαιτεί
να παρουσιάζονται στα γραφεία της οι περισσότεροι υπάλληλοί
της τουλάχιστον τρεις φορές την εβδομάδα από αυτόν τον μήνα.
Παραμένει, όμως, και πάλι πολύ πιο ανεκτική στην τηλεργασία
σε σύγκριση με πριν από την πανδημία.
Σύμφωνα με τον Ντέιβιντ Μπάρετ, διευθύνοντα σύμβουλο της
εταιρείας λογισμικού Expensify, στο μέλλον οι οικονομολόγοι
θα μελετούν επί αιώνες αυτή την περίοδο και θα αναρωτιούνται,
«μα τι διάολο γινόταν;».
Οπως τονίζει ο ίδιος, ήταν προσφάτως σε ένα ρεστοράν και
είδε μια πινακίδα στην οποία η επιχείρηση προειδοποιούσε την
πελατεία της «είμαστε υποστελεχωμένοι, γι’ αυτό παρακαλώ να
είστε ευγενείς με τους υπαλλήλους μας» . Και καταλήγει πως
δεν είχε ξαναδεί ποτέ κάτι τέτοιο στη ζωή του, μια εταιρεία
που να παίρνει δημοσίως θέση υπέρ των υπαλλήλων της.
Εχει αποδειχθεί κρίσιμος κρίκος στην παγκόσμια εφοδιαστική
αλυσίδα και το χάος που αυτή παρουσιάζει. Ο λόγος βέβαια για
τα βαριά φορτηγά, καθώς αυτά είναι που αναλαμβάνουν
περισσότερο από το 70% των εγχώριων οδικών μεταφορών
προϊόντων. Σύμφωνα μάλιστα με σχετικό ρεπορτάζ της
εφημερίδας Wall Street Journal, δεν έχει δοθεί επαρκής
έμφαση στο πρόβλημα της έλλειψης οδηγών βαρέων φορτηγών.
Οπως επισημαίνει η αμερικανική εφημερίδα, πολλές εταιρείες
φορτηγών δηλώνουν ότι αδυνατούν να προσλάβουν αρκετούς
οδηγούς ώστε να ανταποκριθούν στην εκρηκτική ζήτηση για
καταναλωτικά αγαθά που καταγράφεται τώρα στις ΗΠΑ, καθώς
ανακάμπτει η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο. Σύμφωνα με την
αμερικανική Ενωση Εταιρειών Φορτηγών, μια από τις
μεγαλύτερες επιχειρηματικές ενώσεις, οι οδηγοί φορτηγών στις
ΗΠΑ είναι τουλάχιστον κατά 80.000 λιγότεροι από όσους
χρειάζονται για να μεταφέρουν τα προϊόντα φέτος με
κανονικούς ρυθμούς. Ο αριθμός αυτός είναι πολύ μεγαλύτερος
από τις ελλείψεις που είχαν ήδη καταγραφεί σε αυτό το
επάγγελμα προ πανδημίας, όταν χρειάζονταν άλλοι 61.500
οδηγοί. Και όμως η απασχόληση στον κλάδο έχει ανακάμψει
σημαντικά μετά τη θεαματική πτώση που σημείωσε στο πρώτο
κύμα της πανδημίας. Από τον Απρίλιο του 2020 και μέχρι τον
Σεπτέμβριο του 2021 έχουν προσληφθεί 74.500 άτομα στον κλάδο,
σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία του αμερικανικού υπουργείου
Εργασίας.
Η απασχόληση στον τομέα παραμένει, πάντως, και πάλι σε
επίπεδα κατά 1,3% κάτω από εκείνα του Σεπτεμβρίου 2019. Ενώ
οι αποδοχές των οδηγών βαρέων φορτηγών έχουν αυξηθεί περίπου
3% έως 4% από το 2016. Υπάρχει, άλλωστε, περιορισμένη
προσφορά νέων φορτηγών και ειδικών οχημάτων και άλλου
εξοπλισμού για τις μεταφορές, με αποτέλεσμα να επιδεινώνεται
περαιτέρω η κατάσταση. Η μεγάλη αύξηση του όγκου των
προϊόντων που πρέπει να διακινηθούν έχει δημιουργήσει
συμφόρηση στους σταθμούς φόρτωσης και τους τερματικούς
σταθμούς των λιμανιών. Το αποτέλεσμα είναι να καθυστερούν
εκεί τα φορτηγά και να υπάρχει ακόμη μικρότερη διαθεσιμότητα
από αυτά, ενώ παράλληλα γίνεται πολύ σκληρή η δουλειά των
οδηγών τους. Εργοστάσια και αποθήκες αναφέρουν μεγάλες
ελλείψεις προσωπικού, ικανού να αναλάβει τη φόρτωση των
προϊόντων και την παραλαβή τους. Και στο μεταξύ η γενικότερη
έλλειψη εργατικών χεριών έχει οδηγήσει στην αύξηση των
ελεύθερων θέσεων εργασίας σε τομείς στους οποίους μπορούν να
απορροφηθούν οι οδηγοί των φορτηγών, όπως, για παράδειγμα,
στις επιχειρήσεις κατ’ οίκον παράδοσης, στις κατασκευαστικές
και τον μεταποιητικό τομέα. Παράλληλα οι ελλείψεις οδηγούν
σε αύξηση του κόστους και σε καθυστερήσεις των παραδόσεων
και οι βιομηχανίες της μεταποίησης αντιμετωπίζουν μεγάλες
δυσκολίες και ενόψει της περιόδου των εορτών.
|