Θα προσπαθήσουμε
λίγο να ξεφύγουμε από τα του
Trump.
Όπως είχε γράψει πριν από λίγο καιρό σε ένα αρκετά
ενδιαφέρον άρθρο του το
Bloomberg,
η Ελβετία χάνει σταδιακά την πρωτοκαθεδρία
ως τραπεζικός προορισμός του μεγάλου πλούτου μετά την
κατάρρευση της Credit Suisse και την
απορρόφησή της από τη UBS, που έχει
διαβρώσει το προβάδισμά της έναντι άλλων διεθνών κέντρων
διαχείρισης πλούτου.
Οπως προκύπτει από
στοιχεία της συμβουλευτικής Deloitte, η
κλίμακα της τραπεζικής κρίσης όπως και όσα είδαν τη
δημοσιότητα σε σχέση με τη δεύτερη σε μέγεθος τράπεζά της
και η τελική κατάρρευσή της υπονόμευσαν την εικόνα του
τραπεζικού κλάδου της χώρας και οδήγησαν σε μαζικές
αναλήψεις και σε φυγή πλούτου στη διάρκεια του περασμένου
έτους.
Η χώρα χάνει
σταδιακά την πρωτοκαθεδρία της ως τραπεζικός προορισμός του
μεγάλου πλούτου.
Σύμφωνα με σχετική
έκθεση της Deloitte, έκτοτε η Ελβετία παραμένει μεν πρώτη ως
προς το ύψος του πλούτου που διαχειρίζονται οι τράπεζές της
και ο οποίος ανέρχεται σε 2,2 τρισ. δολ. Οι εισροές
κεφαλαίων έχουν, ωστόσο, μειωθεί σημαντικά και δεν
αναπληρώνουν όσα κεφάλαια την εγκατέλειψαν, σε αντίθεση με
τις εισροές σε άλλες χώρες παραδοσιακούς τραπεζικούς
προορισμούς του μεγάλου πλούτου, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ
και του Χονγκ Κονγκ. Εχει, έτσι, μειωθεί δραματικά η υπεροχή
της έναντι της Βρετανίας, της δεύτερης στον κόσμο ως
τραπεζικού προορισμού του πλούτου, και έχει περιορισθεί σε
μόλις 8 δισ. δολ. όταν μόλις το 2020 η διαφορά μεταξύ των
δύο χωρών ανερχόταν σε 500 δισ. δολ. Οπως εξηγεί η
συμβουλευτική εταιρεία, η Ελβετία «παραμένει ηγετική δύναμη
ως τραπεζικός προορισμός και εκείνος που προτιμά η πελατεία
από την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, αλλά δεν έχουν ανακάμψει
οι εισροές κεφαλαίων από τις δύο αυτές περιοχές».
Παράλληλα, όμως, η
Deloitte επισημαίνει πως «τα τελευταία χρόνια έχουν
υποβαθμιστεί η σημασία και η ισχύς» των παραδοσιακών
πλεονεκτημάτων που διέθετε η Ελβετία, όπως η χαμηλή
φορολογία, η πολιτική και οικονομική σταθερότητα, η ασφάλεια
και σταθερότητα των νόμων και των ρυθμίσεων και η ιστορική
ουδετερότητα. Καταλήγει, έτσι, στη διαπίστωση ότι η χώρα των
Αλπεων είναι πλέον λιγότερο ελκυστική σε σύγκριση με αυτό
που ήταν στο παρελθόν για τους διεθνείς πελάτες των τραπεζών
με μεγάλο ύψος πλούτου. Η Deloitte συνιστά, οπότε, στην
Ελβετία να καταβάλει προσπάθεια για να διασφαλίσει την
υπεροχή της στη διεθνή αγορά διαχείρισης πλούτου και να
επικεντρωθεί στην αναμόρφωση και ενίσχυση του ρυθμιστικού
πλαισίου που διέπει τον τραπεζικό τομέα της ώστε να
ανακτήσει την εμπιστοσύνη του διεθνούς κεφαλαίου. Παράλληλα,
την καλεί να επενδύσει μεγάλα κεφάλαια στον ψηφιακό
μετασχηματισμό της και στην αναβάθμιση της
αποτελεσματικότητας θεσμών και ρυθμίσεων.
Η Ελβετία έχει,
πάντως, προβεί σε ορισμένα μέτρα προκειμένου να διασφαλίσει
το τραπεζικό της σύστημα. Προ μηνών, η κυβέρνηση ανακοίνωσε
σχέδιο για την ενίσχυση των εξουσιών της εποπτικής αρχής
τραπεζών, FINMA, που μεταξύ άλλων προβλέπει
αυστηρότερες απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας για τις
συστημικές τράπεζες. Ζητούμενο είναι να αποφύγει μια νέα
κατάρρευση μεγάλης τράπεζας, αλλά προπαντός να αποκλείσει
μια πτώση της ίδιας της UBS, που αν κατέρρεε θα παρέσυρε την
οικονομία της.
Μετά την απορρόφηση της
Credit Suisse, ο ισολογισμός της UBS ανέρχεται περίπου σε
1,7 τρισ. δολ., ποσό διπλάσιο από το ετήσιο ΑΕΠ της
Ελβετίας, που δίνει στη μεγαλύτερη τράπεζά της επικίνδυνα
μεγάλο βάρος στην οικονομία της. Και το χειρότερο είναι ότι
σε περίπτωση προβλήματος στη UBS δεν θα υπάρχουν άλλες
μεγάλες ελβετικές τράπεζες για να την απορροφήσουν, ενώ το
κόστος της εθνικοποίησής της θα ήταν απαγορευτικό για τα
δημόσια οικονομικά της χώρας. Σημειωτέον ότι μερίδα
οικονομολόγων και αναλυτών έχει θεωρήσει εσφαλμένη κίνηση
την απορρόφηση της Credit Suisse από τη UBS, εκτιμώντας ότι
δημιούργησε στον τραπεζικό κλάδο ένα «τέρας», όπως επί λέξει
το έχουν χαρακτηρίσει.
|